English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos...

86
English Greek Greek English Dictionary Available as an App on: Google Play: https://play.google.com/store/apps/details?id=app.greek.dictionary Apple iTunes: https://itunes.apple.com/gb/app/english-greek/id407965875 For personal use only: The author takes no responsibility for the use of any translations included in this dictionary

Transcript of English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos...

Page 1: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

English Greek

Greek English

Dictionary

Available as an App on:

Google Play: https://play.google.com/store/apps/details?id=app.greek.dictionary

Apple iTunes: https://itunes.apple.com/gb/app/english-greek/id407965875

For personal use only:

The author takes no responsibility for the use of any translations included in this dictionary

Page 2: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

Aa

ένας

a; an; one;

énas

μια mia

ένα

a; an; one;

éna

ability

ικανότητα

ability; skill;

ikanótēta

able

ικανός

able; capable;

ikanós

about

για

about; for;

gia

περί perí

περίπου perípou

above

άνω

above; up; upper;

ánō

πάνω από

above; over;

pánō apó

abroad

στο εξωτερικό sto exōterikó

absolutely

απολύτως apolýtōs

τελείως teleíōs

abuse

κατάχρηση katáchrēsē

καταχρώμαι katachrṓmai

βρισιά brisiá

βρίζω brízō

λοιδορία loidoría

accept

αποδέχομαι

accept; adopt;

apodéchomai

δέχομαι déchomai

παραδέχομαι

accept; admit;

paradéchomai

acceptable

αποδεκτός apodektós

δεκτός dektós

access

πρόσβαση prósbasē

προσπέλαση prospélasē

accident

τύχηc týchēc

ατύχημα atýchēma

account

αναφορά

account; mention; reference;

anaphorá

λογαριασμός

account; bill;

logariasmós

account

σημασία

account; consequence; importance; meaning;

sēmasía

accurate

ακριβής

accurate; exact; neat;

akribḗs

accuse

κατηγορώ katēgorṓ

achieve

κατορθώνω katorthṓnō

acquire

αποκώ apokṓ

αποκτώ

acquire; get; obtain;

apoktṓ

across

απέναντι apénanti

κατά πλάτος katá plátos

act

ενεργώ energṓ

επενεργώ

act; influence;

epenergṓ

πράξη práxē

action

αγωγή agōgḗ

επενέργεια

action; influence;

epenérgeia

ενέργεια enérgeia

διάβημα

action; step;

diábēma

δράση drásē

active

ακμαίος akmaíos

δραστήριος drastḗrios

ενεργετικός energetikós

ενεργός energós

activity

δραστηριότητα drastēriótēta

actor

ο ηθοποιός o ēthopoiós

actual

αληθινός alēthinós

πραγματικός

actual; real;

pragmatikós

actually

πράγματι

actually; really;

prágmati

πραγματικά pragmatiká

στην αλήθεια stēn alḗtheia

ad

μετά χριστόν metá christón

διαφήμηση diaphḗmēsē

adapt

διασκευάζω diaskeuázō

προσαρμόζω

adapt; adjust; gear;

prosarmózō

add

προσθέτω prosthétō

addition

πρόσθηκη prósthēkē

additional

επιπρόσθετος epiprósthetos

πρόσθετος prósthetos

address

απευθύνω apeuthýnō

διεύθυνση dieúthynsē

adjust

προσαρμόζω

adapt; adjust; gear;

prosarmózō

ρυθμίζω rythmízō

administration

διοίκηση

administration; management;

dioíkēsē

διοικητικός dioikētikós

κυβέρνηση

administration; government;

kybérnēsē

χορήγηση

administration; issue; supply;

chorḗgēsē

administrative

διαχειριστικός diacheiristikós

admire

θαυμάζω thaumázō

admit

αφήνω να μπει aphḗnō na mpei

παραδέχομαι

accept; admit;

paradéchomai

αφήνω να μπεί aphḗnō na mpeí

εισάγω

admit; introduce;

eiságō

adopt

αποδέχομαι

accept; adopt;

apodéchomai

υιοθετώ yiothetṓ

adult

ενήλικας enḗlikas

ενήλικος enḗlikos

advance

προβαίνω probaínō

προχωρώ prochōrṓ

πρόοδος

advance; progress;

próodos

προκαταβάλλω prokatabállō

advanced

προχωρημένος prochōrēménos

advantage

πλεονέκτημα pleonéktēma

προτέρημα protérēma

advertising

διαφημιστικός diaphēmistikós

advice

συμβουλή symboulḗ

affair

affair

δεσμός desmós

υπόθεση

affair; assumption; business; case; matter;

ypóthesē

affect

παριστάνω

affect; play;

paristánō

συγκινώ

affect; move; touch;

synkinṓ

επηρεάζω epēreázō

afraid

που φοβάται pou phobátai

φοβισμένος phobisménos

after

μετά

after; next; then;

metá

μετά από metá apó

έπειτα

after; then;

épeita

afternoon

απόγεμα apógema

απόγευμα apógeuma

again

άλλη μία φορά állē mía phorá

ξανά xaná

πάλι páli

against

κατά katá

κόντρα σε kóntra se

εναντίον enantíon

age

ηλικία ēlikía

περιόδος

age; period; season; session;

periódos

εποχή

age; season;

epochḗ

agency

πρακτορείο praktoreío

υπηρεσία

agency; service;

ypēresía

agent

πράκτορας práktoras

μεσίτης mesítēs

παράγων parágōn

aggressive

επιθετικός epithetikós

ago

πριν

ago; before;

prin

agree

συμφωνώ symphōnṓ

agreement

συμφωνία symphōnía

air

αέρας aéras

Page 3: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

air

ατμόσφαιρα

air; atmosphere; tone;

atmósphaira

airport

αεροδρόμιο aerodrómio

alarm

συναγερμός synagermós

συναργερμός synargermós

τρομάζω tromázō

alcohol

αλκοόλ alkoól

οινόπνευμα oinópneuma

alive

ζωτανός zōtanós

εν ζωή en zōḗ

ζωντανός

alive; fresh; live; living;

zōntanós

all

το παν to pan

όλος ólos

όλα

all; everything;

óla

όλοι

all; everybody; everyone;

óloi

όλες óles

allow

αφήνω

allow; let;

aphḗnō

επιτρέπω

allow; enable; permit;

epitrépō

almost

σχεδόν

almost; nearly; virtually;

schedón

alone

μόνος

alone; lonely; single;

mónos

μοναχός monachós

along

κατά μήκος katá mḗkos

already

κιόλας kiólas

κίολας kíolas

ήδη ḗdē

also

επίσης

also; too;

epísēs

και

also; and;

kai

although

αν και

although; though;

an kai

altogether

εντελώς

altogether; completely; quite;

entelṓs

always

πάντα pánta

πάντοτε pántote

amazing

εκπληκτικός ekplēktikós

που θαυμάζει pou thaumázei

ambition

βλέψη blépsē

φιλοδοξία philodoxía

among

ανάμεσα anámesa

ανάμεσα σε anámesa se

amount

ανέρχομαι anérchomai

ποσό posó

ποσόν posón

an

ένα

a; an; one;

éna

ένας

a; an; one;

énas

μία

an; one;

mía

analysis

ανάλυση análysē

analyst

αναλυτής analytḗs

and

και

also; and;

kai

anger

φούρκα phoúrka

οργή orgḗ

θυμός thymós

angle

γωνία

angle; corner;

gōnía

angry

θυμωμένος

angry; mad;

thymōménos

οργισμένος orgisménos

animal

ζώο zṓo

κτήνος ktḗnos

announce

ανακοινώνω anakoinṓnō

annual

ετήσιος etḗsios

another

άλλος ένας állos énas

άλλος

another; else; other;

állos

answer

απάντηση

answer; response;

apántēsē

απαντώ

answer; reply; respond;

apantṓ

anticipate

προκαταλαμβάνω prokatalambánō

anticipate

προλαμβάνω prolambánō

anxiety

ανησυχία

anxiety; concern;

anēsychía

anxious

ανήσυχος

anxious; concerned;

anḗsychos

αγχώδης anchṓdēs

anybody

κανένας

anybody; no; none;

kanénas

anyone

κανείς

anyone; nobody;

kaneís

anything

τίποτα

anything; nothing;

típota

anyway

πάντως pántōs

anywhere

πουθενά

anywhere; nowhere;

pouthená

οπουδήποτε opoudḗpote

apart

χωριστά chōristá

apartment

διαμέρισμα

apartment; flat;

diamérisma

appeal

τραβώ

appeal; attract; draw; pull;

trabṓ

έκκληση ékklēsē

έφεση éphesē

κάνω έκκληση kánō ékklēsē

κάνω έφεση kánō éphesē

appear

φαίνομαι

appear; look; seem;

phaínomai

εμφανίζομαι emphanízomai

διαφαίνομαι

appear; reveal;

diaphaínomai

appearance

εμφάνιση

appearance; look;

emphánisē

παρουσίαση

appearance; presentation;

parousíasē

apple

μήλο mḗlo

application

εφαρμογή epharmogḗ

προσήλωση prosḗlōsē

άλειμμα áleimma

αίτηση aítēsē

χρήση

application; use;

chrḗsē

apply

apply

αιτούμαι aitoúmai

βάζω

apply; pour; put; store;

bázō

εφαρμόζω epharmózō

κάνω αίτηση kánō aítēsē

appointment

ορισμός

appointment; assignment; definition;

orismós

ραντεβού ranteboú

διορισμός diorismós

συνάντηση synántēsē

appreciate

αναγνωρίζω

appreciate; identify;

anagnōrízō

εκτιμώ

appreciate; value;

ektimṓ

κατανοώ

appreciate; understand;

katanoṓ

approach

προσεγγίζω prosengízō

προσέγγιση proséngisē

πλησιάζω plēsiázō

μέθοδος

approach; method;

méthodos

appropriate

οικειοποιούμαι oikeiopoioúmai

σφετερίζομαι spheterízomai

κατάλληλος

appropriate; suitable;

katállēlos

approve

εγκρίνω enkrínō

επιδοκιμάζω epidokimázō

are

είναι eínai

είμαστε eímaste

area

περιοχή

area; district;

periochḗ

argue

διαπληκτίζομαι diaplēktízomai

διαφωνώ

argue; disagree;

diaphōnṓ

argument

διαφωνία

argument; exchange;

diaphōnía

επιχείρημα epicheírēma

λογομαχία

argument; exchange;

logomachía

arise

προκύπτω prokýptō

εγείρομαι egeíromai

arm

χέρι

arm; hand;

chéri

όπλο óplo

βραχίων brachíōn

Page 4: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

arm

μπράτσο mprátso

army

στρατός stratós

around

γύρω gýrō

γύρω από gýrō apó

arrival

άφιξη áphixē

arrive

φτάνω

arrive; reach;

phtánō

φθάνω phthánō

art

τέχνη

art; skill;

téchnē

article

άρθρο árthro

as

όπως

as; like;

ópōs

σαν

as; like;

san

aside

στην άκρη stēn ákrē

πλάι plái

ask

ρωτώ rōtṓ

asleep

κοιμώμενος koimṓmenos

aspect

άποψη

aspect; opinion; perspective; view;

ápopsē

θωριά thōriá

όψη ópsē

πλευρά

aspect; side;

pleurá

assignment

ανάθεση anáthesē

ορισμός

appointment; assignment; definition;

orismós

δουλειά

assignment; business; job; task; work;

douleiá

αποστολή

assignment; mission;

apostolḗ

assist

βοηθώ boēthṓ

assistant

βοηθός

assistant; help;

boēthós

associate

συνέταιρος synétairos

συσχετίζω syschetízō

association

ομοσπωνδiα omospōndia

association

σχέση

association; connection; relationship;

schésē

assume

υποθέτω

assume; suppose;

ypothétō

assumption

υπόθεση

affair; assumption; business; case; matter;

ypóthesē

assure

διαβεβαιώνω

assure; confirm;

diabebaiṓnō

βεβαιώνω bebaiṓnō

at

σε

at; in; on; to; upon;

se

atmosphere

ατμόσφαιρα

air; atmosphere; tone;

atmósphaira

attach

επισυνάπτω episynáptō

συνδέω

attach; connect; join; link;

syndéō

attack

επιδρομή epidromḗ

κάνω επιδρομή kánō epidromḗ

επιτίθεμαι epitíthemai

επίθεση epíthesē

attempt

απόπειρα

attempt; bid;

apópeira

αποπειρώμαι

attempt; bid;

apopeirṓmai

προσπάθεια

attempt; bid; effort;

prospátheia

προσπαθώ

attempt; try;

prospathṓ

attend

παρακάθομαι parakáthomai

παρακολουθώ

attend; monitor; watch;

parakolouthṓ

παραβρίσκομαι parabrískomai

attention

φροντίδα

attention; care; charge;

phrontída

προσοχή

attention; care;

prosochḗ

attitude

στάση stásē

συμπεριφορά symperiphorá

attract

ελκύω elkýō

τραβώ

appeal; attract; draw; pull;

trabṓ

προσελκύω proselkýō

επισύρω

attract; draw;

episýrō

attract

έλκω

attract; draw;

élkō

audience

ακροατήριο akroatḗrio

author

συγγραφέας

author; writer;

syngraphéas

automatic

αυτοματικός automatikós

αυτόματο autómato

available

διαθέσιμος diathésimos

average

μέσος mésos

μέσος όρος mésos óros

avoid

αποφεύγω apopheúgō

award

απονέμω

award; distribute;

aponémō

βραβείο

award; prize;

brabeío

κατακυρώνω katakyrṓnō

aware

γνωρίζων gnōrízōn

awareness

αντίληψη

awareness; concept; perception;

antílēpsē

συνειδοτοποίηση syneidotopoíēsē

away

μακριά

away; far; off;

makriá

μακρυά makryá

Bbaby

μωρό mōró

back

υποστηρίζω

back; maintain; submit;

ypostērízō

ενισχύω enischýō

πίσω písō

πλάτη plátē

background

το φόντο to phónto

bad

κακός kakós

άσχημος

bad; ugly;

áschēmos

bag

τσάντα tsánta

balance

πλάστιγγα plástinga

ζυγαριά zygariá

ισοζύγιο isozýgio

balance

ισορροπία isorropía

ball

μπάλα mpála

κουβάρι koubári

band

ταινία

band; film; movie;

tainía

bank

ανάχωμα anáchōma

όχθη óchthē

τράπεζα trápeza

bar

κάγκελο kánkelo

φράζω phrázō

μπαρ mpar

εμποδίζω

bar; prevent;

empodízō

ράβδος rábdos

base

βάθρο

base; foundation;

báthro

ευτελής eutelḗs

baseball

μπέιζμπολ mpéizmpol

basis

βάση básē

basket

καλάθι kaláthi

πανέρι panéri

κοφίνι kophíni

bat

νυχτερίδα nychterída

ρόπαλο

bat; club;

rópalo

bath

λουτρό

bath; bathroom;

loutró

μπανιέρα mpaniéra

μπάνιο mpánio

bathroom

λουτρό

bath; bathroom;

loutró

battle

μάχη

battle; fight;

máchē

be

διανύω dianýō

είμαι eímai

βρίσκομαι brískomai

beach

ακτή

beach; coast;

aktḗ

αμμουδιά ammoudiá

γιαλός gialós

bear

Page 5: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

bear

γεννώ

bear; generate;

gennṓ

υποφέρω

bear; suffer;

ypophérō

αρκούδα arkoúda

beat

δέρνω dérnō

νικώ

beat; best; win;

nikṓ

χτυπώ

beat; hit; hurt; strike;

chtypṓ

beautiful

όμορφος ómorphos

because

γιατί

because; why;

giatí

διότι dióti

become

αρμόζω

become; suit;

armózō

γίνομαι gínomai

bed

κρεβάτι krebáti

bedroom

κρεβατοκάμαρα krebatokámara

υπνοδωμάτιο ypnodōmátio

beer

μπύρα mpýra

before

πριν από prin apó

προτού protoú

μπροστά από mprostá apó

πριν

ago; before;

prin

begin

αρχίζω

begin; start;

archízō

beginning

αρχή

beginning; principle; start;

archḗ

έναρξη

beginning; start;

énarxē

behave

συμπεριφέρομαι symperiphéromai

behind

πίσω από písō apó

being

όν ón

believe

πιστεύω pisteúō

bell

καμπάνα kampána

κουδούνι koudoúni

belong

ανήκω anḗkō

below

από κάτω apó kátō

κάτω από

below; under;

kátō apó

belt

ζώνη zṓnē

ιμάντας imántas

bench

έδρανο édrano

παγκάκι pankáki

πάγκος pánkos

έδρα

bench; chair;

édra

bend

γέρνω gérnō

καμπυλώνεται kampylṓnetai

σκύβω skýbō

στροφή

bend; turn; twist;

strophḗ

benefit

επωφελούμαι epōpheloúmai

ωφέλεια

benefit; profit;

ōphéleia

καρπώνομαι

benefit; enjoy;

karpṓnomai

επίδομα epídoma

όφελος óphelos

best

καλύτερος

best; better;

kalýteros

νικώ

beat; best; win;

nikṓ

ο καλύτερος o kalýteros

bet

στοιχηματίζω stoichēmatízō

στοίχημα stoíchēma

better

καλύτερος από kalýteros apó

καλύτερος

best; better;

kalýteros

between

μεταξύ metaxý

beyond

πέρα από péra apó

bicycle

ποδήλατο

bicycle; bike;

podḗlato

bid

προσπάθεια

attempt; bid; effort;

prospátheia

προσφορά

bid; offer;

prosphorá

αποπειρώμαι

attempt; bid;

apopeirṓmai

απόπειρα

attempt; bid;

apópeira

big

big

μεγάλος

big; grand; great; large; long;

megálos

bike

ποδήλατο

bicycle; bike;

podḗlato

bill

λογαριασμός

account; bill;

logariasmós

νομοσχέδιο nomoschédio

ράμφος rámphos

bird

κόμματος kómmatos

πουλί poulí

birth

γέννα génna

γέννηση génnēsē

birthday

γενέθλια genéthlia

bit

δυαδικό ψηφίο dyadikó psēphío

φίμωτρο phímōtro

bite

δάγκωμα dánkōma

δαγκώνω dankṓnō

τσίμπημα tsímpēma

bitter

δριμύς

bitter; severe;

drimýs

πικρός pikrós

black

μαύρος maúros

blank

άγραφος ágraphos

άγραφτος ágraphtos

ανέκφραστος anékphrastos

κενό

blank; gap;

kenó

λευκός

blank; white;

leukós

blind

θαμπώνω thampṓnō

τυφλός typhlós

στοράκι storáki

block

μλοκ mlok

στηρίγματα stērígmata

φραγμός phragmós

blood

αίμα aíma

blow

χτυπήμα

blow; strike;

chtypḗma

χτύπημα

blow; stroke;

chtýpēma

φυσώ physṓ

blue

μπλε mple

board

επιβιβάζομαι epibibázomai

σανίδα sanída

boat

βάρκα bárka

body

σώμα

body; frame;

sṓma

bone

οστούν ostoún

κόκαλο kókalo

κόκκαλο kókkalo

bonus

πριμ prim

book

βιβλιάριο bibliário

βιβλίο biblío

καπαρώνω kaparṓnō

κλείνω θέσω kleínō thésō

boot

μπότα mpóta

πορτ-μπαγάζ port-mpagáz

border

μεθόριος methórios

ρέλι réli

σύνορο sýnoro

boring

βαρετός baretós

born

γενημένος genēménos

borrow

δανείζομαι daneízomai

boss

αφεντικό aphentikó

both

και οι δυο kai oi dyo

bother

ενοχλούμαι enochloúmai

σκοτίζομαι skotízomai

κόπος kópos

ενοχλώ

bother; trouble;

enochlṓ

bottle

εμφιαλώνω emphialṓnō

μπουκάλι mpoukáli

bottom

πάτος pátos

bowl

μπολάκι mpoláki

box

κουτί

box; can;

koutí

Page 6: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

box

πυγμαχώ pygmachṓ

κάσα

box; chest;

kása

boy

αγόρι agóri

boyfriend

γκόμενος nkómenos

brain

εγκέφαλος enképhalos

branch

κλαδί kladí

κλάδος kládos

υποκατάστημα ypokatástēma

brave

γενναίος gennaíos

bread

ψωμί psōmí

break

αντεπίθεση antepíthesē

διάλειμμα diáleimma

διάλλειμα diálleima

σπάζω

break; crack;

spázō

breakfast

πρωινό prōinó

το πρωινό to prōinó

breast

στήθος

breast; chest;

stḗthos

breath

αναπνοή anapnoḗ

ανάσα anása

brick

τούβλο toúblo

bridge

γέφυρα géphyra

γεφυρώνω gephyrṓnō

brief

σύντομος

brief; soon;

sýntomos

briefly

σύντομα

briefly; soon;

sýntoma

κοντολογίς kontologís

bright

υποσχόμενος yposchómenos

λαμπερός

bright; brilliant;

lamperós

brilliant

έξοχος éxochos

λαμπερός

bright; brilliant;

lamperós

φανταστικός phantastikós

bring

bring

φέρνω phérnō

broad

φαρδύς

broad; wide;

phardýs

ευρύς eurýs

brother

αδελφός adelphós

αδερφός aderphós

brown

καστανός kastanós

καφέ kaphé

brush

βούρτσα boúrtsa

βουρτσίζω bourtsízō

πινέλο pinélo

σκούπα skoúpa

buddy

κολλητός

buddy; close;

kollētós

φιλαράκος

buddy; mate;

philarákos

budget

προϋπολογισμός proüpologismós

bug

ζουζούνι zouzoúni

μαμούδι mamoúdi

build

χτίζω chtízō

ανάστημα anástēma

κορμοστασιά kormostasiá

μπόι mpói

building

κτήριο ktḗrio

χτήριο chtḗrio

bunch

δέσμη désmē

μάτσο mátso

τσαμπί tsampí

burn

καίω kaíō

bus

λεωφορείο leōphoreío

business

δουλειά

assignment; business; job; task; work;

douleiá

υπόθεση

affair; assumption; business; case; matter;

ypóthesē

δουλειές douleiés

επιχείρηση

business; operation;

epicheírēsē

busy

απασχολημένος apascholēménos

με πολλή κίνηση me pollḗ kínēsē

but

but

αλλά allá

όμως

but; however;

ómōs

button

κουμπί koumpí

buy

αγοράζω

buy; purchase;

agorázō

buyer

αγοραστής agorastḗs

by

από

by; from; of; since; than;

apó

Ccable

καλώδιο kalṓdio

cake

κέικ kéik

calculate

λογαριάζω logariázō

υπολογίζω

calculate; determine; estimate;

ypologízō

calendar

ημερολόγιο ēmerológio

call

τηλεφωνώ

call; ring; telephone;

tēlephōnṓ

κλήση klḗsē

calm

ήρεμος

calm; still;

ḗremos

νηνεμία nēnemía

camera

κάμερα kámera

camp

στρατόπεδο stratópedo

campaign

καμπάνια kampánia

εκστρατεία ekstrateía

can

κουτί

box; can;

koutí

μπορώ

can; may;

mporṓ

cancel

ακυρώνω akyrṓnō

cancer

καρκίνος karkínos

candidate

υποψήφιος ypopsḗphios

candy

καραμέλα

candy; sweet;

karaméla

cap

cap

σκούφος skoúphos

τραγιάσκα tragiáska

θήκη

cap; case;

thḗkē

capable

ικανός

able; capable;

ikanós

capital

πρωτεύουσα prōteúousa

car

κούρσα koúrsa

card

κάρτα kárta

care

προσοχή

attention; care;

prosochḗ

φροντίδα

attention; care; charge;

phrontída

προσέχω proséchō

νοιάζομαι

care; matter; mind;

noiázomai

φροντίζω phrontízō

career

καριέρα kariéra

careful

προσεκτικός prosektikós

carpet

μοκέτα mokéta

carry

κουβαλώ koubalṓ

μεταφέρω metaphérō

case

υπόθεση

affair; assumption; business; case; matter;

ypóthesē

περιστατικό

case; incident;

peristatikó

θήκη

cap; case;

thḗkē

βαλίτσα balítsa

cash

μετρητά metrētá

χρήματα chrḗmata

εξαργυρώνω exargyrṓnō

cat

γάτα gáta

catch

πιάνω piánō

αρπάζω

catch; grab;

arpázō

cause

σκοπός

cause; intention; purpose;

skopós

προξενώ proxenṓ

αιτία

cause; reason;

aitía

Page 7: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

cause

προκαλώ

cause; challenge;

prokalṓ

celebrate

εορτάζω eortázō

celebration

εορτασμός eortasmós

εορτή eortḗ

cell

κελί kelí

κύτταρο kýttaro

certain

βέβαιος bébaios

σίγουρος

certain; confident; sure;

sígouros

certainly

ασφαλώς asphalṓs

βέβαια bébaia

βεβαίως bebaíōs

chain

καδένα kadéna

αλυσίδα alysída

chair

έδρα

bench; chair;

édra

καρέκλα karékla

challenge

προκαλώ

cause; challenge;

prokalṓ

πρόκληση próklēsē

champion

πρωταθλητής prōtathlētḗs

υπερασπιστής yperaspistḗs

chance

τύχη

chance; luck;

týchē

συγκυρία synkyría

πιθανότητα

chance; potential;

pithanótēta

ευκαιρία eukairía

change

μεταβολή metabolḗ

μετατροπή metatropḗ

παραλλαγή

change; variation;

parallagḗ

παραλλάζω

change; vary;

parallázō

αλλάζω

change; shift; switch;

allázō

channel

διοχετεύω diocheteúō

κανάλι kanáli

ρείθρο reíthro

character

πρόσωπο έργου prósōpo érgou

χαρακτήρας charaktḗras

charge

αναθέτω anathétō

έφοδος éphodos

κατηγορία

charge; league;

katēgoría

φροντίδα

attention; care; charge;

phrontída

charity

φιλανθρωπιά philanthrōpiá

ψυχικό psychikó

chart

χάρτης

chart; map;

chártēs

διάγραμμα diágramma

cheap

φτηνός phtēnós

check

σταματώ

check; pause;

stamatṓ

ανακόπτω anakóptō

αναχαιτίζω

check; contain;

anachaitízō

ελέγχω

check; test;

elénchō

καρέ karé

cheek

μάγουλο mágoulo

θρασύτητα thrasýtēta

αναίδεια anaídeia

θράσος thrásos

chemistry

χημεία chēmeía

chest

θώρακας thṓrakas

κάσα

box; chest;

kása

στήθος

breast; chest;

stḗthos

chicken

κοτόπουλο kotópoulo

child

παιδί

child; guy; kid;

paidí

childhood

παιδικά χρόνια paidiká chrónia

chip

τσιπ tsip

chocolate

σοκολάτα sokoláta

choice

εκλεκτός eklektós

επιλογή

choice; option; selection;

epilogḗ

choose

επιλέγω epilégō

choose

διαλέγω

choose; pick; select;

dialégō

church

εκκλησία ekklēsía

cigarette

τσιγάρο tsigáro

city

πόλη

city; town;

pólē

civil

ευπροσήγορος euprosḗgoros

claim

ισχυρισμός ischyrismós

διεκδίκηση diekdíkēsē

διεκδικώ diekdikṓ

ισχυρίζομαι ischyrízomai

class

υπάγω ypágō

τάξη táxē

κλάση klásē

clean

εκκαθαρίζω ekkatharízō

καθαρίζω katharízō

καθαρός

clean; clear;

katharós

clear

ελευθερώνω eleutherṓnō

εναργής enargḗs

έκδηλος ékdēlos

διαυγής diaugḗs

καθαρός

clean; clear;

katharós

clearly

καθαρά kathará

ξεκάθαρα xekáthara

clerk

υπάλληλος ypállēlos

click

κάνω κλικ kánō klik

κλικ klik

client

πελάτης

client; customer;

pelátēs

climate

κλίμα klíma

clock

ρολόι

clock; watch;

rolói

close

αποπνιχτικός apopnichtikós

κλείνω kleínō

κολλητός

buddy; close;

kollētós

κοντά

close; near; nearby;

kontá

close

πνιγηρός pnigērós

closed

κλειστός kleistós

κλειστό kleistó

clothes

ρούχα roúcha

cloud

σύννεφο sýnnepho

θολώνω tholṓnō

club

λέσχη léschē

ρόπαλο

bat; club;

rópalo

clue

κλειδί

clue; key;

kleidí

ίχνος íchnos

coach

προπονώ proponṓ

προπονητής

coach; trainer;

proponētḗs

άμαξα ámaxa

πούλμαν poúlman

coast

ακτή

beach; coast;

aktḗ

coat

παλτό paltó

code

κώδικας kṓdikas

coffee

καφές kaphés

cold

κρυολόγημα kryológēma

κρύος krýos

πούντα poúnta

collar

γιακάς giakás

κολάρο koláro

λουρί

collar; lead;

lourí

collect

συλλέγω

collect; pick;

syllégō

college

κολέγιο kolégio

combination

συνδυασμός syndyasmós

combine

συνδυάζω syndyázō

come

έρχομαι érchomai

comfort

Page 8: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

comfort

άνεση

comfort; ease;

ánesē

καθησυχάζω kathēsycházō

παρηγορώ parēgorṓ

comfortable

τρυφηλός tryphēlós

άνετος

comfortable; easy;

ánetos

βολικός

comfortable; suitable;

bolikós

command

προστάζω prostázō

προσταγή

command; order;

prostagḗ

εντολή

command; order;

entolḗ

διαταγή diatagḗ

διατάζω

command; order;

diatázō

comment

σχόλιο schólio

σχαολιάζω schaoliázō

σχολιάζω scholiázō

commercial

εμπορικός emporikós

διαφήμιση diaphḗmisē

commission

εξουσιοδότηση exousiodótēsē

επιτρο epitro

παραγγελία

commission; order;

parangelía

παραγγέλλω

commission; order;

parangéllō

commit

διαπράττω diapráttō

κάνω

commit; do; make;

kánō

δεσμεύω desmeúō

committee

επιτροπή epitropḗ

common

κοινός

common; joint; public;

koinós

συνηθισμένος

common; ordinary;

synēthisménos

communicate

επικοινωνώ epikoinōnṓ

communication

επικοινωνία epikoinōnía

community

κοινότητα koinótēta

company

θίασος thíasos

ομήγυρη omḗgyrē

παρέα

company; party;

paréa

company

εταιρία

company; firm;

etairía

compare

παραβάλλω parabállō

comparison

παραβολή parabolḗ

σύγκριση sýnkrisē

compete

διαγωνίζομαι diagōnízomai

συναγωνίζομαι synagōnízomai

competition

διαγωνισμός diagōnismós

συναγωνισμός synagōnismós

competitive

ανταγωνιστικός antagōnistikós

συναγωνιστικός synagōnistikós

αγωνιστικός agōnistikós

complain

παραπονιέμαι paraponiémai

complaint

πάθηση

complaint; condition;

páthēsē

παράπονο parápono

complete

ολόκληρος

complete; entire; whole;

olóklēros

περατώνω

complete; finish;

peratṓnō

ολοκληρώνω oloklērṓnō

completely

εντελώς

altogether; completely; quite;

entelṓs

πέρα για πέρα péra gia péra

complex

σύνθετος sýnthetos

περίπλοκος

complex; complicated;

períplokos

πολύπλοκος

complex; complicated;

polýplokos

πολυσύνθετος polysýnthetos

complicated

περίπλοκος

complex; complicated;

períplokos

πολύπλοκος

complex; complicated;

polýplokos

comprehensive

περιεκτικός periektikós

πλήρης

comprehensive; full;

plḗrēs

computer

υπολογιστής ypologistḗs

concentrate

συγκεντρώνομαι

concentrate; gather;

synkentrṓnomai

συγκεντρώνω

concentrate; focus;

synkentrṓnō

concentrate

συμπυκνώνω sympyknṓnō

concept

αντίληψη

awareness; concept; perception;

antílēpsē

ιδέα

concept; idea;

idéa

έννοια

concept; meaning; worry;

énnoia

concern

ανησυχία

anxiety; concern;

anēsychía

ενδιαφέρον

concern; interest;

endiaphéron

προβληματισμός problēmatismós

concerned

ανήσυχος

anxious; concerned;

anḗsychos

concert

συναυλία synaulía

conclusion

λήξη lḗxē

τέλος

conclusion; end; finish;

télos

ποόρισμα poórisma

συμπέρασμα sympérasma

condition

κατάσταση

condition; situation; state; statement; status;

katástasē

πάθηση

complaint; condition;

páthēsē

conference

συνέδριο synédrio

σύσκεψη sýskepsē

confidence

αυτοπεποίθηση autopepoíthēsē

εχεμύθεια echemýtheia

εμπιστοσύνη

confidence; trust;

empistosýnē

confident

σίγουρος

certain; confident; sure;

sígouros

confirm

διαβεβαιώνω

assure; confirm;

diabebaiṓnō

επιβεβαιώνω epibebaiṓnō

confusion

σύγχυση sýnchysē

κυκεώνας kykeṓnas

παραζάλη parazálē

connect

συνδέω

attach; connect; join; link;

syndéō

connection

σύνδεση sýndesē

σχέση

association; connection; relationship;

schésē

connection

ανταπόκριση antapókrisē

consequence

επίπτωση

consequence; result;

epíptōsē

σημασία

account; consequence; importance; meaning;

sēmasía

συνέπεια synépeia

consider

λαμβάνω υπόψιν lambánō ypópsin

θεωρώ theōrṓ

consideration

σκέψη

consideration; thought;

sképsē

σεβασμός

consideration; respect;

sebasmós

consistent

σταθερός

consistent; firm; stable;

statherós

συνεπής synepḗs

constant

αδιάκοπος adiákopos

συνεχής synechḗs

constantly

συνεχώς synechṓs

construction

ανέγερση anégersē

κατασκευή kataskeuḗ

consult

συμβουλεύομαι symbouleúomai

ανατρέχω anatréchō

contact

επαφή epaphḗ

contain

αναχαιτίζω

check; contain;

anachaitízō

περιέχω periéchō

περιλαμβάνω

contain; include; involve;

perilambánō

content

ευχαριστημένος

content; pleased;

eucharistēménos

ικανοποιημένο ikanopoiēméno

ικανοποιημένος

content; pleased;

ikanopoiēménos

contest

αντιπαράθεση antiparáthesē

context

πλαίσιο

context; frame;

plaísio

συμφραζόμενα symphrazómena

continue

συνεχίζομαι synechízomai

συνεχίζω synechízō

contract

κολλάω kolláō

Page 9: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

contract

συστέλλομαι systéllomai

προσβάλλομαι prosbállomai

συμβόλαιο symbólaio

contribute

συνεισφέρω syneisphérō

contribution

ρεφενές rephenés

συμβολή symbolḗ

συνεισφορά syneisphorá

control

εξουσιάζω exousiázō

έλεγχος élenchos

conversation

συνομιλία synomilía

convert

μετατρέπω metatrépō

cook

μάγειρας mágeiras

μαγειρεύω mageireúō

cookie

μπισκότο mpiskóto

cool

ψυχρός

cool; remote;

psychrós

δροσερός

cool; fresh;

droserós

τη βρίσκω tē brískō

copy

αντίτύπο

copy; issue;

antítýpo

αντίτυπο antítypo

αντίγραφο antígrapho

αντιγράφω antigráphō

corner

γωνία

angle; corner;

gōnía

δύσκολη θέση dýskolē thésē

στριμώχνω strimṓchnō

correct

διορθώνω diorthṓnō

σωστός

correct; proper; right;

sōstós

cost

δαπάνη dapánē

κοστίζω kostízō

κόστος kóstos

could

μπόρεσα mpóresa

μπορούσα

could; might;

mporoúsa

count

μετρώ metrṓ

κόμης kómēs

counter

counter

θυρίδα thyrída

country

πατρίδα patrída

χώρα chṓra

εξοχή exochḗ

county

κομητεία komēteía

courage

γενναιότητα gennaiótēta

θάρρος thárros

course

πιάτο

course; dish; plate;

piáto

πλεύση pleúsē

γήπεδο γκολφ gḗpedo nkolph

court

γήπεδο

court; pitch;

gḗpedo

διακυνδινεύω diakyndineúō

δικαστήριο dikastḗrio

ερωτοτροπώ erōtotropṓ

αυλή

court; yard;

aulḗ

cousin

εξαδέλφη exadélphē

ξάδελφος xádelphos

cover

καλύπτω kalýptō

σκαεπάζω skaepázō

cow

αγελάδα ageláda

crack

ραγίζω ragízō

ράγισμα rágisma

ρωγμή rōgmḗ

σπάζω

break; crack;

spázō

craft

σκάφος skáphos

crash

σύγκρουση

crash; impact;

sýnkrousē

προσκρούω proskroúō

πέφτω

crash; fall;

péphtō

κραχ krach

πάταγος pátagos

crazy

τρελός

crazy; mad;

trelós

τρελούτσικος treloútsikos

cream

κρέμα kréma

create

create

δημιουργώ dēmiourgṓ

creative

δημιουργικός dēmiourgikós

credit

πίστωση pístōsē

critical

καίριος kaírios

criticism

επίκριση epíkrisē

κριτική

criticism; review;

kritikḗ

criticize

επικρίνω epikrínō

cross

διασχίζω diaschízō

πάω κόντρα páō kóntra

σταυρός staurós

γέμισμα gémisma

cry

κλαίω klaíō

κραυγή kraugḗ

φωνάζω phōnázō

cultural

πολιτιστικός politistikós

culture

πολιτισμός politismós

cup

φλιτζάνι phlitzáni

curious

περίεργος

curious; funny; strange;

períergos

currency

νόμισμα nómisma

συνάλλαγμα

currency; exchange;

synállagma

κθκλοφορία kthklophoría

current

ρεύμα reúma

τωρινός tōrinós

currently

τωρινά tōriná

τώρα

currently; now;

tṓra

σήμερα

currently; today;

sḗmera

curve

καμπυλώνω kampylṓnō

κυρτώνω kyrtṓnō

καμπύλη kampýlē

customer

μουστερής mousterḗs

πελάτης

client; customer;

pelátēs

cut

cut

κοπή kopḗ

κόψιμο kópsimo

κόβω kóbō

cute

τετραπέρατος tetrapératos

πανέξυπνος panéxypnos

cycle

κύκλος kýklos

ποδηλατώ

cycle; ride;

podēlatṓ

Ddad

μπαμπάς mpampás

daily

καθημερινός kathēmerinós

damage

βλάπτω

damage; harm; hurt;

bláptō

κάνω ζημιά kánō zēmiá

ζημιές zēmiés

βλάβη

damage; harm; injury;

blábē

ζημιά zēmiá

dance

χορεύω choreúō

dangerous

επικίνδυνος epikíndynos

ριψοκίνδυνος ripsokíndynos

dark

μουχρός mouchrós

σκούρος skoúros

σκοτάδι skotádi

μελαχρινός melachrinós

σκοτεινός skoteinós

data

δεδομένα dedoména

στοιχεία

data; evidence;

stoicheía

database

βάση δεδομένων básē dedoménōn

date

χουρμάς chourmás

ημερομηνία ēmeromēnía

daughter

κόρη kórē

day

μέρα méra

dead

νεκρός nekrós

πεθαμένος pethaménos

deal

αγορά

deal; market; purchase;

agorá

Page 10: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

deal

μοιράζω

deal; distribute; share; split;

moirázō

dealer

έμπορος émporos

dear

αγαπητός agapētós

ακριβός

dear; expensive;

akribós

death

θάνατος thánatos

debate

συζήτηση

debate; discussion;

syzḗtēsē

debt

χρέος chréos

decent

ευπρεπής

decent; proper;

euprepḗs

εύσχημος eúschēmos

καθωσπρεπής kathōsprepḗs

πρέπων

decent; due; proper;

prépōn

decide

αποφασίζω

decide; determine; resolve; rule;

apophasízō

decision

απόφαση apóphasē

deep

βαθύς bathýs

deeply

βαθιά bathiá

definitely

οριστικά oristiká

definition

ορισμός

appointment; assignment; definition;

orismós

degree

βαθμός

degree; extent; mark;

bathmós

πτυχίο ptychío

delay

παρέκλυση paréklysē

καθυστέρηση kathystérēsē

deliberately

σκόπιμα skópima

επίτηδες epítēdes

εσκεμμένα eskemména

deliver

εκφωνώ ekphōnṓ

παραδίδω paradídō

delivery

παραλαβή paralabḗ

παράδοση

delivery; tradition;

parádosē

demand

demand

ζητώ

demand; request;

zētṓ

ζήτηση zḗtēsē

απαίτηση apaítēsē

απαιτώ

demand; exact; require;

apaitṓ

departure

αναχώρηση anachṓrēsē

απόκλιση apóklisē

depend

εξαρτώμαι exartṓmai

deposit

επαναθέτω epanathétō

επανοθέτω epanothétō

ίζημα ízēma

προκαταβολή prokatabolḗ

προσχώνω proschṓnō

depression

κατάθλιψη katáthlipsē

ύφεση ýphesē

depth

βάθος báthos

describe

περιγράφω perigráphō

description

περιγραφή perigraphḗ

deserve

αξίζω axízō

design

σχεδιασμός schediasmós

designer

σχεδιαστής schediastḗs

desire

επιθυμία epithymía

καημός kaēmós

desk

θρανίο thranío

desperate

απελπισμένος apelpisménos

απεγνωσμένος apegnōsménos

despite

παρόλο parólo

destroy

καταστρέφω katastréphō

detail

απαριθμώ aparithmṓ

λεπτομέρεια leptoméreia

detailed

διεξοδικός diexodikós

λεπτομερής

detailed; minute;

leptomerḗs

determine

καθορίζω

determine; quote; specify;

kathorízō

determine

προσδιορίζω prosdiorízō

υπολογίζω

calculate; determine; estimate;

ypologízō

αποφασίζω

decide; determine; resolve; rule;

apophasízō

develop

αναπτύσσομαι anaptýssomai

αναπτύσσω anaptýssō

development

ανάπτυξη

development; growth;

anáptyxē

εξέλιξη exélixē

device

συσκευή syskeuḗ

τέχνασμα téchnasma

μηχάνημα

device; machine;

mēchánēma

devil

ο εξαποδώ o exapodṓ

διάβολος diábolos

diamond

διαμάντι diamánti

die

αποθνήσκω apothnḗskō

πεθάνω pethánō

τεζάρω

die; stretch;

tezárō

diet

διατροφή diatrophḗ

διαιτολόγιο diaitológio

differ

διαφέρω diaphérō

difference

διαφορά diaphorá

different

διαφορετικός diaphoretikós

difficult

δύσκολος

difficult; hard; tough;

dýskolos

difficulty

δυσκολία dyskolía

δυσχέρεια dyschéreia

dig

νύξη nýxē

σαρκασμός sarkasmós

κέντρισμα kéntrisma

σκάβω skábō

dimension

διάσταση diástasē

dinner

βραδινό bradinó

το βραδινό to bradinó

direct

direct

καθοδηγώ

direct; guide;

kathodēgṓ

σκηνοθετώ

direct; stage;

skēnothetṓ

direction

κατεύθυνση kateúthynsē

director

σκηνοθέτης skēnothétēs

διευθηντής dieuthēntḗs

dirty

βρώμικος brṓmikos

λερωμένος lerōménos

disagree

διαφωνώ

argue; disagree;

diaphōnṓ

disappointed

απογοητευμένος apogoēteuménos

disaster

όλεθρος ólethros

συμφορά symphorá

καταστροφή katastrophḗ

discipline

πειθαρχώ peitharchṓ

πειθαρχία peitharchía

discount

έκπτωση ékptōsē

μείωση meíōsē

σκόντο skónto

discover

ανακαλύπτω anakalýptō

discuss

συζητώ syzētṓ

discussion

συζήτηση

debate; discussion;

syzḗtēsē

disease

αρρώστια arrṓstia

ασθένεια asthéneia

νόσος nósos

dish

πιάτο

course; dish; plate;

piáto

disk

δίσκος

disk; record;

dískos

display

εκδήλωση ekdḗlōsē

παρουσιάζω

display; present;

parousiázō

εκθέτω

display; expose;

ekthétō

δείχνω

display; indicate; point; show;

deíchnō

οθόνη

display; monitor;

othónē

Page 11: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

distance

απόσταση apóstasē

distribute

απονέμω

award; distribute;

aponémō

διανέμω dianémō

μοιράζω

deal; distribute; share; split;

moirázō

distribution

διανομή dianomḗ

κατανομή katanomḗ

district

μαχαλάς

district; quarter;

machalás

περιοχή

area; district;

periochḗ

περιφέρεια periphéreia

divide

διαιρώ diairṓ

διχάζω dicházō

χωρίζω

divide; part; separate;

chōrízō

do

κάνω

commit; do; make;

kánō

doctor

ιατρός iatrós

document

έγγραφο éngrapho

dog

σκύλος skýlos

door

πόρτα pórta

dot

βάζω σημείο bázō sēmeío

κουκίδα koukída

double

σωσίας sōsías

δίττος díttos

διπλός diplós

διπλασιάζω diplasiázō

doubt

αμφιβολία amphibolía

αμφισβητώ amphisbētṓ

αμφιβάλλω amphibállō

down

ίουλος íoulos

κάτω kátō

πούπουλο poúpoulo

draft

ρεύμα αέρος reúma aéros

drag

σέρνω

drag; draw;

sérnō

drama

drama

δράμα dráma

dramatic

δραματικός dramatikós

draw

ισοπαλία isopalía

σέρνω

drag; draw;

sérnō

έλκω

attract; draw;

élkō

επισύρω

attract; draw;

episýrō

τραβώ

appeal; attract; draw; pull;

trabṓ

ζωγραφίζω zōgraphízō

drawer

συρτάρι syrtári

drawing

ζωγραφιά

drawing; painting;

zōgraphiá

dream

ονειρεύομαι oneireúomai

όνειρο óneiro

dress

ντύνομαι ntýnomai

ντύνω ntýnō

φόρεμα phórema

drink

πίνω pínō

ποτό potó

το κοπανάω to kopanáō

drive

οδηγώ odēgṓ

driver

οδηγός

driver; guide;

odēgós

drop

ρίχνω

drop; dump; pour; throw;

ríchnō

ρανίδα ranída

μου πέφτει mou péphtei

μειώνομαι meiṓnomai

σταγόνα stagóna

drunk

μεθυσμένος methysménos

φέσι phési

dry

ξηρός xērós

στεγνός stegnós

due

απαιτούμενος apaitoúmenos

πρέπων

decent; due; proper;

prépōn

dump

πετώ

dump; fly; throw;

petṓ

dump

ρίχνω

drop; dump; pour; throw;

ríchnō

ξεφορτώνομαι xephortṓnomai

dust

σκόνη skónē

duty

δασμοί dasmoí

καθήκον

duty; task;

kathḗkon

Eeach

ο καθένας o kathénas

κάθε

each; every;

káthe

ear

αυτί autí

early

νωρίς nōrís

πρώιμος prṓimos

earn

κερδίζω

earn; gain; win;

kerdízō

earth

γη

earth; ground;

χώμα chṓma

ease

άνεση

comfort; ease;

ánesē

καταπραΰνω katapraǘnō

easily

εύκολα eúkola

east

ανατολή anatolḗ

eastern

ανατολικός anatolikós

easy

άνετος

comfortable; easy;

ánetos

εύκολος eúkolos

eat

τρώω trṓō

economics

οικονομική oikonomikḗ

οικονομολογία oikonomología

edge

περιστόμιο peristómio

χείλος cheílos

κοχή kochḗ

άκρη ákrē

editor

συντάκτης syntáktēs

education

education

μόρφωση mórphōsē

educational

εκπαιδευτικός ekpaideutikós

effect

αποτέλεσμα

effect; result;

apotélesma

επίδραση

effect; impact;

epídrasē

effective

αποτελεσματικός

effective; efficient;

apotelesmatikós

effectively

αποτελεσματικά apotelesmatiká

efficient

αποτελεσματικός

effective; efficient;

apotelesmatikós

αποδοτικός apodotikós

effort

προσπάθεια

attempt; bid; effort;

prospátheia

egg

αυγό augó

either

ούτε

either; nor;

oúte

είτε

either; whether;

eíte

ή

either; or;

election

εκλογές eklogés

αναγόρευση anagóreusē

electrical

ηλεκτρικός ēlektrikós

electronic

ηλεκτρονικός ēlektronikós

elevator

ασανσέρ

elevator; lift;

asansér

else

αλλιώς

else; otherwise;

alliṓs

άλλος

another; else; other;

állos

elsewhere

αλλού alloú

emergency

έκτακτη ανάγκη éktaktē anánkē

emotion

συναίσθημα synaísthēma

emphasis

έμφαση émphasē

employ

εργοδοτώ ergodotṓ

χρησιμοποιώ

employ; use;

chrēsimopoiṓ

Page 12: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

employer

εργοδότης ergodótēs

employment

εργασία

employment; work;

ergasía

empty

άδειος ádeios

enable

επιτρέπω

allow; enable; permit;

epitrépō

καθιστώ ικανό kathistṓ ikanó

encourage

ενθαρρύνω entharrýnō

encouraging

ενθάρρυνση enthárrynsē

ενθαρρυντικός entharryntikós

end

τελειώνω

end; finish;

teleiṓnō

τέλος

conclusion; end; finish;

télos

engine

μηχανή

engine; motor;

mēchanḗ

engineer

μηχανεύομαι mēchaneúomai

μηχανικός mēchanikós

enhance

βελτιώνω beltiṓnō

enjoy

απολαμβάνω apolambánō

διασκεδάζω diaskedázō

καρπώνομαι

benefit; enjoy;

karpṓnomai

χαίρω chaírō

enough

νισάφι nisáphi

ensure

βεβαιώνομαι bebaiṓnomai

εξασφαλίζω exasphalízō

enter

μπαίνω mpaínō

εισέρχομαι eisérchomai

entertainment

ψυγαγωγία psygagōgía

ψυχαγωγία psychagōgía

enthusiasm

ενθουσιασμός enthousiasmós

entire

ολόκληρος

complete; entire; whole;

olóklēros

entrance

είσοδος

entrance; entry;

eísodos

entry

λήμμα lḗmma

entry

είσοδος

entrance; entry;

eísodos

καταχώρηση katachṓrēsē

environment

περιβάλλον

environment; setting;

peribállon

equal

ίσιος

equal; straight;

ísios

ίσος

equal; even;

ísos

equally

εξ ίσου ex ísou

εξίσου exísou

equipment

εξοπλισμός exoplismós

equivalent

ισότιμος isótimos

αντίστοιχος antístoichos

error

λάθος

error; false; fault; mistake; wrong;

láthos

escape

δραπετεύω drapeteúō

ξεφεύγω xepheúgō

especially

ειδικά eidiká

ιδιώς idiṓs

essay

δοκίμια dokímia

δοκίμιο dokímio

έκθεση ékthesē

essentially

ουσιαστικά

essentially; virtually;

ousiastiká

establish

διαπιστώνω diapistṓnō

επιβάλλω epibállō

ιδρύω idrýō

καθιερώνω kathierṓnō

establishment

εμπέδωση empédōsē

ίδρυση

establishment; foundation;

ídrysē

ίδρυμα

establishment; foundation;

ídryma

estate

περιουσία

estate; property;

periousía

estimate

υπολογίζω

calculate; determine; estimate;

ypologízō

even

ακόμα

even; still; yet;

akóma

even

ακόμα και akóma kai

ίσος

equal; even;

ísos

evening

βράδι brádi

βράδυ brády

event

γεγονός

event; fact;

gegonós

άθλημα áthlēma

eventually

τελικά

eventually; finally; ultimately;

teliká

ever

ποτέ

ever; never;

poté

every

κάθε

each; every;

káthe

everybody

όλοι

all; everybody; everyone;

óloi

everyone

όλοι

all; everybody; everyone;

óloi

everything

όλα

all; everything;

óla

τα πάντα ta pánta

everywhere

πανταχού pantachoú

παντού pantoú

evidence

αποδείξεις apodeíxeis

απόδειξη

evidence; proof;

apódeixē

μαρτυρία martyría

στοιχεία

data; evidence;

stoicheía

exact

ακριβής

accurate; exact; neat;

akribḗs

απαιτώ

demand; exact; require;

apaitṓ

exactly

ακριβώς akribṓs

exam

εξέταση

exam; examination;

exétasē

examination

διεργασία diergasía

εξέταση

exam; examination;

exétasē

examine

εξετάζω

examine; screen;

exetázō

example

παράδειγμα

example; instance;

parádeigma

υπόδειγμα ypódeigma

excellent

άριστος áristos

εξαίσιος exaísios

except

εκτός από ektós apó

exchange

ανταλλάσσω antallássō

διαφωνία

argument; exchange;

diaphōnía

λογομαχία

argument; exchange;

logomachía

συνάλλαγμα

currency; exchange;

synállagma

excitement

διέγερση diégersē

exciting

συναρπαστικός synarpastikós

excuse

συγχωρώ synchōrṓ

αφορμή aphormḗ

δικαιολογία dikaiología

exercise

άσκηση

exercise; practice;

áskēsē

exist

υπάρχω ypárchō

existing

υπαρκτός yparktós

exit

έξοδος éxodos

expand

διευρύνω dieurýnō

επεκτείνω

expand; extend;

epekteínō

διαστέλλω diastéllō

φουσκώνω phouskṓnō

expect

αναμένω anaménō

περιμένω

expect; wait;

periménō

προσδοκώ prosdokṓ

expensive

ακριβός

dear; expensive;

akribós

experience

εμπειρία empeiría

expert

ειδικός

expert; particular;

eidikós

εμπειρογνώμονας empeirognṓmonas

εμπειρογνώμων empeirognṓmōn

explanation

Page 13: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

explanation

εξήγηση exḗgēsē

explore

εξερευνώ exereunṓ

expose

εκθέτω

display; expose;

ekthétō

ξεσκεπάζω xeskepázō

express

εκφράζω

express; voice;

ekphrázō

εκφέρω γνώμη ekphérō gnṓmē

διατυπώνω

express; phrase;

diatypṓnō

expression

έκφραση ékphrasē

extend

εκτείνομαι

extend; stretch;

ekteínomai

εκτείνω ekteínō

επεκτείνω

expand; extend;

epekteínō

extension

προέκταση proéktasē

έκταση

extension; extent;

éktasē

επέκταση

extension; spread;

epéktasē

extent

βαθμός

degree; extent; mark;

bathmós

έκταση

extension; extent;

éktasē

extreme

ακραίος akraíos

extremely

εξαιρετικά exairetiká

πάρα πολύ pára polý

eye

μάτι

eye; ring;

máti

οφθαλμός ophthalmós

Fface

αντιμετωπίζω

face; tackle;

antimetōpízō

πρόσωπο

face; figure; person;

prósōpo

κύρος

face; power;

kýros

αντικρίζω antikrízō

μούτρο moútro

fact

γεγονός

event; fact;

gegonós

factor

factor

παράγοντας parágontas

συντελεστής syntelestḗs

fail

αποτυγχάνω apotynchánō

failure

αποτυχία apotychía

fair

δίκαιος

fair; just;

díkaios

ξανθός

fair; light;

xanthós

πανηγύρι panēgýri

fairly

αρκετά

fairly; quite; rather;

arketá

δίκαια díkaia

fall

εκπίπτω ekpíptō

πέφτω

crash; fall;

péphtō

πτώση ptṓsē

false

αναληθής analēthḗs

ψεύτικός pseútikós

ψεύτικος pseútikos

λάθος

error; false; fault; mistake; wrong;

láthos

ψευδής pseudḗs

familiar

γνωστός

familiar; famous;

gnōstós

εξοικειωμένος exoikeiōménos

family

οικογένεια oikogéneia

οικογένια oikogénia

famous

γνωστός

familiar; famous;

gnōstós

διάσημος diásēmos

ξακουστός xakoustós

fan

ανεμιστήρας anemistḗras

βεντάλια bentália

κάνω αέρα kánō aéra

οπαδός opadós

far

μακριά

away; far; off;

makriá

farm

αγρόκτημα agróktēma

farmer

αγρότης agrótēs

fast

γρήγορος

fast; prompt; quick;

grḗgoros

fast

γρήγορα grḗgora

fat

λίπος lípos

χόνδρος chóndros

χοντρός

fat; gross;

chontrós

father

πατέρας patéras

fault

ατέλεια atéleia

φτιάξιμο phtiáximo

σφάλμα sphálma

ρήγμα rḗgma

ελάττωμα eláttōma

λάθος

error; false; fault; mistake; wrong;

láthos

fear

φοβάμαι phobámai

φόβος phóbos

feature

χαρακτηριστικό charaktēristikó

σουσούμι sousoúmi

αφιέρωμα aphiérōma

federal

ομοσπονδιακός omospondiakós

fee

αμοιβή

fee; reward;

amoibḗ

δίδακτρα dídaktra

τιμάριο timário

feed

τροφοδοτώ

feed; fuel;

trophodotṓ

σιτίζω sitízō

ταΐζω taḯzō

feedback

ανάδραση anádrasē

ανατροφοδότηση anatrophodótēsē

feel

αισθάνομαι

feel; sense;

aisthánomai

νιώθω niṓthō

υφή yphḗ

feeling

αίσθημα

feeling; sense;

aísthēma

female

θηλυκός thēlykós

few

λίγα líga

λιγοστός ligostós

λίγοι

few; some;

lígoi

λίγες líges

field

πεδίο pedío

τομέας toméas

χωράφι chōráphi

fight

καταπολεμώ katapolemṓ

μάχη

battle; fight;

máchē

μάχομαι máchomai

πολεμώ με polemṓ me

συμπλέκομαι symplékomai

figure

αριθμός

figure; number;

arithmós

πρόσωπο

face; figure; person;

prósōpo

σιλουέτα silouéta

file

πίφερο píphero

υποβάλλω

file; submit;

ypobállō

λίμα líma

λιμάρω limárō

fill

γεμίζω

fill; load;

gemízō

film

γυρίζω ταινία gyrízō tainía

έργο

film; play;

érgo

ταινία

band; film; movie;

tainía

φιλμ philm

final

τελικός telikós

finally

τελικά

eventually; finally; ultimately;

teliká

finance

χρηματοδοτώ chrēmatodotṓ

financial

οικονομικός oikonomikós

find

ανεύρεση aneúresē

βρίσκω brískō

εύρημα

find; finding;

eúrēma

finding

εύρημα

find; finding;

eúrēma

fine

αίθριος aíthrios

ωραίος

fine; nice;

ōraíos

ψιλή psilḗ

πρόστιμο

fine; penalty;

próstimo

Page 14: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

fine

φίνος phínos

finger

δάκτυλο dáktylo

finish

περατώνω

complete; finish;

peratṓnō

τελειώνω

end; finish;

teleiṓnō

τέλος

conclusion; end; finish;

télos

τερματισμός termatismós

fire

απολύω apolýō

φωτιά phōtiá

πυρκαγιά pyrkagiá

πυροβολώ

fire; shoot; shot;

pyrobolṓ

firm

εδραίος edraíos

εταιρία

company; firm;

etairía

σταθερός

consistent; firm; stable;

statherós

first

πρώτος

first; primary;

prṓtos

fish

ψάρι psári

fishing

ψάρεμα psárema

αλιευτικός alieutikós

αλιεία alieía

fit

αρμόζων

fit; proper;

armózōn

εξοπλίζω exoplízō

μου κάνει mou kánei

fix

φτιάχνω

fix; make;

phtiáchnō

flat

επίπεδος epípedos

διαμέρισμα

apartment; flat;

diamérisma

flight

πτήση ptḗsē

φυγή phygḗ

floor

όροφος órophos

πάτωμα pátōma

flow

ρέω réō

ροή roḗ

flower

λουλούδι louloúdi

fly

μύγα mýga

πετώ

dump; fly; throw;

petṓ

focus

εστία estía

εστιάζω estiázō

συγκεντρώνω

concentrate; focus;

synkentrṓnō

fold

διπλώνω diplṓnō

πτυχή ptychḗ

follow

ακολουθώ akolouthṓ

following

ακολουθία akolouthía

οπαδοί opadoí

παρακολούθηση parakoloúthēsē

food

τροφή trophḗ

φαγητό phagētó

φαϊ phaï

foot

πόδι

foot; leg;

pódi

πρόποδες própodes

football

ποδόσφαιρο podósphairo

for

για

about; for;

gia

εφόσον

for; since;

ephóson

force

βία bía

δύναμη

force; might; power;

dýnamē

εξαναγκάζω

force; make;

exanankázō

foreign

εξωτερικός exōterikós

ξένος xénos

forget

ξεχνώ xechnṓ

form

δελτίο deltío

μορφή morphḗ

formal

επίσημος

formal; official;

epísēmos

former

πρώην prṓēn

fortune

ευτυχία eutychía

forward

μπροστινός mprostinós

forward

εμπρός

forward; hello;

emprós

μπρος mpros

foundation

ίδρυση

establishment; foundation;

ídrysē

ίδρυμα

establishment; foundation;

ídryma

θεμέλιο themélio

βάθρο

base; foundation;

báthro

frame

κορμί kormí

πλαίσιο

context; frame;

plaísio

πλαισιώνω

frame; surround;

plaisiṓnō

σκελετό skeletó

σκελετός skeletós

σώμα

body; frame;

sṓma

free

αυτεξούσιος

free; independent;

autexoúsios

δωρεάν dōreán

ελέυθερος eléytheros

τσάμπα tsámpa

freedom

ελευθερία eleuthería

frequent

συχνός sychnós

συχνάζω sychnázō

frequently

συχνά

frequently; often;

sychná

fresh

δροσερός

cool; fresh;

droserós

ζωντανός

alive; fresh; live; living;

zōntanós

νωπός nōpós

φρέσκος phréskos

friend

φίλος phílos

φίλη phílē

φίλοι phíloi

friendly

φιλικός philikós

friendship

φιλία philía

from

από

by; from; of; since; than;

apó

front

μέτωπο métōpo

μροστινός mrostinós

front

πρόσοψη prósopsē

πρώτη γραμμή prṓtē grammḗ

fruit

καρπός karpós

φρούτο phroúto

fuel

καύσιμο kaúsimo

τροφοδοτώ

feed; fuel;

trophodotṓ

καύσιμα kaúsima

full

πλήρης

comprehensive; full;

plḗrēs

γεμάτος gemátos

μεστός mestós

ολικός

full; total;

olikós

fully

πλήρως plḗrōs

fun

κέφι

fun; mood;

képhi

πλάκα

fun; plate;

pláka

διασκέδαση diaskédasē

function

δεξίωση dexíōsē

λειτουργία

function; operation;

leitourgía

λειτουργώ

function; operate;

leitourgṓ

funeral

κηδεία kēdeía

funny

περίεργος

curious; funny; strange;

períergos

αστείος asteíos

κωμικός kōmikós

future

μελλοντικός mellontikós

Ggain

απολαβή

gain; income; profit;

apolabḗ

κερδίζω

earn; gain; win;

kerdízō

game

παιχνίδι paichnídi

gap

κενό

blank; gap;

kenó

χάσμα chásma

garage

γκαράζ nkaráz

Page 15: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

garbage

σκουπίδια

garbage; refuse;

skoupídia

garden

κήπος kḗpos

gas

αέριο aério

βενζίνη benzínē

gate

θύρα thýra

πύλη pýlē

αυλόπορτα aulóporta

gather

μαζεύω

gather; pick;

mazeúō

περισυλλέγω perisyllégō

συγκεντρώνομαι

concentrate; gather;

synkentrṓnomai

μαζεύομαι mazeúomai

gear

προσαρμόζω

adapt; adjust; gear;

prosarmózō

ταχύτητα

gear; speed;

tachýtēta

εργαλεία ergaleía

γρανάζια granázia

gene

γονίδιο gonídio

general

γενικός

general; overall;

genikós

στρατηγός stratēgós

generally

γενικά geniká

generate

παράγω

generate; produce;

parágō

γεννοβολώ gennobolṓ

γεννώ

bear; generate;

gennṓ

gently

με το μαλακό me to malakó

μαλακά malaká

get

αποκτώ

acquire; get; obtain;

apoktṓ

παίρνω

get; take;

paírnō

gift

χάρισμα chárisma

δωρεά dōreá

δώρο

gift; present;

dṓro

πεσκέσι peskési

girl

κορίτσι korítsi

give

παραδίνω

give; hand;

paradínō

δίνω

give; hand;

dínō

glad

χαρούμενος charoúmenos

glass

γυαλί gyalí

ποτήρι potḗri

τζάμι tzámi

glove

γάντι gánti

go

πηγαίνω pēgaínō

goal

γκολ nkol

god

θεός theós

gold

μάλαμα málama

χρυσός chrysós

golf

γκολφ nkolph

good

αγαθός agathós

καλός

good; kind;

kalós

government

κυβέρνηση

administration; government;

kybérnēsē

grab

αρπάζω

catch; grab;

arpázō

grade

βαθμολογώ bathmologṓ

grand

λαμπρός lamprós

μεγάλος

big; grand; great; large; long;

megálos

σπουδαίος

grand; important;

spoudaíos

grandfather

παππούς pappoús

grandmother

βάβα bába

γιαγιά giagiá

βαβά babá

grass

γρασίδι grasídi

καταδότης katadótēs

πόα póa

χλοή chloḗ

χορτάρι chortári

χόρτο chórto

great

απίθανος

great; unlikely;

apíthanos

μεγάλος

big; grand; great; large; long;

megálos

greatly

πολύ

greatly; much; very;

polý

green

πράσινος prásinos

grocery

μπακάλικο mpakáliko

gross

αισχρός aischrós

ακαθάριστος akatháristos

πρόστυχος próstychos

χοντρός

fat; gross;

chontrós

ground

γη

earth; ground;

προσαράσσω prosarássō

έδαφος

ground; land;

édaphos

group

ομάδα

group; team;

omáda

όμιλος ómilos

συγκρότημα synkrótēma

σύμπλεγμα sýmplegma

grow

μεγαλώνω megalṓnō

αυξάνομαι

grow; rise;

auxánomai

μεγαλωνω megalōnō

growth

ανάπτυξη

development; growth;

anáptyxē

όγκος

growth; volume;

ónkos

guarantee

αντίκρισμα

guarantee; security;

antíkrisma

εγγύηση engýēsē

εγγυώμαι engyṓmai

εχέγγυο echéngyo

guard

καραούλι karaoúli

φυλάω phyláō

φύλακας phýlakas

φρουρώ phrourṓ

φρουρά

guard; watch;

phrourá

φρουρός phrourós

guess

εικασία eikasía

μαντεύω manteúō

guest

καλεσμένος kalesménos

φιλοξενούμενος philoxenoúmenos

guidance

καθοδήγηση kathodḗgēsē

χειραγωγία cheiragōgía

guide

καθοδηγώ

direct; guide;

kathodēgṓ

ξεναγός xenagós

ξεναγώ xenagṓ

οδηγός

driver; guide;

odēgós

guilty

ένοχος énochos

guitar

κιθάρα kithára

guy

τύπος

guy; sort; version;

týpos

παιδί

child; guy; kid;

paidí

Hhabit

έξη éxē

συνήθεια synḗtheia

hair

μαλλιά malliá

τρίχα trícha

half

ημίχρονος ēmíchronos

μισός misós

ήμισυ ḗmisy

hall

χωλ chōl

αίθουσα aíthousa

hand

δείκτης deíktēs

δίνω

give; hand;

dínō

παραδίνω

give; hand;

paradínō

χέρι

arm; hand;

chéri

handle

μεταχειρίζομαι

handle; treat;

metacheirízomai

χερούλι cheroúli

χειρίζομαι cheirízomai

hang

απαγχονίζω apanchonízō

κρεμώ kremṓ

happen

διαδραματίζω diadramatízō

Page 16: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

happen

συμβαίνω

happen; occur;

symbaínō

happy

ευτυχισμένος eutychisménos

hard

βαρέως baréōs

δύσκολος

difficult; hard; tough;

dýskolos

σκληρός

hard; rough; tough;

sklērós

harm

βλάβη

damage; harm; injury;

blábē

βλάπτω

damage; harm; hurt;

bláptō

has

έχει échei

hat

καπέλλο kapéllo

καπέλο kapélo

πίλος pílos

hate

μίσος mísos

μισώ misṓ

have

έχω

have; possess;

échō

έχ éch

έχε éche

έχεις écheis

έχετ échet

έχετε échete

έχουμε échoume

he

αυτός

he; this;

autós

head

κεφάλι kepháli

ηγούμαι

head; lead;

ēgoúmai

health

υγεία ygeía

healthy

υγιής ygiḗs

hear

ακούω

hear; listen;

akoúō

hearing

ακοή akoḗ

heart

καρδιά kardiá

heat

θερμαίνω thermaínō

ζεσταίνω zestaínō

ζέστη zéstē

heavy

βαρύς barýs

height

ύψος ýpsos

hell

κόλαση kólasē

hello

εμπρός

forward; hello;

emprós

γεία σας geía sas

γεία σου

hello; hi;

geía sou

help

επικουρία epikouría

βοηθός

assistant; help;

boēthós

βοήθημα boḗthēma

αρωγή

help; relief;

arōgḗ

βοήθεια

help; support;

boḗtheia

helpful

εξυπηρετικός exypēretikós

her

της tēs

αυτήν autḗn

αυτή

her; she; this;

autḗ

here

εδώ edṓ

herself

αυτή η ίδια autḗ ē ídia

η εαυτή της ē eautḗ tēs

hi

γεία geía

γεία σου

hello; hi;

geía sou

hide

κρύβω krýbō

κρύβομαι krýbomai

high

ψηλός

high; tall;

psēlós

highlight

στιγμιότυπο stigmiótypo

τονίζω

highlight; stress;

tonízō

κλου klou

highly

ψηλά psēlá

highway

εθνική οδός ethnikḗ odós

him

τον ton

αυτόν autón

himself

himself

ο εαυτός του o eautós tou

αυτός ο ίδιος autós o ídios

hire

νοικιάζω noikiázō

his

δικός του dikós tou

του tou

historical

ιστορικός istorikós

hit

σουξέ souxé

χτυπώ

beat; hit; hurt; strike;

chtypṓ

βαρώ barṓ

hold

κρατώ

hold; keep; retain;

kratṓ

συγκρατώ synkratṓ

αμπάρι ampári

hole

τρύπα trýpa

holiday

διακοπές

holiday; vacation;

diakopés

σκόλη skólē

home

σπίτι

home; house; property;

spíti

homework

εργασία σπιτιού ergasía spitioú

honest

τίμιος tímios

έντιμος éntimos

honestly

στο λόγο μου sto lógo mou

honey

μέλι méli

hook

γάντζος gántzos

τσιγγέλι tsingéli

αγκύλη ankýlē

αγκιστρώνω ankistrṓnō

άγκιστρο ánkistro

hope

ελπίζω elpízō

ευελπιστώ euelpistṓ

ελπίδα elpída

hopefully

ελπιδοφόρα elpidophóra

horror

φρίκη phríkē

horse

άλογο álogo

hospital

hospital

νοσοκομείο nosokomeío

host

φιλοξενώ philoxenṓ

οικοδεσπότης oikodespótēs

hot

καυτός kautós

hotel

ξενοδοχείο xenodocheío

hour

ώρα

hour; session; time;

ṓra

house

στεγάζω stegázō

οίκος oíkos

σπίτι

home; house; property;

spíti

housing

στέγαση stégasē

στεγαστικός stegastikós

how

πως pōs

πώς pṓs

however

όμως

but; however;

ómōs

όσο κιαν óso kian

huge

πελώριος pelṓrios

τεράστιος

huge; massive; vast;

terástios

human

ανθρώπινος anthrṓpinos

άνθρωπος

human; man; people; person;

ánthrōpos

hungry

πεινασμένος peinasménos

πεινολέος peinoléos

hunt

κυνηγώ kynēgṓ

hurry

βιάζομαι

hurry; rush;

biázomai

βιασύνη

hurry; rush;

biasýnē

σπεύδω speúdō

hurt

βλάπτω

damage; harm; hurt;

bláptō

χτυπώ

beat; hit; hurt; strike;

chtypṓ

τραυματίζω traumatízō

πληγώνω plēgṓnō

πονώ ponṓ

husband

ο σύζυγος o sýzygos

Page 17: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

husband

σύζυγος

husband; wife;

sýzygos

Ii

εγώ egṓ

ice

πάγος págos

idea

ιδέα

concept; idea;

idéa

ideal

ιδανικός idanikós

identify

αναγνωρίζω

appreciate; identify;

anagnōrízō

ταυτίζω tautízō

if

αν

if; whether;

an

εάν eán

ignore

αγνοώ agnoṓ

παραβλέπω parablépō

ill

άρρωστος

ill; sick;

árrōstos

illegal

παράνομος paránomos

illustrate

εικονογραφώ eikonographṓ

επεξηγώ epexēgṓ

διευκρινίζω dieukrinízō

image

είδωλο eídōlo

εικόνα

image; picture;

eikóna

imagination

φαντασία phantasía

imagine

φαντάζομαι phantázomai

immediately

πάραυτα párauta

αμέσως amésōs

επί τόπου epí tópou

impact

επίδραση

effect; impact;

epídrasē

κρούση

impact; shock;

kroúsē

ορμή

impact; rush;

ormḗ

σύγκρουση

crash; impact;

sýnkrousē

implement

implement

όργανο órgano

υλοποιώ ylopoiṓ

εργαλείο

implement; tool;

ergaleío

imply

υπονοώ yponoṓ

importance

σημασία

account; consequence; importance; meaning;

sēmasía

important

σημαντικός

important; major; significant;

sēmantikós

σπουδαίος

grand; important;

spoudaíos

impossible

αδύνατον adýnaton

impress

εντυπωσιάζω entypōsiázō

impression

εντύπωση entýpōsē

impressive

εντυπωσιακός entypōsiakós

εμπιβλητικός empiblētikós

improve

βελιτώνω belitṓnō

βελτιώνομαι beltiṓnomai

improvement

βελτίωση beltíōsē

in

μέσα σε

in; into;

mésa se

σε

at; in; on; to; upon;

se

incident

επεισόδιο epeisódio

περιστατικό

case; incident;

peristatikó

include

συμπεριλαμβάνω symperilambánō

περιλαμβάνω

contain; include; involve;

perilambánō

income

απολαβή

gain; income; profit;

apolabḗ

εισόδημα

income; revenue;

eisódēma

incorporate

ενσωματώνω ensōmatṓnō

increase

αυξάνω

increase; raise;

auxánō

αύξηση

increase; rise;

aúxēsē

independence

ανεξαρτησία anexartēsía

independent

αυτεξούσιος

free; independent;

autexoúsios

ανεξάρτητος anexártētos

indicate

βγάζω φλας bgázō phlas

δείχνω

display; indicate; point; show;

deíchnō

εμφαίνω

indicate; show;

emphaínō

ενδεικνύω endeiknýō

φανερώνω phanerṓnō

indication

ένδειξη éndeixē

individual

ατομικός atomikós

άτομο

individual; person;

átomo

industry

βιομηχανία biomēchanía

inevitable

αναπόφευκτος anapópheuktos

inflation

πληρωθισμός plērōthismós

influence

επιρροή epirroḗ

επενέργεια

action; influence;

epenérgeia

επενεργώ

act; influence;

epenergṓ

inform

πληροφορώ plērophorṓ

informal

ανεπίσημος anepísēmos

information

πληροφορίες plērophoríes

initial

αρχικά

initial; initially;

archiká

initially

αρχικά

initial; initially;

archiká

initiative

πρωτοβουλία prōtoboulía

injury

βλάβη

damage; harm; injury;

blábē

inner

εσωτερικός

inner; internal;

esōterikós

insect

έντομο éntomo

inside

μέσα

inside; within;

mésa

insist

insist

επιμένω epiménō

inspection

επιθεώρηση epitheṓrēsē

inspector

ελεγκτής elenktḗs

επιθεωρητής epitheōrētḗs

επόπτης epóptēs

install

τοποθετώ

install; place; position; put; set;

topothetṓ

εγκαθιστώ enkathistṓ

εγκαθιδρύω enkathidrýō

instance

περίπτωση

instance; occasion;

períptōsē

παράδειγμα

example; instance;

parádeigma

insurance

ασφάλεια

insurance; safety; security;

aspháleia

ασφάλιση asphálisē

intelligent

έξυπνος éxypnos

intend

σκοπεύω skopeúō

intention

προαίρεση

intention; will;

proaíresē

πρόθεση próthesē

σκοπός

cause; intention; purpose;

skopós

interaction

αλληλοεπίδραση allēloepídrasē

interest

ενδιαφέρον

concern; interest;

endiaphéron

επιτόκιο epitókio

τόκος tókos

interested

ενδιαφερόμενος endiapherómenos

interesting

ενδιαφέρων endiaphérōn

internal

εσωτερικώς esōterikṓs

εσωτερικός

inner; internal;

esōterikós

international

διεθνής diethnḗs

internet

διαδίκτυο diadíktyo

interview

συνέντευξη synénteuxē

into

μέσα σε

in; into;

mésa se

Page 18: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

introduce

συστήνω

introduce; recommend;

systḗnō

εισάγω

admit; introduce;

eiságō

introduction

εισαγωγή eisagōgḗ

invest

εξουσιοδοτούμαι exousiodotoúmai

επενδύω

invest; line;

ependýō

διορίζομαι diorízomai

investment

επένδυση epéndysē

invite

προσκαλώ proskalṓ

involve

περιλαμβάνω

contain; include; involve;

perilambánō

μπλέκω mplékō

εμπλέκω emplékō

εμπλέκομαι emplékomai

iron

σίδερος síderos

σιδερώνω siderṓnō

σιδερένιος siderénios

island

νησί nēsí

issue

απορροία

issue; outcome;

aporroía

χορήγηση

administration; issue; supply;

chorḗgēsē

τεύχος teúchos

εκδίδω ekdídō

αντίτύπο

copy; issue;

antítýpo

θέμα

issue; matter; subject; theme; topic;

théma

it

αυτό

it; this;

autó

item

κομμάτι kommáti

πράγμα

item; thing;

prágma

its

το δικό του to dikó tou

itself

το εαυτό του to eautó tou

Jjacket

σακάκι sakáki

job

job

δουλειά

assignment; business; job; task; work;

douleiá

join

ενώνω enṓnō

κατατάσσομαι katatássomai

συνδέω

attach; connect; join; link;

syndéō

συνενώνω synenṓnō

joint

γόμφος

joint; pin;

gómphos

τσιγαριλίκι tsigarilíki

κοινός

common; joint; public;

koinós

άρθρωση árthrōsē

κοψίδι kopsídi

joke

αστείο asteío

αστιεύομαι astieúomai

κάνω πλάκα

joke; kid;

kánō pláka

σκέρτσο skértso

judge

δικάζω dikázō

κριτής kritḗs

κρίνω krínō

δικαστής dikastḗs

juice

ζουμί zoumí

χυμός chymós

jump

πηδώ pēdṓ

junior

υφιστάμενος yphistámenos

μικρότερος mikróteros

νεώτερος neṓteros

jury

οι ένορκοι oi énorkoi

just

μόλις mólis

δίκαιος

fair; just;

díkaios

justify

δικαιολογώ dikaiologṓ

δικαιώνω dikaiṓnō

Kkeep

κρατώ

hold; keep; retain;

kratṓ

εξακολουθώ exakolouthṓ

κατακρατώ katakratṓ

key

κλειδί

clue; key;

kleidí

kick

κλοτσώ klotsṓ

kid

κάνω πλάκα

joke; kid;

kánō pláka

κατσικάκι katsikáki

παιδί

child; guy; kid;

paidí

πιτσιρίκος pitsiríkos

kill

σκοτώνω skotṓnō

kind

είδος

kind; sort; strain; type;

eídos

ευγενικός eugenikós

καλός

good; kind;

kalós

king

βασιλιάς basiliás

ρήγας rḗgas

kiss

φίλημα phílēma

φιλί philí

φιλώ philṓ

kitchen

κουζίνα kouzína

knee

γόνατο gónato

know

γνωρίζω gnōrízō

ξέρω xérō

knowledge

γνώσεις gnṓseis

γνώση gnṓsē

known

γνωστό gnōstó

Llab

εργαστήριο ergastḗrio

lack

έλλειψη

lack; want;

élleipsē

υστέρημα ystérēma

ladder

σκάλα skála

lady

κυρία kyría

lake

λίμνη límnē

land

έδαφος

ground; land;

édaphos

προσγειώνομαι prosgeiṓnomai

προσγειώνω prosgeiṓnō

landscape

τοπίο

landscape; scene;

topío

language

γλώσσα

language; tongue;

glṓssa

large

μεγάλος

big; grand; great; large; long;

megálos

last

διαρκώ diarkṓ

τελευταίος

last; latter;

teleutaíos

φτουρώ phtourṓ

late

αργός argós

όψιμος ópsimos

αργά

late; slowly;

argá

αποθανών apothanṓn

later

αργότερος argóteros

αργότερα argótera

latter

τελευταίος

last; latter;

teleutaíos

laugh

γελώ gelṓ

law

νόμος nómos

lawyer

δικηγόρος dikēgóros

lay

ξαπλώνω xaplṓnō

στρώνω strṓnō

τοποθετώ χάμω topothetṓ chámō

κοσμικός kosmikós

layer

στρώμα strṓma

lead

ηγούμαι

head; lead;

ēgoúmai

λουρί

collar; lead;

lourí

μόλυβδος mólybdos

leader

ηγεμόνας ēgemónas

ηγέτης ēgétēs

αρχηγός archēgós

ηγήτορας ēgḗtoras

leadership

ηγεμονία ēgemonía

ηγεσία ēgesía

leading

ηγετικός ēgetikós

Page 19: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

leading

κορυφαίος

leading; top;

koryphaíos

league

πρωτάθλημα prōtáthlēma

συνασπισμός synaspismós

κατηγορία

charge; league;

katēgoría

learn

μαθαίνω mathaínō

least

ελάχιστο eláchisto

ελάχιστος

least; minimum;

eláchistos

το ελάχιστον to eláchiston

leather

βύρσα býrsa

δερμάτινος dermátinos

leave

παραιτούμαι paraitoúmai

παρατάω paratáō

φεύγω pheúgō

lecture

διάλεξη diálexē

νουθετώ nouthetṓ

left

αριστερός aristerós

άφησα áphēsa

έφυγα éphyga

που μένει pou ménei

leg

πόδι

foot; leg;

pódi

στάδιο

leg; stage;

stádio

legal

νόμιμος nómimos

length

μήκος mḗkos

less

λιγότερος ligóteros

lesson

μάθημα máthēma

let

αφήνω

allow; let;

aphḗnō

ενοικιάζομαι enoikiázomai

letter

γράμμα grámma

level

επίπεδο

level; plane;

epípedo

library

βιβλιοθήκη bibliothḗkē

lie

lie

κείμαι keímai

ψεύδομαι pseúdomai

life

βίος bíos

ζωή zōḗ

ισόβιος isóbios

lift

ασανσέρ

elevator; lift;

asansér

σηκώνω

lift; raise;

sēkṓnō

υψώνω

lift; raise;

ypsṓnō

light

φωτίζω phōtízō

ανάβω anábō

ελαφρύς

light; slight;

elaphrýs

ξανθός

fair; light;

xanthós

φωτεινός phōteinós

φωτερός phōterós

like

συμπαθώ sympathṓ

σαν

as; like;

san

αρέσω arésō

όπως

as; like;

ópōs

likely

μάλλον mállon

πιανάν pianán

πιθανά

likely; probably;

pithaná

πιθανόν pithanón

limit

περιορίζω

limit; reduce;

periorízō

όριο ório

limited

περιορισμένος periorisménos

line

γραμμή grammḗ

επενδύω

invest; line;

ependýō

παρατάσσω paratássō

ρυτίδα rytída

link

συνδέω

attach; connect; join; link;

syndéō

κρίκος kríkos

lip

χείλι cheíli

list

λίστα lísta

listen

ακούω

hear; listen;

akoúō

αφουγκράζομαι aphounkrázomai

literally

κατά γράμμα katá grámma

κυριολεκτικά kyriolektiká

literature

λογοτεχνία logotechnía

little

λίγο

little; slightly;

lígo

μικρός

little; minor; slight; small; young;

mikrós

live

ζωντανός

alive; fresh; live; living;

zōntanós

μένω

live; stay;

ménō

ζώ zṓ

living

έμψυχος émpsychos

ζωντανός

alive; fresh; live; living;

zōntanós

που ζει pou zei

load

βάρ bár

φορτώνω phortṓnō

φορτίο phortío

φορτίζω phortízō

γεμίζω

fill; load;

gemízō

ζαλίκι zalíki

loan

δάνειο dáneio

δανεισμός daneismós

local

τοπικός topikós

location

τοποθεσία

location; position;

topothesía

lock

κλειδαριά kleidariá

log

κορμός δέντρου kormós déntrou

logical

λογικός

logical; reasonable;

logikós

lonely

μόνος

alone; lonely; single;

mónos

long

μακρύς makrýs

μεγάλος

big; grand; great; large; long;

megálos

look

look

κοιτάζω koitázō

φαίνομαι

appear; look; seem;

phaínomai

εμφάνιση

appearance; look;

emphánisē

βλέμμα blémma

loose

λυτός lytós

μπόσικος mpósikos

ξεκάρφωτος xekárphōtos

χαλαρός chalarós

λάσκος láskos

lose

χάνω

lose; miss;

chánō

loss

χάσιμο chásimo

χαμός chamós

απώλεια apṓleia

ήττα ḗtta

lost

έχασα échasa

lot

κλήρος

lot; share;

klḗros

μοίρα

lot; share; split;

moíra

loud

βροντερός bronterós

ηχηρός ēchērós

love

αγάπη agápē

αγαπώ agapṓ

έρωτας

love; sex;

érōtas

low

χαμηλός chamēlós

lower

ταπεινώνω tapeinṓnō

χαμηλώνω chamēlṓnō

luck

τύχη

chance; luck;

týchē

lucky

τυχερός tycherós

lunch

το μεσημεριανό to mesēmerianó

μεσημεριανό mesēmerianó

Mmachine

μηχάνημα

device; machine;

mēchánēma

mad

Page 20: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

mad

θυμωμένος

angry; mad;

thymōménos

κουζουλός kouzoulós

λωλός lōlós

τρελός

crazy; mad;

trelós

magazine

περιοδικό periodikó

mail

ταχυδρομείο tachydromeío

ταχυδρομώ

mail; post;

tachydromṓ

main

κυρίος kyríos

κύριος

main; master;

kýrios

κυριότερος kyrióteros

maintain

υποστηρίζω

back; maintain; submit;

ypostērízō

διατείνομαι diateínomai

διατηρώ

maintain; retain;

diatērṓ

maintenance

συντήρηση syntḗrēsē

major

σημαντικός

important; major; significant;

sēmantikós

ταγματάρχης tagmatárchēs

make

εξαναγκάζω

force; make;

exanankázō

κάνω

commit; do; make;

kánō

κατασκευάζω kataskeuázō

φτιάχνω

fix; make;

phtiáchnō

male

ανδρικός andrikós

αρσενικός arsenikós

mall

εμπορικό κέντρο emporikó kéntro

man

άνδρας ándras

άνθρωπος

human; man; people; person;

ánthrōpos

επανδρώνω epandrṓnō

manage

αντεπεξέρχομαι antepexérchomai

διευθύνω dieuthýnō

καταφέρνω kataphérnō

management

διοίκηση

administration; management;

dioíkēsē

manager

διευθυντής dieuthyntḗs

manner

τρόπος

manner; way;

trópos

manufacturer

κατασκευαστής kataskeuastḗs

many

πολλοί

many; plenty;

polloí

map

χάρτης

chart; map;

chártēs

χαρτογραφώ chartographṓ

march

μάρτιος mártios

βαδίζω badízō

mark

σημειώνω

mark; note;

sēmeiṓnō

βαθμός

degree; extent; mark;

bathmós

σημαίνω

mark; mean;

sēmaínō

market

αγορά

deal; market; purchase;

agorá

marketing

μάρκετινγκ márketinnk

marriage

γάμος

marriage; wedding;

gámos

married

παντρεμένος pantreménos

παντρεμένη pantreménē

massive

ογκώδης onkṓdēs

τεράστιος

huge; massive; vast;

terástios

master

αφέντης aphéntēs

δεξιοτέχνης dexiotéchnēs

διαφεντεύω diaphenteúō

κύριος

main; master;

kýrios

μετρ metr

match

αγώνας

match; struggle;

agṓnas

ταιριάζω tairiázō

σπίρτο spírto

συνταιριάζω syntairiázō

mate

ζευγαρώνω zeugarṓnō

ταίρι

mate; partner;

taíri

ύπαρχος ýparchos

φιλαράκος

buddy; mate;

philarákos

material

ύφασμα ýphasma

υλικός ylikós

ύλη

material; matter;

ýlē

matter

νοιάζομαι

care; matter; mind;

noiázomai

ουσία

matter; substance;

ousía

ύλη

material; matter;

ýlē

υπόθεση

affair; assumption; business; case; matter;

ypóthesē

θέμα

issue; matter; subject; theme; topic;

théma

may

μάης máēs

μπορώ

can; may;

mporṓ

είθε

may; would;

eíthe

me

με

me; with;

me

μου mou

εμένα eména

meal

γεύμα geúma

μπλιγούρι mpligoúri

mean

σημαίνω

mark; mean;

sēmaínō

τσιγκούνης tsinkoúnēs

παραδόπιστος paradópistos

εννοώ ennoṓ

meaning

σημασία

account; consequence; importance; meaning;

sēmasía

έννοια

concept; meaning; worry;

énnoia

measurement

καταμέτρηση katamétrēsē

μέτρηση métrēsē

meat

κρέας kréas

σάρκα sárka

media

μέσα ενημέρωσης mésa enēmérōsēs

medical

ιατρικός iatrikós

medicine

φάρμακο phármako

ιατρική iatrikḗ

medium

medium

μεσαίος

medium; middle;

mesaíos

μέσον méson

μέτριος métrios

meet

συναντώ synantṓ

meeting

αναμέτρηση anamétrēsē

member

μέλος mélos

στέλεχος

member; officer;

stélechos

memory

ανάμνηση anámnēsē

μνήμη mnḗmē

mental

πνευματικός

mental; spiritual;

pneumatikós

ψυχικός psychikós

mention

αναφέρω anaphérō

αναφορά

account; mention; reference;

anaphorá

menu

τιμοκατάλογος timokatálogos

merely

απλώς

merely; simply;

aplṓs

mess

ακαταστασία akatastasía

message

άγγελμα ángelma

μήνυμα mḗnyma

metal

μέταλλο métallo

method

μέθοδος

approach; method;

méthodos

middle

μεσαίος

medium; middle;

mesaíos

μέση mésē

midnight

μεσάνυχτα mesánychta

might

μπορούσα

could; might;

mporoúsa

δύναμη

force; might; power;

dýnamē

milk

αρμέγω armégō

γάλα gála

mind

πειράζω peirázō

φυλάξου phyláxou

Page 21: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

mind

νούς noús

νοιάζομαι

care; matter; mind;

noiázomai

μυαλό myaló

mine

εξορύσσω exorýssō

μεταλλείο metalleío

νάρκη nárkē

ορυχείο orycheío

δικός μου

mine; own;

dikós mou

minimum

ελάχιστος

least; minimum;

eláchistos

minor

υπεξούσιος ypexoúsios

μικρός

little; minor; slight; small; young;

mikrós

ελάσσων elássōn

ασήμαντος asḗmantos

minute

λεπτό leptó

λεπτομερής

detailed; minute;

leptomerḗs

μικροσκοπικός

minute; tiny;

mikroskopikós

mirror

καθρέφτης kathréphtēs

αντικατοπτρίζω

mirror; reflect;

antikatoptrízō

καθρεφτάκι kathrephtáki

miss

χάνω

lose; miss;

chánō

αστοχώ astochṓ

δεσποινίς despoinís

mission

αποστολή

assignment; mission;

apostolḗ

mistake

λάθος

error; false; fault; mistake; wrong;

láthos

παρανοώ paranoṓ

mix

αναμιγνύω anamignýō

ανακατώνω anakatṓnō

ανακατεύω anakateúō

μίγμα

mix; mixture;

mígma

mixture

μίγμα

mix; mixture;

mígma

mobile

κινητός kinētós

model

μακέτα makéta

model

μανεκέν manekén

μοντέλο montélo

moment

στιγμή stigmḗ

money

λεφτά lephtá

monitor

παρακολουθώ

attend; monitor; watch;

parakolouthṓ

οθόνη

display; monitor;

othónē

month

μήνας mḗnas

mood

διάθεση diáthesē

έγκλιση énklisē

κέφι

fun; mood;

képhi

more

περισότερος perisóteros

πια pia

πλέον

more; most;

pléon

moreover

άλλωστε állōste

επιπλέον epipléon

morning

πρωί prōí

mortgage

υποθηκεύω ypothēkeúō

υποθήκη ypothḗkē

most

ο περισσότερος o perissóteros

ο πιο πολύς o pio polýs

πλέον

more; most;

pléon

mostly

πιο πολύ pio polý

mother

μητέρα mētéra

motor

μηχανή

engine; motor;

mēchanḗ

mountain

βουνό bounó

όρος

mountain; term;

óros

mouse

ποντίκι pontíki

mouth

στόμιο stómio

στόμα stóma

εκβολή ποταμιού ekbolḗ potamioú

move

move

κίνηση kínēsē

κινώ kinṓ

μετακομίζω

move; remove;

metakomízō

σαλεύω

move; shake;

saleúō

συγκινώ

affect; move; touch;

synkinṓ

movie

ταινία

band; film; movie;

tainía

much

πολύ

greatly; much; very;

polý

πολύς polýs

mud

βόρβορος bórboros

ιλύς ilýs

λάσπη láspē

muscle

μύς mýs

music

μουσική mousikḗ

must

πρέπει / έπρεπε prépei / éprepe

μούστος moústos

πρέπει prépei

myself

εγώ ο ίδιος egṓ o ídios

ο εαυτός μου o eautós mou

Nnail

καρφί karphí

νύχι nýchi

πρόκα próka

name

όνομα ónoma

ονομάζω onomázō

ονομασία onomasía

narrow

στενός

narrow; tight;

stenós

nasty

απαίσιος apaísios

nation

έθνος éthnos

national

εθνικός ethnikós

native

ντόπιος ntópios

ιθαγενής ithagenḗs

naturally

φυσικά physiká

nature

φύση phýsē

near

κοντά

close; near; nearby;

kontá

nearby

κοντά

close; near; nearby;

kontá

κοντινός kontinós

nearly

παραλίγο paralígo

σχεδόν

almost; nearly; virtually;

schedón

neat

ακριβής

accurate; exact; neat;

akribḗs

necessarily

απαραίτητα aparaítēta

necessary

αναγκαίος anankaíos

neck

αυχένας auchénas

λαιμός

neck; throat;

laimós

σβέρκος sbérkos

need

ανάγκη

need; want;

anánkē

χρειάζομαι

need; require;

chreiázomai

negative

αρνητικός arnētikós

negotiation

διαπραγμάτευση diapragmáteusē

nerve

νεύρο neúro

nervous

νευρικός neurikós

net

δίχτυ díchty

network

δίκτυο díktyo

never

ποτέ

ever; never;

poté

new

καινούριος kainoúrios

νέος

new; young;

néos

news

ειδήσεις eidḗseis

νέα néa

newspaper

εφημερίδα

newspaper; paper;

ephēmerída

next

Page 22: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

next

επόμενος epómenos

μετά

after; next; then;

metá

nice

ωραίος

fine; nice;

ōraíos

night

νύχτα nýchta

no

όχι óchi

κανένας

anybody; no; none;

kanénas

nobody

κανείς

anyone; nobody;

kaneís

noise

θόρυβος thórybos

none

κανένας

anybody; no; none;

kanénas

nor

ούτε

either; nor;

oúte

normal

κανονικός kanonikós

φυσιολογικός physiologikós

normally

κανονικά kanoniká

north

βοράς borás

βοριάς boriás

nose

μύτη mýtē

not

δεν den

note

σημειώνω

mark; note;

sēmeiṓnō

σημείωση sēmeíōsē

nothing

τίποτα

anything; nothing;

típota

notice

παρατηρώ paratērṓ

πίνακας

notice; sign; table;

pínakas

novel

καινοφανής kainophanḗs

μυθιστόρημα mythistórēma

now

τώρα

currently; now;

tṓra

nowhere

πουθενά

anywhere; nowhere;

pouthená

number

αριθμίζω arithmízō

αριθμός

figure; number;

arithmós

numerous

πολυάριθμος polyárithmos

nurse

νοσοκόμα nosokóma

βάγια bágia

Oobject

αντικείμενο

object; subject;

antikeímeno

αντιτείνω antiteínō

objective

αντικειμενικός antikeimenikós

obligation

υποχρέωση ypochréōsē

obtain

αποκτώ

acquire; get; obtain;

apoktṓ

προμηθεύομαι promētheúomai

obvious

φανερός phanerós

obviously

εμφανώς emphanṓs

occasion

περίπτωση

instance; occasion;

períptōsē

occasionally

περιοδικά periodiká

πότε-πότε póte-póte

occur

συμβαίνω

happen; occur;

symbaínō

odd

μονός

odd; single;

monós

of

από

by; from; of; since; than;

apó

off

μακριά

away; far; off;

makriá

offer

προσφέρω prosphérō

προσφορά

bid; offer;

prosphorá

office

θώκος thṓkos

γραφείο

office; study;

grapheío

officer

αξιωματικός

officer; official;

axiōmatikós

officer

στέλεχος

member; officer;

stélechos

official

αξιοματικός axiomatikós

αξιωματικός

officer; official;

axiōmatikós

επίσημος

formal; official;

epísēmos

often

συχνά

frequently; often;

sychná

oil

λάδι ládi

πετρέλαιο petrélaio

ok

εντάξει entáxei

old

γέρικος gérikos

γέρος géros

παλαιός palaiós

on

πάνω σε

on; upon;

pánō se

σε

at; in; on; to; upon;

se

once

εφάπαξ ephápax

μία φορά mía phorá

κάποτε kápote

μια φορά mia phorá

one

ένα

a; an; one;

éna

ένας

a; an; one;

énas

μία

an; one;

mía

only

μόνο móno

open

ανοίγω anoígō

εγκαινιάζω enkainiázō

ανοιχτός anoichtós

ανοικτός anoiktós

operate

εγχειρίζω encheirízō

λειτουργώ

function; operate;

leitourgṓ

operation

εγχείρηση encheírēsē

επιχείρηση

business; operation;

epicheírēsē

λειτουργία

function; operation;

leitourgía

opinion

opinion

άποψη

aspect; opinion; perspective; view;

ápopsē

γνωμάτευση gnōmáteusē

γνώμη gnṓmē

option

επιλογή

choice; option; selection;

epilogḗ

or

ή

either; or;

orange

πορτοκάλι portokáli

πορτοκαλί portokalí

order

προσταγή

command; order;

prostagḗ

παραγγέλλω

commission; order;

parangéllō

διατάζω

command; order;

diatázō

εντολή

command; order;

entolḗ

παραγγελία

commission; order;

parangelía

ordinary

συνηθισμένος

common; ordinary;

synēthisménos

original

γνήσιος gnḗsios

πρωτότυπος prōtótypos

other

άλλος

another; else; other;

állos

otherwise

αλλιώς

else; otherwise;

alliṓs

διαφορετικά diaphoretiká

ought

θα πρέπει tha prépei

our

ο δικός μας o dikós mas

ourselves

εμείς οι ίδιοι emeís oi ídioi

out

έξω éxō

έξω από

out; outside;

éxō apó

outcome

κατάληξη katálēxē

έκβαση

outcome; result;

ékbasē

απορροία

issue; outcome;

aporroía

outside

έξω από

out; outside;

éxō apó

Page 23: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

over

πάνω

over; up;

pánō

πάνω από

above; over;

pánō apó

τελείωσε teleíōse

overall

συνολικός synolikós

γενικός

general; overall;

genikós

ποδιά podiá

overcome

νικημένος nikēménos

ξεπερνώ xepernṓ

owe

οφείλω opheílō

χρωστώ chrōstṓ

own

δικός μου

mine; own;

dikós mou

κατέχω

own; possess;

katéchō

της] tēs]

owner

ιδιοκτήτης idioktḗtēs

κτήτορας ktḗtoras

κάτοχος kátochos

Ppace

βήμα

pace; step;

bḗma

δρασκελιά draskeliá

ρυθμός

pace; style;

rythmós

φόρα

pace; speed;

phóra

pack

πακετάρω paketárō

τράπουλα trápoula

πακέτο pakéto

κατακλύζω kataklýzō

συσκευάζω syskeuázō

page

σελίδα selída

pain

πόνος pónos

paint

βάφω báphō

painting

ζωγραφιά

drawing; painting;

zōgraphiá

pair

ζευγάρι zeugári

panic

πανικοβάλλω panikobállō

panic

πανικός panikós

paper

εφημερίδα

newspaper; paper;

ephēmerída

χαρτένιος charténios

χαρτί chartí

parent

γονιός goniós

park

πάρκο párko

parking

πάρκινγκ párkinnk

part

χωρίζω

divide; part; separate;

chōrízō

μερίδιο merídio

μερος meros

particular

ειδικός

expert; particular;

eidikós

συγκεκριμένος

particular; specific;

synkekriménos

partner

σύντροφος sýntrophos

ταίρι

mate; partner;

taíri

party

πάρτι párti

συμβαλλόμενος symballómenos

παρέα

company; party;

paréa

pass

διαβατήριο diabatḗrio

κυκλοφορώ

pass; release;

kyklophorṓ

πέρασμα pérasma

περνώ pernṓ

στενά stená

passage

διάβαση diábasē

κείμενο

passage; text;

keímeno

απόσπασμα apóspasma

passenger

επιβάτης epibátēs

passion

εμπάθεια empátheia

past

παρελθόν parelthón

περασμένος perasménos

path

διαδρομή diadromḗ

μονοπάτι

path; track;

monopáti

patience

patience

καρτερία kartería

υπομονή ypomonḗ

patient

ασθενής asthenḗs

υπομονετικός ypomonetikós

pattern

σχέδιο

pattern; plan; project;

schédio

pause

σταματώ

check; pause;

stamatṓ

διακοπή diakopḗ

διακόπτω diakóptō

παύση paúsē

pay

πληρωμή plērōmḗ

πληρώνω plērṓnō

peace

ειρήνη eirḗnē

ησυχασμός

peace; quiet; rest;

ēsychasmós

peak

κορυφή

peak; top;

koryphḗ

κορυφώνω koryphṓnō

pen

σταλός

pen; shelter;

stalós

στυλό styló

στυλός stylós

μάντρα

pen; pound;

mántra

penalty

κύρωση kýrōsē

ποινή poinḗ

πρόστιμο

fine; penalty;

próstimo

pension

συνταγή

pension; recipe;

syntagḗ

σύνταξη sýntaxē

people

άνθρωποι ánthrōpoi

άνθρωπος

human; man; people; person;

ánthrōpos

κόσμος

people; world;

kósmos

percentage

ποσοστό posostó

perception

αντίληψη

awareness; concept; perception;

antílēpsē

perfect

τελειοποιώ teleiopoiṓ

τέλειος téleios

perfectly

τέλεια téleia

perform

αποδίδω apodídō

εκτελώ ektelṓ

δίνω παράσταση dínō parástasē

performance

απόδοση apódosē

παράσταση

performance; show;

parástasē

period

διάστημα

period; space; spell;

diástēma

περιόδος

age; period; season; session;

periódos

περίοδος

period; season;

períodos

permission

άδεια

permission; permit;

ádeia

permit

άδεια

permission; permit;

ádeia

επιτρέπω

allow; enable; permit;

epitrépō

person

άνθρωπος

human; man; people; person;

ánthrōpos

άτομο

individual; person;

átomo

πρόσωπο

face; figure; person;

prósōpo

personal

προσωπικός prosōpikós

personality

προσωπικότητα prosōpikótēta

personally

προσωπικά prosōpiká

perspective

άποψη

aspect; opinion; perspective; view;

ápopsē

προοπτική prooptikḗ

persuade

πείθω peíthō

phase

φάση

phase; stage;

phásē

philosophy

φιλοσοφία philosophía

photo

φωτογραφία phōtographía

phrase

διατυπώνω

express; phrase;

diatypṓnō

φράση phrásē

physical

σωματικός sōmatikós

Page 24: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

physical

φυσικός physikós

physically

σωματικά sōmatiká

physics

φυσική physikḗ

piano

πιάνο piáno

pick

διαλέγω

choose; pick; select;

dialégō

κασμάς kasmás

μαζεύω

gather; pick;

mazeúō

συλλέγω

collect; pick;

syllégō

picture

εικόνα

image; picture;

eikóna

pie

πίτα píta

pin

γόμφος

joint; pin;

gómphos

καρφίτσα karphítsa

pipe

αυλός aulós

πίπα pípa

σωλήνας sōlḗnas

σωλήνμας sōlḗnmas

pitch

κατράμι katrámi

κλυδωνίζομαι klydōnízomai

γήπεδο

court; pitch;

gḗpedo

pizza

πίτσα pítsa

place

μέρος

place; spot;

méros

τοποθετώ

install; place; position; put; set;

topothetṓ

τόπος

place; site;

tópos

plan

σχέδιο

pattern; plan; project;

schédio

σχεδιάζω schediázō

plane

στάθμη státhmē

ροκάνι rokáni

αεροπλάνο aeropláno

επίπεδο

level; plane;

epípedo

πλάνη plánē

plant

plant

εργοστάσιο ergostásio

φυτεύω phyteúō

φυτό phytó

plastic

πλαστικός plastikós

plate

πιάτο

course; dish; plate;

piáto

πλάκα

fun; plate;

pláka

platform

εξέδρα

platform; stand;

exédra

πλατφόρμα platphórma

play

παριστά΄νω paristá΄nō

παριστάνω

affect; play;

paristánō

θεατρικό έργο theatrikó érgo

έργο

film; play;

érgo

παίζω paízō

player

παίκτης paíktēs

pleasant

ευάρεστος euárestos

ευχάριστος eucháristos

please

ευχαριστώ

please; thank; thanks;

eucharistṓ

παρακαλώ

please; request;

parakalṓ

pleased

ευχαριστημένος

content; pleased;

eucharistēménos

ικανοποιημένος

content; pleased;

ikanopoiēménos

pleasure

ευχαρίστηση eucharístēsē

ηδονή ēdonḗ

αρέσκεια

pleasure; satisfaction;

aréskeia

plenty

άφθονος áphthonos

πολλά pollá

πολλοί

many; plenty;

polloí

plus

συν syn

poem

ποίημα poíēma

poet

ποιητής poiētḗs

poetry

ποίηση poíēsē

point

αιχμή

point; tip;

aichmḗ

δείχνω

display; indicate; point; show;

deíchnō

επισημαίνω episēmaínō

σημείο sēmeío

στίγμα stígma

police

αστυνομεύω astynomeúō

αστυνομία astynomía

policy

πολιτική politikḗ

political

πολιτικός politikós

pollution

ρύπανση rýpansē

pool

λιμνούλα limnoúla

πισίνα pisína

poor

φτωχός phtōchós

πενιχρός penichrós

καημένος kaēménos

pop

ποπ μουσική pop mousikḗ

popular

δημοφιλής dēmophilḗs

λαϊκός laïkós

population

πληθυσμός plēthysmós

position

τοποθετώ

install; place; position; put; set;

topothetṓ

θέση

position; situation; status;

thésē

τοποθεσία

location; position;

topothesía

positive

θετικός thetikós

possess

κατέχω

own; possess;

katéchō

έχω

have; possess;

échō

possession

κατοχή katochḗ

possible

εφικτός ephiktós

πιθανός pithanós

possibly

ίσως ísōs

post

πόστο pósto

ταχυδρομώ

mail; post;

tachydromṓ

post

δοκάρι dokári

pot

τσικάλι tsikáli

potato

πατάτα patáta

potential

ενδεχόμενος endechómenos

πιθανότητα

chance; potential;

pithanótēta

τάση tásē

pound

λίβρα líbra

σφρυροκοπώ sphryrokopṓ

μάντρα

pen; pound;

mántra

λίμπρα límpra

κοπανίζω kopanízō

λίρα líra

pour

χιμώ chimṓ

βάζω

apply; pour; put; store;

bázō

ορμώ

pour; rush;

ormṓ

ρίχνω

drop; dump; pour; throw;

ríchnō

power

κύρος

face; power;

kýros

εξουσία exousía

δύναμη

force; might; power;

dýnamē

powerful

δυναμικός dynamikós

δυνατός

powerful; strong;

dynatós

ισχυρός ischyrós

practical

πρακτικός praktikós

practice

πρακτική praktikḗ

άσκηση

exercise; practice;

áskēsē

pray

προσεύχομαι proseúchomai

prefer

προτιμώ protimṓ

preference

προτίμηση protímēsē

pregnant

έγκυος énkyos

prepare

προετοιμάζω proetoimázō

presence

παρουσία parousía

Page 25: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

present

παρών parṓn

παρουσιάζω

display; present;

parousiázō

δώρο

gift; present;

dṓro

presentation

παρουσίαση

appearance; presentation;

parousíasē

president

πρόεδρος próedros

press

ασκώ πίεση askṓ píesē

πιέζω piézō

πρεσάρω presárō

pressure

πίεση píesē

pretend

προσποιούμαι prospoioúmai

pretty

χαριτωμένος charitōménos

prevent

προλαβαίνω prolabaínō

αποτρέπω apotrépō

εμποδίζω

bar; prevent;

empodízō

previous

προηγούμενος proēgoúmenos

previously

προηγούμενα proēgoúmena

price

τιμή

price; rate; value;

timḗ

pride

υπεροψία yperopsía

έπαρση éparsē

φιλοτιμία philotimía

καμάρι

pride; son;

kamári

περιφάνια periphánia

priest

παπάς papás

primarily

κατ εξοχήν kat exochḗn

κυρίως kyríōs

προ πάντων pro pántōn

primary

πρωταρχικός prōtarchikós

πρώτος

first; primary;

prṓtos

principle

αρχή

beginning; principle; start;

archḗ

print

εμπριμέ emprimé

τυπώνω typṓnō

priority

προτεραιότητα proteraiótēta

προτεραίοτητα proteraíotēta

private

φαντάρος phantáros

ιδιωτικός idiōtikós

ιδιαίτερος

private; separate;

idiaíteros

prize

έπαθλο épathlo

βραβείο

award; prize;

brabeío

probably

πιθανά

likely; probably;

pithaná

problem

πρόβλημα próblēma

procedure

διαδικασία

procedure; process;

diadikasía

process

επεξεργάζομαι epexergázomai

κατεργάζομαι katergázomai

διαδικασία

procedure; process;

diadikasía

produce

προσκομίζω proskomízō

παράγω

generate; produce;

parágō

product

προϊόν proïón

profession

επάγγελμα

profession; trade;

epángelma

professional

επαγγελματίας epangelmatías

επαγγελματικός epangelmatikós

professor

καθηγητής

professor; teacher;

kathēgētḗs

profile

επισκόπηση episkópēsē

προφίλ prophíl

profit

απολαβή

gain; income; profit;

apolabḗ

κέρδος kérdos

ωφέλεια

benefit; profit;

ōphéleia

program

πρόγραμμα

program; project; schedule; scheme;

prógramma

progress

προοδεύω proodeúō

πρόοδος

advance; progress;

próodos

project

project

προβάλλω probállō

πρόγραμμα

program; project; schedule; scheme;

prógramma

σχέδιο

pattern; plan; project;

schédio

promise

υπόσχεση ypóschesē

υπόσχομαι ypóschomai

υπόσχωμαι ypóschōmai

promotion

προώθηση proṓthēsē

ανάδειξη anádeixē

προαγωγή proagōgḗ

prompt

ωθώ ōthṓ

υποκινώ ypokinṓ

γρήγορος

fast; prompt; quick;

grḗgoros

proof

απόδειξη

evidence; proof;

apódeixē

πειστήριο peistḗrio

proper

πρέπων

decent; due; proper;

prépōn

σωστός

correct; proper; right;

sōstós

καθωσπρέπει kathōsprépei

ευπρεπής

decent; proper;

euprepḗs

αρμόζων

fit; proper;

armózōn

properly

σωστά sōstá

ευπρεπέστατα euprepéstata

property

ακίνητο akínēto

κτήμα ktḗma

περιουσία

estate; property;

periousía

σπίτι

home; house; property;

spíti

proposal

πρόταση

proposal; sentence; suggestion;

prótasē

propose

προτείνω

propose; recommend; suggest;

proteínō

proposed

προτεινόμενος proteinómenos

protect

κατοχυρώνω katochyrṓnō

προστατεύω

protect; shelter;

prostateúō

protection

προστασία prostasía

proud

περίφανος períphanos

καμαρωτός kamarōtós

περήφανος perḗphanos

prove

αποδεικνύω apodeiknýō

provide

προνοώ pronoṓ

παρέχω

provide; supply;

paréchō

provided

αρκεί να arkeí na

psychological

ψυχολογικός psychologikós

psychology

ψυχολογία psychología

public

κοινός

common; joint; public;

koinós

pull

τράβηγμα trábēgma

τραβώ

appeal; attract; draw; pull;

trabṓ

punch

γρονθοκοπώ gronthokopṓ

purchase

αγορά

deal; market; purchase;

agorá

αγοράζω

buy; purchase;

agorázō

pure

ατόφιος atóphios

purple

μωβ mōb

purpose

σκοπός

cause; intention; purpose;

skopós

pursue

ασκώ askṓ

επιδιώκω epidiṓkō

παγανίζω paganízō

push

σπρώξιμο sprṓximo

σπρώχνω sprṓchnō

put

βάζω

apply; pour; put; store;

bázō

τοποθετώ

install; place; position; put; set;

topothetṓ

Qqualify

προκρίνομαι prokrínomai

καθιστώ ικανόν kathistṓ ikanón

quality

ποιότητα poiótēta

Page 26: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

quantity

ποσότητα

quantity; volume;

posótēta

quarter

μαχαλάς

district; quarter;

machalás

τέταρτο tétarto

queen

βασίλισσα basílissa

question

ερώτηση erṓtēsē

ζήτημα zḗtēma

ερώτημα erṓtēma

ανακρίνω anakrínō

quick

γρήγορος

fast; prompt; quick;

grḗgoros

γοργός gorgós

quickly

μάνι-μάνι máni-máni

quiet

ησυχασμός

peace; quiet; rest;

ēsychasmós

ήσυχος ḗsychos

quite

αρκετά

fairly; quite; rather;

arketá

εντελώς

altogether; completely; quite;

entelṓs

quote

καθορίζω

determine; quote; specify;

kathorízō

παραθέτω parathétō

μνημονεύω mnēmoneúō

Rrace

ράτσα rátsa

radio

ράδιο rádio

rain

βροχή brochḗ

raise

αυξάνω

increase; raise;

auxánō

σηκώνω

lift; raise;

sēkṓnō

ανατρέφω anatréphō

αναστηλώνω anastēlṓnō

υψώνω

lift; raise;

ypsṓnō

range

διακυμαίνομαι diakymaínomai

εμβέλεια embéleia

φάσμα phásma

rare

rare

σπάνιος spánios

rarely

σπάνια spánia

rate

αναλογία analogía

τιμή

price; rate; value;

timḗ

rather

αρκετά

fairly; quite; rather;

arketá

κάπως

rather; somehow; somewhat;

kápōs

raw

ωμός ōmós

reach

απλώνω το χέρι aplṓnō to chéri

φτάνω

arrive; reach;

phtánō

react

αντιδρώ antidrṓ

reaction

αντίδραση antídrasē

read

διαβάζω diabázō

reading

διάβασμα diábasma

ready

έτοιμος étoimos

πανέτοιμος panétoimos

real

πραγματικός

actual; real;

pragmatikós

realistic

ρεαλιστικός realistikós

reality

πραγματικότητα pragmatikótēta

realize

υλοποιούμαι ylopoioúmai

really

αλήθεια

really; truth;

alḗtheia

πράγματικά prágmatiká

πράγματι

actually; really;

prágmati

reason

αιτία

cause; reason;

aitía

αιτιολογία aitiología

λόγος lógos

reasonable

λογικός

logical; reasonable;

logikós

receive

παραλαμβάνω paralambánō

λαμβάνω lambánō

recent

πρόσφατος prósphatos

recently

πρόσφατα prósphata

reception

αντίκρυσμα antíkrysma

γλέντι glénti

λήψη lḗpsē

ρεσεψιόν resepsión

υποδοχή

reception; welcome;

ypodochḗ

recipe

συνταγή

pension; recipe;

syntagḗ

recognition

αναγνώριση anagnṓrisē

recommend

προτείνω

propose; recommend; suggest;

proteínō

συνιστώ synistṓ

συστήνω

introduce; recommend;

systḗnō

record

ρεκόρ rekór

δίσκος

disk; record;

dískos

ηχογραφώ ēchographṓ

καταγράφω katagráphō

recording

ηχογράφηση ēchográphēsē

ηχοληψία ēcholēpsía

recover

ανακτώ anaktṓ

αναρρώνω anarrṓnō

επανακτώ epanaktṓ

red

κόκκινος kókkinos

reduce

περιορίζω

limit; reduce;

periorízō

ελαττώνω elattṓnō

μειώνω meiṓnō

refer

παραπέμπω parapémpō

αναφέρομαι anaphéromai

reference

αναγωγή anagōgḗ

αναφορά

account; mention; reference;

anaphorá

reflect

αντανακλώ antanaklṓ

αντικατοπτρίζω

mirror; reflect;

antikatoptrízō

refrigerator

ψυγείο psygeío

refuse

refuse

αρνούμαι arnoúmai

σκουπίδια

garbage; refuse;

skoupídia

register

καταχωρώ katachōrṓ

εγγράφομαι engráphomai

regret

μετανοίωνω metanoíōnō

λυπάμαι lypámai

λύπη lýpē

μεταμελούμαι metameloúmai

μετανιώνω metaniṓnō

regular

τακτικός taktikós

ομαλός omalós

regularly

τακτικά taktiká

relate

διηγούμαι

relate; tell;

diēgoúmai

related

συγγενικός syngenikós

συναφής synaphḗs

relationship

σχέση

association; connection; relationship;

schésē

relative

συγγενής syngenḗs

relatively

σχετικά schetiká

release

δημοσιεύω dēmosieúō

εκκρίνω ekkrínō

κυκλοφορώ

pass; release;

kyklophorṓ

λύτρωση lýtrōsē

βγάζω bgázō

relevant

σχετικός schetikós

relief

ανακούφιση anakoúphisē

αρωγή

help; relief;

arōgḗ

ανάγλυφος anáglyphos

εκτόνωση ektónōsē

relieve

ανακουφίζω anakouphízō

ξαλαφρώνω xalaphrṓnō

remain

παραμένω paraménō

remarkable

αξιοσημείωτος axiosēmeíōtos

remember

θυμάμαι thymámai

Page 27: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

remind

υπενθυμίζω ypenthymízō

remote

ψυχρός

cool; remote;

psychrós

απομακρυσμένος apomakrysménos

απόκεντρος apókentros

απόμακρος apómakros

remove

απομακρύνω apomakrýnō

αφαιρώ aphairṓ

μετακομίζω

move; remove;

metakomízō

rent

ενοικιάζω enoikiázō

νοίκιασμα noíkiasma

νοίκι noíki

ενοίκιο enoíkio

repair

επισκευάζω episkeuázō

επισκευή episkeuḗ

repeat

επαναλαμβάνω epanalambánō

τα ξαναλέγω ta xanalégō

replace

αντικαθιστώ antikathistṓ

replacement

αντικατάσταση antikatástasē

αντικαταστάτης antikatastátēs

reply

αντίλογος

reply; response;

antílogos

απαντώ

answer; reply; respond;

apantṓ

ανταπαντώ antapantṓ

represent

αντιπροσωπεύω antiprosōpeúō

representative

αντιπρόσωπος antiprósōpos

παραστατικός parastatikós

republic

δημοκρατία dēmokratía

reputation

φήμη phḗmē

request

ζητώ

demand; request;

zētṓ

παρακαλώ

please; request;

parakalṓ

παράκληση paráklēsē

require

απαιτώ

demand; exact; require;

apaitṓ

χρειάζομαι

need; require;

chreiázomai

research

research

έρευνα

research; survey;

éreuna

reserve

εφεδρεία ephedreía

παρακρατώ

reserve; stock;

parakratṓ

εφεδρικός ephedrikós

παρακαταθήκη parakatathḗkē

resident

κάτοικος kátoikos

μόνιμος mónimos

resist

αντιστέκομαι antistékomai

resolve

διευθετώ dieuthetṓ

διασκέπτομαι diasképtomai

αποφασίζω

decide; determine; resolve; rule;

apophasízō

λύνω

resolve; solve;

lýnō

resort

θέρετρο théretro

καταφεύγω σε katapheúgō se

resource

πόροι póroi

respect

σέβομαι sébomai

σεβαμός sebamós

σεβασμός

consideration; respect;

sebasmós

respond

απαντώ

answer; reply; respond;

apantṓ

response

απάντηση

answer; response;

apántēsē

αντίλογος

reply; response;

antílogos

responsibility

ευθύνη euthýnē

responsible

αρμόδιος armódios

υπεύθυνος ypeúthynos

rest

ραχάτι racháti

υπόλοιπος ypóloipos

ξεκουράζομαι xekourázomai

ησυχασμός

peace; quiet; rest;

ēsychasmós

restaurant

εστιατόριο estiatório

result

αποτέλεσμα

effect; result;

apotélesma

result

έκβαση

outcome; result;

ékbasē

επίπτωση

consequence; result;

epíptōsē

retain

κρατώ

hold; keep; retain;

kratṓ

παρακρστώ parakrstṓ

διατηρώ

maintain; retain;

diatērṓ

συγκατακρατώ synkatakratṓ

retire

αποσύρομαι aposýromai

return

γυρίζω gyrízō

επιστρέφω epistréphō

επιστροφή epistrophḗ

μετεπιστροφής metepistrophḗs

reveal

αποκαλύπω apokalýpō

διαφαίνομαι

appear; reveal;

diaphaínomai

αποκαλύπτω apokalýptō

revenue

έσοδο ésodo

εισόδημα

income; revenue;

eisódēma

review

αναθεωρώ anatheōrṓ

ανασκόπηση

review; survey;

anaskópēsē

ανασκοπώ anaskopṓ

κριτική

criticism; review;

kritikḗ

reward

αμοιβή

fee; reward;

amoibḗ

ανταμοιβή antamoibḗ

rice

ρύζι rýzi

rich

πλούσιος ploúsios

rid

απαλλάσσω apallássō

ride

ατραξιόν atraxión

βόλτα bólta

ιππεύω ippeúō

ποδηλατώ

cycle; ride;

podēlatṓ

right

δεξιός dexiós

δικαίωμα dikaíōma

σωστός

correct; proper; right;

sōstós

ring

δακτυλίδι daktylídi

δαχτυλίδι dachtylídi

μάτι

eye; ring;

máti

παλαίστρα palaístra

τηλεφωνώ

call; ring; telephone;

tēlephōnṓ

rip

σκίζω

rip; tear;

skízō

rise

σηκώνομαι sēkṓnomai

ορθώνομαι orthṓnomai

αύξηση

increase; rise;

aúxēsē

ανατέλλω anatéllō

αυξάνομαι

grow; rise;

auxánomai

risk

αποτολμώ apotolmṓ

διακυβεύω diakybeúō

ριψοκινδυνεύω ripsokindyneúō

river

ποτάμι potámi

road

δρόμος

road; street;

drómos

rock

κουνώ

rock; shake; swing;

kounṓ

λικνίζω liknízō

πέτρα pétra

ροκ rok

role

ρόλος rólos

roll

κυλώ kylṓ

ψωμάκι psōmáki

κύλινδρος kýlindros

roof

σκεπή skepḗ

στεγή stegḗ

ταράτσα tarátsa

οροφή orophḗ

room

δωμάτιο dōmátio

χώρος

room; space;

chṓros

rope

σκοινί skoiní

rough

τραχύς trachýs

σκληρός

hard; rough; tough;

sklērós

πρόχειρος prócheiros

Page 28: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

roughly

πρόχειρα prócheira

round

γύρος

round; tour;

gýros

περιοδεία periodeía

στρογγυλός strongylós

routine

ρουτίνα routína

row

καβγάς kabgás

σειρά

row; turn;

seirá

κοπηλατώ kopēlatṓ

κωπηλατώ kōpēlatṓ

royal

βασιλικός basilikós

ηγεμονικός ēgemonikós

rub

τρίβω tríbō

ruin

ρήμαγμα rḗmagma

χαλώ chalṓ

δηώνω dēṓnō

χαντακώνω chantakṓnō

rule

αποφασίζω

decide; determine; resolve; rule;

apophasízō

βασιλεύω basileúō

διέπω diépō

ιθύνω ithýnō

κανόνας kanónas

run

τρέχω

run; rush; speed;

tréchō

rush

τρέχω

run; rush; speed;

tréchō

ορμώ

pour; rush;

ormṓ

ορμή

impact; rush;

ormḗ

βιάζομαι

hurry; rush;

biázomai

βιασύνη

hurry; rush;

biasýnē

Ssad

λυπημένος lypēménos

safe

χρηματοκιβώτιο chrēmatokibṓtio

ασφαλής

safe; secure;

asphalḗs

safety

safety

ασφάλεια

insurance; safety; security;

aspháleia

sail

αποπλέω apopléō

πανί paní

πλέω pléō

salad

σαλάτα saláta

salary

μισθός misthós

sale

πώληση pṓlēsē

salt

αλάτι aláti

same

ίδιος ídios

sample

δοκιμάζω

sample; try;

dokimázō

γεύομαι

sample; taste;

geúomai

δείγμα deígma

sand

άμμος ámmos

sandwich

σάντουιτς sántouits

satisfaction

ικανοποίηση ikanopoíēsē

αρέσκεια

pleasure; satisfaction;

aréskeia

save

εκτός ektós

διασώζω diasṓzō

αποταμιεύω apotamieúō

απόκρουση apókrousē

αποκρούω apokroúō

savings

αποταμιεύσεις apotamieúseis

say

λέω

say; tell;

léō

scale

κλίμακα klímaka

κλίμακας klímakas

κλιμάκωση klimákōsē

λέπι lépi

scared

τρομαγμένος tromagménos

scene

σκηνή

scene; stage;

skēnḗ

τοπίο

landscape; scene;

topío

schedule

schedule

πρόγραμμα

program; project; schedule; scheme;

prógramma

προγραμματίζω programmatízō

scheme

πρόγραμμα

program; project; schedule; scheme;

prógramma

school

σχολείο scholeío

science

επιστήμη epistḗmē

score

εικοσαριά eikosariá

σκορ skor

σκοράρω skorárō

scratch

γρατσουνίζω gratsounízō

ξύνω xýnō

γρατσουνιά gratsouniá

αμυχή amychḗ

screen

οθώνη othṓnē

παραβάν parabán

εξετάζω

examine; screen;

exetázō

screw

γαμώ gamṓ

βίδα bída

βιδώνω bidṓnō

γαμήσι gamḗsi

script

σενάριο senário

sea

θάλασσα thálassa

πέλαγος pélagos

search

αναζήτηση anazḗtēsē

season

περιόδος

age; period; season; session;

periódos

περίοδος

period; season;

períodos

περίοδο período

νοστιμίζω nostimízō

εποχή

age; season;

epochḗ

seat

κάθισμα káthisma

καθίζω kathízō

second

δευτερόλεπτο deuterólepto

δεύτερον deúteron

δεύτερος deúteros

secret

μυστικός mystikós

secret

απόρρητος apórrētos

μυστικό mystikó

section

τομή tomḗ

τμήμα tmḗma

secure

ασφαλής

safe; secure;

asphalḗs

ασφαλίζω asphalízō

διασφαλίζω diasphalízō

εδραιώνω edraiṓnō

security

ασφάλεια

insurance; safety; security;

aspháleia

αντίκρισμα

guarantee; security;

antíkrisma

see

βλέπω

see; watch;

blépō

επισκοπική έδρα episkopikḗ édra

seek

αναζητώ anazētṓ

ψάχνω psáchnō

seem

φαίνομαι

appear; look; seem;

phaínomai

select

διαλέγω

choose; pick; select;

dialégō

selection

επιλογή

choice; option; selection;

epilogḗ

sell

εκποιώ ekpoiṓ

πουλώ poulṓ

send

στέλνω stélnō

senior

μεγαλύτερος megalýteros

πρεσβύτερος presbýteros

sense

νόημα nóēma

σωφροσύνη sōphrosýnē

αίσθηση aísthēsē

αίσθημα

feeling; sense;

aísthēma

αισθάνομαι

feel; sense;

aisthánomai

sensitive

ευαίσθητος euaísthētos

sentence

καταδικάζω katadikázō

καταδίκη katadíkē

πρόταση

proposal; sentence; suggestion;

prótasē

Page 29: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

separate

χωριστός chōristós

ιδιαίτερος

private; separate;

idiaíteros

ξεχωριστός xechōristós

χωρίζω

divide; part; separate;

chōrízō

serious

σοβαρός

serious; severe;

sobarós

seriously

βαριά bariá

σοβαρά sobará

serve

υπηρετώ ypēretṓ

service

υπηρεσία

agency; service;

ypēresía

εξυπηρέτηση exypērétēsē

ρουσφέτι rousphéti

σέρβις sérbis

session

περιόδος

age; period; season; session;

periódos

ώρα

hour; session; time;

ṓra

set

καθορισμένος kathorisménos

σετ set

τοποθ topoth

τοποθετώ

install; place; position; put; set;

topothetṓ

setting

περιβάλλον

environment; setting;

peribállon

settle

εγκαθίσταμαι enkathístamai

κανονίζω kanonízō

several

αρκετές arketés

αρκετοί arketoí

severe

αυστηρός

severe; strict;

austērós

δριμύς

bitter; severe;

drimýs

σέρτικος sértikos

σοβαρός

serious; severe;

sobarós

sex

έρωτας

love; sex;

érōtas

σεξ sex

φύλο phýlo

sexual

σεξουαλικός sexoualikós

shake

shake

κουνώ

rock; shake; swing;

kounṓ

σαλεύω

move; shake;

saleúō

σείω seíō

ταράζω tarázō

shall

θα tha

shame

κρίμα kríma

ντροπή ntropḗ

shape

διαμορφώνω diamorphṓnō

μορφώνω morphṓnō

σχήμα schḗma

σχηματίζω schēmatízō

share

μοίρα

lot; share; split;

moíra

μοιράζομαι moirázomai

μοιρά

share; split;

moirá

κλήρος

lot; share;

klḗros

μοιράζω

deal; distribute; share; split;

moirázō

sharp

αιφνίδιος

sharp; sudden;

aiphnídios

κοφτερός kophterós

μυτερός myterós

οξυδερκής oxyderkḗs

she

αυτή

her; she; this;

autḗ

shelter

καταφεύγω katapheúgō

σταλός

pen; shelter;

stalós

προστατεύω

protect; shelter;

prostateúō

καταφύγιο kataphýgio

shift

αλλάζω

change; shift; switch;

allázō

μετακινώ metakinṓ

μετατοπίζω metatopízō

shine

λάμπω lámpō

ship

πλοίο ploío

πλοίo ploío

shirt

πουκάμισο poukámiso

φανέλα phanéla

shock

κραδασμός kradasmós

κρούση

impact; shock;

kroúsē

σοκ sok

shoe

πεταλώνω petalṓnō

παπούτσι papoútsi

shoot

πυροβολώ

fire; shoot; shot;

pyrobolṓ

βλαστός blastós

εκτινάσσω ektinássō

shop

μαγαζί

shop; store;

magazí

προδίδω prodídō

ψωνίζω psōnízō

shopping

ψώνια psṓnia

short

κοντός kontós

shot

πυροβόλησα pyrobólēsa

σκάγια skágia

πυροβολισμός pyrobolismós

πυροβολώ

fire; shoot; shot;

pyrobolṓ

should

θα έπρεπε tha éprepe

shoulder

σπάλα spála

ώμος ṓmos

show

δείχνω

display; indicate; point; show;

deíchnō

σόου sóou

εμφαίνω

indicate; show;

emphaínō

παράσταση

performance; show;

parástasē

shower

επιδαψιλεύω epidapsileúō

μπόρα mpóra

ντους ntous

sick

άρρωστος

ill; sick;

árrōstos

side

μεριά meriá

πλευρά

aspect; side;

pleurá

sign

πίνακας

notice; sign; table;

pínakas

sign

σήμα

sign; signal;

sḗma

σύνθημα

sign; signal;

sýnthēma

ταμπέλα tampéla

υπογράφω ypográphō

signal

σήμα

sign; signal;

sḗma

σινίαλο siníalo

γνέφω gnéphō

ανοίγω φλας anoígō phlas

σύνθημα

sign; signal;

sýnthēma

νεύω neúō

signature

υπογραφή ypographḗ

significant

σημαντικός

important; major; significant;

sēmantikós

significantly

σημαντικά sēmantiká

silly

ανόητος anóētos

χαζός

silly; stupid;

chazós

silver

ασημί asēmí

ασημένιος asēménios

similar

παρόμοιος parómoios

similarly

παρομοίως paromoíōs

simply

απλά aplá

απλώς

merely; simply;

aplṓs

since

εφόσον

for; since;

ephóson

αφού aphoú

από

by; from; of; since; than;

apó

sing

τραγουδώ tragoudṓ

singer

τραγουδιστής tragoudistḗs

τραγουδίστρια tragoudístria

single

μονός

odd; single;

monós

μόνος

alone; lonely; single;

mónos

μονόκλινος monóklinos

ένας μόνος énas mónos

Page 30: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

single

ανύπαντρος anýpantros

sink

βυθίζω bythízō

ναυαγώ nauagṓ

νεροχύτης nerochýtēs

βυθίζομαι bythízomai

sir

κύριε kýrie

sister

αδελφή adelphḗ

αδερφή aderphḗ

sit

κάθομαι káthomai

site

τόπος

place; site;

tópos

situation

θέση

position; situation; status;

thésē

κατάσταση

condition; situation; state; statement; status;

katástasē

size

μέγεθος mégethos

skill

φιλοτεχνία philotechnía

επιδεξιότητα epidexiótēta

ικανότητα

ability; skill;

ikanótēta

τέχνη

art; skill;

téchnē

skin

προβιά probiá

γδέρνω gdérnō

δέρμα dérma

skirt

φούστα phoústa

sky

ουρανός ouranós

sleep

κοιμάμαι koimámai

τσίμπλα tsímpla

ύπνος ýpnos

slice

κόβω σε φέτες kóbō se phétes

φέτα phéta

slide

γλιστρώ

slide; slip;

glistrṓ

τσουλήθρα tsoulḗthra

slight

ελαφρύς

light; slight;

elaphrýs

θίγω thígō

μικρός

little; minor; slight; small; young;

mikrós

slight

προσβάλλω prosbállō

slightly

ελαφρώς elaphrṓs

λίγο

little; slightly;

lígo

slip

γλιστρώ

slide; slip;

glistrṓ

ολίσθημα olísthēma

παραδρομή paradromḗ

γλίστρημα glístrēma

slow

βραδύς bradýs

slowly

σιγά-σιγά sigá-sigá

αργά

late; slowly;

argá

σιγά sigá

small

μικρός

little; minor; slight; small; young;

mikrós

smart

κομψός kompsós

smell

μυρίζω myrízō

μυρωδιά myrōdiá

οσφαίνομαι osphaínomai

smile

χαμόγελο chamógelo

χαμογελώ chamogelṓ

smoke

καπνίζω kapnízō

καπνοί kapnoí

καπνός kapnós

smooth

λεiος leios

λείος leíos

snow

χιόνι chióni

χιονίζω chionízō

so

τόσο tóso

έτσι étsi

society

κοινωνία koinōnía

sock

κάλτσα káltsa

soft

μαλακός malakós

software

λογισμικό logismikó

soil

μαγαρίζω magarízō

solid

solid

συμπαγής sympagḗs

στερεά (τροφή) stereá (trophḗ)

στερεός

solid; substantial;

stereós

solution

διάλυμα diályma

λύση lýsē

solve

λύνω

resolve; solve;

lýnō

some

λίγοι

few; some;

lígoi

μερικοί merikoí

μερικός merikós

somebody

κάποιος

somebody; someone;

kápoios

somehow

κάπως

rather; somehow; somewhat;

kápōs

someone

κάποιος

somebody; someone;

kápoios

something

κάτι káti

sometimes

μερικές φορές merikés phorés

somewhat

κάπως

rather; somehow; somewhat;

kápōs

somewhere

κάπου kápou

son

γιός giós

καμάρι

pride; son;

kamári

υιός yiós

song

τραγούδι tragoúdi

soon

σύντομα

briefly; soon;

sýntoma

σύντομος

brief; soon;

sýntomos

sorry

συγγνώμη syngnṓmē

sort

είδος

kind; sort; strain; type;

eídos

ξεδιαλέγω xedialégō

τακτοποιώ taktopoiṓ

τύπος

guy; sort; version;

týpos

sound

ακούομαι akoúomai

sound

φωνή

sound; voice; volume;

phōnḗ

ήχος ḗchos

γερός gerós

soup

σούπα soúpa

source

πηγή pēgḗ

south

νότος nótos

southern

μεσημβρινός mesēmbrinós

νότιος nótios

space

διάστημα

period; space; spell;

diástēma

χώρος

room; space;

chṓros

spare

περισσεύω perisseúō

φείδωμαι pheídōmai

χαρίζω charízō

περισσευούμενος perisseuoúmenos

speak

κρένω krénō

μιλώ

speak; talk;

milṓ

speaker

ομιλητής omilētḗs

specific

συγκεκριμένος

particular; specific;

synkekriménos

specifically

συγκεκριμένα synkekriména

specify

καθορίζω

determine; quote; specify;

kathorízō

speed

επισπεύδω epispeúdō

ταχύτητα

gear; speed;

tachýtēta

τρέχω

run; rush; speed;

tréchō

φόρα

pace; speed;

phóra

spell

διάστημα

period; space; spell;

diástēma

συλλαβίζω syllabízō

ξόρκι xórki

ορθογραφώ orthographṓ

spend

ξοδεύω xodeúō

spirit

πνεύμα pneúma

Page 31: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

spiritual

πνευματικός

mental; spiritual;

pneumatikós

split

μοιρά

share; split;

moirá

σχίσιμο schísimo

μοιράζω

deal; distribute; share; split;

moirázō

διχοτομία dichotomía

μοίρα

lot; share; split;

moíra

sport

σπορ spor

spot

σπυρί spyrí

βούλα boúla

εντοπίζω entopízō

μέρος

place; spot;

méros

spray

αφρός aphrós

ψεκάζω psekázō

spread

απλώνω aplṓnō

διαδίδω diadídō

επέκταση

extension; spread;

epéktasē

παίρνω έκταση paírnō éktasē

φουντώνω phountṓnō

spring

άνοιξη ánoixē

εκτινάσσομαι ektinássomai

αναπηδώ anapēdṓ

square

τετράγωνο tetrágōno

πλατεία plateía

stable

στάβλος stáblos

σταθερός

consistent; firm; stable;

statherós

staff

προσωπικό prosōpikó

stage

σκηνοθετώ

direct; stage;

skēnothetṓ

στάδιο

leg; stage;

stádio

σκηνή

scene; stage;

skēnḗ

ανεβάζω anebázō

φάση

phase; stage;

phásē

stand

εξέδρα

platform; stand;

exédra

στέκομαι stékomai

star

αστέρι astéri

πρωταγωνιστής prōtagōnistḗs

start

αρχή

beginning; principle; start;

archḗ

ξεκινώ xekinṓ

ξεκίνηση xekínēsē

ξεκίνημα xekínēma

αρχίζω

begin; start;

archízō

έναρξη

beginning; start;

énarxē

state

δηλώνω dēlṓnō

κατάσταση

condition; situation; state; statement; status;

katástasē

κρατίδιο kratídio

κράτος krátos

statement

δήλωση dḗlōsē

κατάσταση

condition; situation; state; statement; status;

katástasē

station

σταθμός stathmós

status

θέση

position; situation; status;

thésē

κατάσταση

condition; situation; state; statement; status;

katástasē

stay

μένω

live; stay;

ménō

steak

μπριζόλα mprizóla

steal

βουτώ boutṓ

κλέβω klébō

step

βήμα

pace; step;

bḗma

βηματίζω bēmatízō

διάβημα

action; step;

diábēma

stick

κολλώ kollṓ

παλούκι paloúki

χώνω chṓnō

still

ακίνητος akínētos

ήρεμος

calm; still;

ḗremos

γαλήνιος galḗnios

ακόμα

even; still; yet;

akóma

αποστακτήριο apostaktḗrio

stock

stock

απόθεμα apóthema

παρακρατώ

reserve; stock;

parakratṓ

stomach

στομάχι stomáchi

storage

αποθήκευση apothḗkeusē

store

μαγαζί

shop; store;

magazí

βάζω

apply; pour; put; store;

bázō

αποθηκεύω apothēkeúō

storm

θύελλα thýella

καταιγίδα kataigída

τρικυμία trikymía

story

ιστορία

story; tale;

istoría

παραμύθι paramýthi

straight

ευθύς euthýs

ίσιος

equal; straight;

ísios

strain

είδος

kind; sort; strain; type;

eídos

ένταση

strain; tension;

éntasē

ζόρι zóri

στραμπουλίζω

strain; twist;

strampoulízō

τεντώνω

strain; stretch;

tentṓnō

διηθώ diēthṓ

strange

παράξενος paráxenos

περίεργος

curious; funny; strange;

períergos

strategy

στρατηγική stratēgikḗ

street

δρόμος

road; street;

drómos

οδός odós

strength

ρώμη rṓmē

stress

τονίζω

highlight; stress;

tonízō

τόνος

stress; tone;

tónos

στρες stres

άγχος ánchos

stretch

stretch

τεζάρω

die; stretch;

tezárō

τεντώνομαι tentṓnomai

τεντώνω

strain; stretch;

tentṓnō

εκτείνομαι

extend; stretch;

ekteínomai

strict

αυστηρός

severe; strict;

austērós

strike

απεργώ apergṓ

χτυπώ

beat; hit; hurt; strike;

chtypṓ

απεργία apergía

χτυπήμα

blow; strike;

chtypḗma

κάνω εντύπωση kánō entýpōsē

string

σπάγγος spángos

χορδή chordḗ

strip

γυμνώνω gymnṓnō

εκδύω ekdýō

γδύνω gdýnō

γδύνομαι gdýnomai

λουρίδα lourída

stroke

εγκεφαλικό enkephalikó

θωπεύω thōpeúō

χαιδεύω chaideúō

χαϊδεύω chaïdeúō

χτύπημα

blow; stroke;

chtýpēma

strong

δυνατός

powerful; strong;

dynatós

strongly

δυνατά dynatá

structure

δομή domḗ

struggle

αγωνίζομαι agōnízomai

αγώνας

match; struggle;

agṓnas

student

φοιτητής phoitētḗs

φοιτήτρια phoitḗtria

study

γραφείο

office; study;

grapheío

μελέτη

study; survey;

melétē

μελετώ meletṓ

σπουδάζω spoudázō

Page 32: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

study

σπουδές spoudés

stuff

πράμα práma

stupid

βλαμμένος blamménos

χαζός

silly; stupid;

chazós

style

στύλος stýlos

ύφος ýphos

στυλ styl

ρυθμός

pace; style;

rythmós

στύλ stýl

subject

αντικείμενο

object; subject;

antikeímeno

θέμα

issue; matter; subject; theme; topic;

théma

υπήκοος ypḗkoos

υποκείμενο ypokeímeno

submit

υποβάλλω

file; submit;

ypobállō

υποστηρίζω

back; maintain; submit;

ypostērízō

παραδίδομαι paradídomai

υποτάσσομαι ypotássomai

substance

ουσία

matter; substance;

ousía

substantial

αξιόλογος axiólogos

ουσιαστικός ousiastikós

στερεός

solid; substantial;

stereós

succeed

επιτυγχάνω epitynchánō

πετυχαίνω petychaínō

success

επιτυχία epitychía

successful

πετυχυμένος petychyménos

πετυχημένος petychēménos

επιτυχημένος epitychēménos

successfully

επιτυχημένα epitychēména

με επιτυχία me epitychía

such

τέτοιος tétoios

τόσος tósos

suck

θηλάζω thēlázō

ουφώ ouphṓ

γλείφω gleíphō

suck

ρουφώ rouphṓ

sudden

αιφνίδιος

sharp; sudden;

aiphnídios

ξαφνικός xaphnikós

suddenly

αιφνιδιαστικά aiphnidiastiká

ξαφνικά xaphniká

suffer

πάσχω páschō

υποφέρω

bear; suffer;

ypophérō

παθαίνω pathaínō

sufficient

επαρκής eparkḗs

sugar

ζάχαρη zácharē

suggest

προτείνω

propose; recommend; suggest;

proteínō

suggestion

πρόταση

proposal; sentence; suggestion;

prótasē

suit

εξυπηρετώ exypēretṓ

κοστούμι kostoúmi

βολεύω boleúō

αρμόζω

become; suit;

armózō

ταιριάζω με tairiázō me

suitable

βολικός

comfortable; suitable;

bolikós

κατάλληλος

appropriate; suitable;

katállēlos

πρόσφορος prósphoros

summer

θερινός therinós

καλοκαίρι kalokaíri

sun

ήλιος ḗlios

super

σούπερ soúper

supermarket

σούπερ μάρκετ soúper márket

supply

παρέχω

provide; supply;

paréchō

παροχή parochḗ

προμήθεια promḗtheia

χορήγηση

administration; issue; supply;

chorḗgēsē

support

στήριγμα stḗrigma

συμπαράσταση symparástasē

support

βοήθεια

help; support;

boḗtheia

υποστήριγμα ypostḗrigma

suppose

υποθέτω

assume; suppose;

ypothétō

υποτίθεται ypotíthetai

sure

σίγουρος

certain; confident; sure;

sígouros

surgery

ιατρείο iatreío

surprise

έκπληξη ékplēxē

surprised

έκπληκτος ékplēktos

surround

περικυκλώνω perikyklṓnō

πλαισίωση plaisíōsē

πλαισιώνω

frame; surround;

plaisiṓnō

survey

ανασκόπηση

review; survey;

anaskópēsē

έρευνα

research; survey;

éreuna

μελέτη

study; survey;

melétē

survive

επιζώ epizṓ

suspect

υποπτεύομαι ypopteúomai

suspicious

καχύποπτος kachýpoptos

ύποπτος ýpoptos

sweet

ηδύς ēdýs

καραμέλα

candy; sweet;

karaméla

γλυκός glykós

swim

κολυμπώ kolympṓ

swimming

κολύμπι kolýmpi

swing

κούνια koúnia

κουνώ

rock; shake; swing;

kounṓ

switch

αλλαγή allagḗ

διακόπτης diakóptēs

αλλάζω

change; shift; switch;

allázō

system

σύστημα sýstēma

Ttable

πίνακας

notice; sign; table;

pínakas

τραπέζι trapézi

tackle

αντιμετωπίζω

face; tackle;

antimetōpízō

κάνω τάκλινγκ kánō táklinnk

take

παίρνω

get; take;

paírnō

tale

ιστορία

story; tale;

istoría

μύθος mýthos

talk

μιλώ

speak; talk;

milṓ

ομιλία omilía

tall

ψηλός

high; tall;

psēlós

tank

άρμα μάχης árma máchēs

δεξαμενή dexamenḗ

τανκς tanks

tap

βρύση brýsē

χτυπώ ελαφρά chtypṓ elaphrá

παρακεντώ parakentṓ

target

στοχεύω stocheúō

στόχος stóchos

task

άθλος áthlos

δουλειά

assignment; business; job; task; work;

douleiá

καθήκον

duty; task;

kathḗkon

taste

γεύομαι

sample; taste;

geúomai

γεύση geúsē

γούστο goústo

tax

προβληματίζω problēmatízō

φορολογώ phorologṓ

φόρος phóros

tea

τσάι tsái

teach

διδάσκω didáskō

teacher

Page 33: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

teacher

καθηγητής

professor; teacher;

kathēgētḗs

καθηγήτρια kathēgḗtria

δασκάλα daskála

δάσκαλος dáskalos

team

ομάδα

group; team;

omáda

tear

δάκρυ dákry

σκίζω

rip; tear;

skízō

σχίζω schízō

technology

τεχνολογία technología

telephone

τηλέφωνο tēléphōno

τηλεφωνώ

call; ring; telephone;

tēlephōnṓ

television

τηλεόραση tēleórasē

tell

αφηγούμαι aphēgoúmai

διηγούμαι

relate; tell;

diēgoúmai

λέω

say; tell;

léō

ξεχωρίζω xechōrízō

temperature

πυρετός pyretós

θερμοκρασία thermokrasía

temporary

προσωρινός prosōrinós

πρόσκαιρος próskairos

tend

επιμελούμαι epimeloúmai

περιποιούμαι peripoioúmai

tennis

τένις ténis

tension

ένταση

strain; tension;

éntasē

term

όρος

mountain; term;

óros

τρίμηνο trímēno

διορία dioría

terrible

φοβερός phoberós

τρομερός tromerós

terribly

απαίσια apaísia

test

ελέγχω

check; test;

elénchō

text

κείμενο

passage; text;

keímeno

than

από

by; from; of; since; than;

apó

thank

ευχαριστώ

please; thank; thanks;

eucharistṓ

thanks

ευχαριστώ

please; thank; thanks;

eucharistṓ

that

εκείνος ekeínos

που

that; where;

pou

the

το to

η ē

ο o

οι oi

τα ta

their

ο δικός τους o dikós tous

them

αυτές

them; these; they;

autés

αυτούς autoús

αυτά

them; these; they;

autá

theme

θέμα

issue; matter; subject; theme; topic;

théma

themselves

αυτοί οι ίδιο autoí oi ídio

then

έπειτα

after; then;

épeita

μετά

after; next; then;

metá

τότε tóte

εν συνέχεια en synécheia

theory

θεωρία theōría

there

εκεί ekeí

therefore

άραγε árage

γιαυτό giautó

these

αυτές

them; these; they;

autés

αυτοί

these; they;

autoí

αυτά

them; these; they;

autá

they

they

αυτές

them; these; they;

autés

αυτοί

these; they;

autoí

αυτά

them; these; they;

autá

thick

πυκνός pyknós

thin

λεπτός leptós

ψιλός psilós

ισχνός ischnós

αραιώνω araiṓnō

αραιός araiós

λιγνός lignós

thing

πράγμα

item; thing;

prágma

think

νομίζω nomízō

σκέπτομαι sképtomai

σκέφτομαι sképhtomai

this

αυτή

her; she; this;

autḗ

αυτό

it; this;

autó

αυτός

he; this;

autós

those

εκείνα ekeína

εκείνες ekeínes

εκείνοι ekeínoi

though

αν και

although; though;

an kai

μολονότι molonóti

thought

σκέψη

consideration; thought;

sképsē

σκεφτόμουν skephtómoun

νόμιζα nómiza

three

τρία tría

τρείς treís

throat

λαιμός

neck; throat;

laimós

through

δια μέσου dia mésou

διά μέσου diá mésou

διαμέσου diamésou

throughout

σε ολόκληρη se olóklērē

σε ολόκληρο se olóklēro

throw

πετώ

dump; fly; throw;

petṓ

ρίχνω

drop; dump; pour; throw;

ríchnō

πέταγμα pétagma

ticket

εισιτήριο eisitḗrio

tie

γραβάτα grabáta

δένω dénō

tight

σφιχτός sphichtós

στενός

narrow; tight;

stenós

till

ταμείο tameío

μέχρι

till; until;

méchri

time

καιρός

time; weather;

kairós

φορά phorá

χρόνος

time; year;

chrónos

ώρα

hour; session; time;

ṓra

tiny

τοσοδούλης tosodoúlēs

μικροσκοπικός

minute; tiny;

mikroskopikós

tip

ρεγάλο regálo

πουρμπουάρ pourmpouár

αιχμή

point; tip;

aichmḗ

ποδοκόπι podokópi

tired

κουρασμένος kourasménos

title

τίτλος títlos

to

προς

to; towards;

pros

σε

at; in; on; to; upon;

se

today

σήμερα

currently; today;

sḗmera

together

μαζί

together; with;

mazí

tomorrow

αύριο aúrio

tone

ατμόσφαιρα

air; atmosphere; tone;

atmósphaira

Page 34: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

tone

τόνος

stress; tone;

tónos

tongue

γλώσσα

language; tongue;

glṓssa

tonight

απόψε apópse

too

επίσης

also; too;

epísēs

tool

εργαλείο

implement; tool;

ergaleío

ψωλή psōlḗ

tooth

δόντι dónti

top

κορυφαίος

leading; top;

koryphaíos

κορυφή

peak; top;

koryphḗ

topic

θέμα

issue; matter; subject; theme; topic;

théma

total

σύνολο sýnolo

ολικός

full; total;

olikós

touch

συγκινώ

affect; move; touch;

synkinṓ

πινελιά pineliá

εγγίζω engízō

αγγίζω angízō

tough

δύσκολος

difficult; hard; tough;

dýskolos

σκληρός

hard; rough; tough;

sklērós

σκληροτράχηλος sklērotráchēlos

tour

ταξίδι taxídi

γύρος

round; tour;

gýros

περιοδεύω periodeúō

tourist

τουρίστας tourístas

τουριστικός touristikós

towards

προς

to; towards;

pros

towel

πετσέτα petséta

tower

πύργος pýrgos

town

town

πόλη

city; town;

pólē

track

μονοπάτι

path; track;

monopáti

ίχνη íchnē

ανιχνεύω anichneúō

πίστα písta

trade

εμπόριο empório

επάγγελμα

profession; trade;

epángelma

επιτήδευμα epitḗdeuma

tradition

παράδοση

delivery; tradition;

parádosē

traditional

παραδοσιακός paradosiakós

traffic

δοσοληψία dosolēpsía

κυκλοφορία kyklophoría

train

εκπαιδεύω ekpaideúō

προγυμνάζομαι progymnázomai

τρένο tréno

αμαξοστοιχία amaxostoichía

trainer

εκπαιδευτής ekpaideutḗs

προπονητής

coach; trainer;

proponētḗs

training

εκπαίδευση ekpaídeusē

προπόνηση propónēsē

προπονούμενος proponoúmenos

transition

μετάβαση metábasē

translate

μεταφράζω metaphrázō

travel

ταξιδεύω taxideúō

treat

μεταχειρίζομαι

handle; treat;

metacheirízomai

θεραπεύω therapeúō

κέρασμα kérasma

κερνώ kernṓ

tree

δέντρο déntro

trick

κομπίνα kompína

ξεγελώ xegelṓ

τρικ trik

κόλπο kólpo

trip

trip

ταξιδάκι taxidáki

πεδικλώνω pediklṓnō

trouble

φασαρία phasaría

ταλαιπωρία talaipōría

ενοχλώ

bother; trouble;

enochlṓ

μπελάς mpelás

true

αληθής alēthḗs

trust

εμπιστεύομαι empisteúomai

εμπιστοσύνη

confidence; trust;

empistosýnē

truth

αλήθεια

really; truth;

alḗtheia

try

δοκιμάζω

sample; try;

dokimázō

εκδικάζω ekdikázō

προσπαθώ

attempt; try;

prospathṓ

tune

κουρδίζω

tune; wind;

kourdízō

μελωδία melōdía

turn

στροφή

bend; turn; twist;

strophḗ

σειρά

row; turn;

seirá

στρίβω stríbō

twice

δυο φορές dyo phorés

twist

καμπή kampḗ

πλοκή plokḗ

στραμπουλίζω

strain; twist;

strampoulízō

στροφή

bend; turn; twist;

strophḗ

διαστροφή diastrophḗ

two

δυο dyo

type

δακτυλογραφώ daktylographṓ

είδος

kind; sort; strain; type;

eídos

typical

τυπικός typikós

Uugly

άσχημος

bad; ugly;

áschēmos

ultimately

τελικά

eventually; finally; ultimately;

teliká

uncle

θείος theíos

under

κάτω από

below; under;

kátō apó

understand

κατανοώ

appreciate; understand;

katanoṓ

καταλαβαίνω katalabaínō

understanding

κατανόηση katanóēsē

unfortunately

δυστυχώς dystychṓs

unhappy

δυστυχισμένος dystychisménos

union

ένωση énōsē

σωματειακός sōmateiakós

unique

μοναδικός monadikós

unit

μονάδα monáda

united

ηνωμένος ēnōménos

university

πανεπιστήμιο panepistḗmio

unless

εκτός κιαν ektós kian

εξόν κι΄αν exón ki΄an

εκτός εάν ektós eán

unlikely

απίθανος

great; unlikely;

apíthanos

until

μέχρι

till; until;

méchri

ώσπου ṓspou

up

πάνω

over; up;

pánō

άνω

above; up; upper;

ánō

upon

πάνω σε

on; upon;

pánō se

σε

at; in; on; to; upon;

se

upper

άνω

above; up; upper;

ánō

upset

αναστατώνω anastatṓnō

στενοχωρώ πολύ stenochōrṓ polý

Page 35: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

upset

ταραγμένος taragménos

upstairs

στο πάνω όροφο sto pánō óropho

us

εμάς emás

use

χρήση

application; use;

chrḗsē

χρησιμοποιώ

employ; use;

chrēsimopoiṓ

useful

χρήσιμος chrḗsimos

user

χρήστης chrḗstēs

usual

συνήθης synḗthēs

usually

συνήθως synḗthōs

Vvacation

διακοπές

holiday; vacation;

diakopés

valuable

τιμαλφής timalphḗs

πολύτιμος polýtimos

value

τιμή

price; rate; value;

timḗ

εκτιμώ

appreciate; value;

ektimṓ

αξία axía

variation

παραλλαγή

change; variation;

parallagḗ

variety

ποικιλία poikilía

various

διάφορα diáphora

διάφορος diáphoros

vary

ποικίλλω poikíllō

παραλλάζω

change; vary;

parallázō

vast

απέραντος apérantos

τεράστιος

huge; massive; vast;

terástios

vegetable

λαχανικό lachanikó

vehicle

όχημα óchēma

version

εκδοχή ekdochḗ

version

τύπος

guy; sort; version;

týpos

very

πολύ

greatly; much; very;

polý

view

άποψη

aspect; opinion; perspective; view;

ápopsē

θέα théa

village

χωριό chōrió

virtually

κατουσίαν katousían

ουσιαστικά

essentially; virtually;

ousiastiká

σχεδόν

almost; nearly; virtually;

schedón

virus

ιός iós

visible

ορατός oratós

visit

επίσκεψη epískepsē

επισκέπτομαι episképtomai

visual

οπτικός optikós

voice

φωνή

sound; voice; volume;

phōnḗ

εκφράζω

express; voice;

ekphrázō

volume

όγκος

growth; volume;

ónkos

ποσότητα

quantity; volume;

posótēta

φωνή

sound; voice; volume;

phōnḗ

Wwait

περιμένω

expect; wait;

periménō

περίμενε perímene

wake

ξυπνώ xypnṓ

απονέρια aponéria

αγρυπνία νεκρού agrypnía nekroú

walk

περίπατος perípatos

περπατώ perpatṓ

σεργιανίζω sergianízō

wall

τοίχος toíchos

want

want

έλλειψη

lack; want;

élleipsē

θέλω thélō

ανάγκη

need; want;

anánkē

war

πόλεμος pólemos

warm

ζεστός zestós

warn

προειδοποιώ proeidopoiṓ

warning

προειδοποίηση proeidopoíēsē

wash

πλύνω plýnō

πλένω plénō

waste

σπαταλώ spatalṓ

σπατάλη spatálē

λύμα lýma

απόβλητα apóblēta

watch

βλέπω

see; watch;

blépō

παρακολουθώ

attend; monitor; watch;

parakolouthṓ

ρολόι

clock; watch;

rolói

φρουρά

guard; watch;

phrourá

water

ποτίζω potízō

ύδωρ ýdōr

νερό neró

wave

κύμα kýma

way

τρόπος

manner; way;

trópos

we

εμείς emeís

weak

αδύναμος adýnamos

ανίσχυρος aníschyros

wealth

χλδή chldḗ

πλούτος ploútos

wear

φορώ phorṓ

weather

καιρός

time; weather;

kairós

wedding

γάμος

marriage; wedding;

gámos

week

εβδομάδα ebdomáda

weekend

σαββατοκύριακο sabbatokýriako

weekly

εβδομαδιαίος ebdomadiaíos

weigh

ζυγίζω zygízō

έχω βάρος échō báros

weight

βάρος báros

weird

απόκοσμος apókosmos

αλλόκοτος allókotos

welcome

υποδοχή

reception; welcome;

ypodochḗ

καλοδεχόμενος kalodechómenos

καλωσορίζω kalōsorízō

well

πηγάδι pēgádi

λοιπόν loipón

καλά kalá

αναβλύζω anablýzō

west

δύση dýsē

western

γουέστερν gouéstern

δυτικός dytikós

what

τι ti

τί tí

whatever

οτιδήποτε otidḗpote

wheel

ρόδα róda

τροχός trochós

when

όταν ótan

πότε póte

whenever

οποτεδήποτε opotedḗpote

where

πού poú

όπου ópou

που

that; where;

pou

whereas

ενώ

whereas; while;

enṓ

whether

αν

if; whether;

an

είτε

either; whether;

eíte

Page 36: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

which

ποίο poío

το οποίο to opoío

while

ενώ

whereas; while;

enṓ

white

λευκό leukó

λευκός

blank; white;

leukós

άσπρος áspros

who

ποιός poiós

ο οποίος o opoíos

whoever

οποιοσδήποτε opoiosdḗpote

whole

ακέραιος akéraios

άρτιος ártios

ολόκληρος

complete; entire; whole;

olóklēros

whose

ποιανού poianoú

του οποίου tou opoíou

τίνος tínos

why

γιατί

because; why;

giatí

wide

πλατύς platýs

φαρδύς

broad; wide;

phardýs

widely

ευρέως euréōs

πλατέως platéōs

wife

γυναίκα

wife; woman;

gynaíka

σύζυγος

husband; wife;

sýzygos

η σύζηγος ē sýzēgos

η σύζυγος ē sýzygos

wild

άγριος ágrios

will

διαθήκη diathḗkē

θέληση thélēsē

προαίρεση

intention; will;

proaíresē

willing

πρόθυμος próthymos

win

νικώ

beat; best; win;

nikṓ

κερδίζω

earn; gain; win;

kerdízō

wind

αιολική aiolikḗ

άνεμος ánemos

κουρδίζω

tune; wind;

kourdízō

window

παράθυρο paráthyro

wine

οίνος oínos

κρασί krasí

wing

το φτερό to phteró

φτερό phteró

winner

νικητής nikētḗs

winter

διαχειμάζω diacheimázō

χειμώνας cheimṓnas

wise

σοφός sophós

συνετός synetós

φρόνιμος phrónimos

wish

ευχή euchḗ

μακάρι makári

εύχομαι eúchomai

with

μαζί

together; with;

mazí

με

me; with;

me

within

εντός entós

μέσα

inside; within;

mésa

without

άνευ áneu

χωρίς chōrís

witness

είμαι μάρτυρας eímai mártyras

μάρτυρας mártyras

μαρτυρώ martyrṓ

woman

γθναίκα gthnaíka

γυναίκα

wife; woman;

gynaíka

wonder

θαύμα thaúma

θαυμασμός thaumasmós

διερωτώμαι dierōtṓmai

αναρωτιέμαι anarōtiémai

wonderful

υπέροχος ypérochos

θαυμάσιος thaumásios

wood

wood

μικρό δάσος mikró dásos

ξύλο xýlo

wooden

ξύλινος xýlinos

word

λέξη léxē

work

εργασία

employment; work;

ergasía

εργάζομαι ergázomai

δουλειά

assignment; business; job; task; work;

douleiá

δουλεύω douleúō

working

εργαζόμενος ergazómenos

που δουλεύει pou douleúei

που λειτουργεί pou leitourgeí

world

υφήλιος yphḗlios

κόσμος

people; world;

kósmos

worry

έννοια

concept; meaning; worry;

énnoia

ανησυχώ anēsychṓ

would

είθε

may; would;

eíthe

wrap

τυλίγω tylígō

write

γράφω gráphō

συντάσσω syntássō

writer

συγγραφέας

author; writer;

syngraphéas

writing

γραφή graphḗ

wrong

λάθος

error; false; fault; mistake; wrong;

láthos

Yyard

προαύλιο proaúlio

αυλή

court; yard;

aulḗ

year

έτος étos

χρονιά chroniá

χρόνος

time; year;

chrónos

yellow

κίτρινος kítrinos

δειλός deilós

yes

ναι nai

yesterday

χθες chthes

yet

ακόμα

even; still; yet;

akóma

ωστόσο ōstóso

you

εσείς eseís

εσύ esý

σας

you; your;

sas

young

μικρός

little; minor; slight; small; young;

mikrós

νέος

new; young;

néos

your

δικός σου

your; yours;

dikós sou

σας

you; your;

sas

δικός σας

your; yours;

dikós sas

yours

δικός σας

your; yours;

dikós sas

δικός σου

your; yours;

dikós sou

yourself

ο εαυτός σου o eautós sou

youth

νεότητα neótēta

νεαρός nearós

Page 37: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

Ααγαθός

agathós

αγαθός; καλός;

good

αγάπη

agápē

αγάπη; αγαπώ; έρωτας;

love

αγαπητός

agapētós

αγαπητός; ακριβός;

dear

αγαπώ

agapṓ

αγάπη; αγαπώ; έρωτας;

love

αγγίζω

angízō

αγγίζω; εγγίζω; πινελιά; συγκινώ;

touch

αγελάδα

ageláda cow

αγκιστρώνω

ankistrṓnō

άγκιστρο; αγκιστρώνω; αγκύλη; γάντζος; τσιγγέλι;

hook

αγκύλη

ankýlē

άγκιστρο; αγκιστρώνω; αγκύλη; γάντζος; τσιγγέλι;

hook

αγνοώ

agnoṓ

αγνοώ; παραβλέπω;

ignore

αγορά

agorá

αγορά; αγοράζω;

purchase

agorá market

agorá

αγορά; μοιράζω;

deal

αγοράζω

agorázō buy

agorázō

αγορά; αγοράζω;

purchase

αγοραστής

agorastḗs buyer

αγόρι

agóri boy

αγρόκτημα

agróktēma farm

αγρότης

agrótēs farmer

αγρυπνία νεκρού

agrypnía nekroú

αγρυπνία νεκρού; απονέρια; ξυπνώ;

wake

αγχώδης

anchṓdēs

αγχώδης; ανήσυχος;

anxious

αγωγή

agōgḗ

αγωγή; διάβημα; δράση; ενέργεια; επενέργεια;

action

αγώνας

αγώνας

agṓnas

αγώνας; αγωνίζομαι;

struggle

agṓnas

αγώνας; σπίρτο; συνταιριάζω; ταιριάζω;

match

αγωνίζομαι

agōnízomai

αγώνας; αγωνίζομαι;

struggle

αγωνιστικός

agōnistikós

αγωνιστικός; ανταγωνιστικός; συναγωνιστικός;

competitive

αδελφή

adelphḗ

αδελφή; αδερφή;

sister

αδελφός

adelphós

αδελφός; αδερφός;

brother

αδερφή

aderphḗ

αδελφή; αδερφή;

sister

αδερφός

aderphós

αδελφός; αδερφός;

brother

αδιάκοπος

adiákopos

αδιάκοπος; συνεχής;

constant

αδύναμος

adýnamos

αδύναμος; ανίσχυρος;

weak

αδύνατον

adýnaton impossible

αέρας

aéras

αέρας; ατμόσφαιρα;

air

αέριο

aério

αέριο; βενζίνη;

gas

αεροδρόμιο

aerodrómio airport

αεροπλάνο

aeropláno

αεροπλάνο; επίπεδο; πλάνη; ροκάνι; στάθμη;

plane

αίθουσα

aíthousa

αίθουσα; χωλ;

hall

αίθριος

aíthrios

αίθριος; πρόστιμο; φίνος; ψιλή; ωραίος;

fine

αίμα

aíma blood

αιολική

aiolikḗ

αιολική; άνεμος; κουρδίζω;

wind

αισθάνομαι

aisthánomai

αισθάνομαι; αίσθημα; αίσθηση; νόημα; σωφροσύνη;

sense

αισθάνομαι

aisthánomai

αισθάνομαι; νιώθω; υφή;

feel

αίσθημα

aísthēma

αισθάνομαι; αίσθημα; αίσθηση; νόημα; σωφροσύνη;

sense

aísthēma feeling

αίσθηση

aísthēsē

αισθάνομαι; αίσθημα; αίσθηση; νόημα; σωφροσύνη;

sense

αισχρός

aischrós

αισχρός; ακαθάριστος; πρόστυχος; χοντρός;

gross

αίτηση

aítēsē

αίτηση; άλειμμα; εφαρμογή; προσήλωση; χρήση;

application

αιτία

aitía

αιτία; προκαλώ; προξενώ; σκοπός;

cause

aitía

αιτία; αιτιολογία; λόγος;

reason

αιτιολογία

aitiología

αιτία; αιτιολογία; λόγος;

reason

αιτούμαι

aitoúmai

αιτούμαι; βάζω; εφαρμόζω; κάνω αίτηση;

apply

αιφνιδιαστικά

aiphnidiastiká

αιφνιδιαστικά; ξαφνικά;

suddenly

αιφνίδιος

aiphnídios

αιφνίδιος; κοφτερός; μυτερός; οξυδερκής;

sharp

aiphnídios

αιφνίδιος; ξαφνικός;

sudden

αιχμή

aichmḗ

αιχμή; ποδοκόπι; πουρμπουάρ; ρεγάλο;

tip

aichmḗ

αιχμή; δείχνω; επισημαίνω; σημείο; στίγμα;

point

ακαθάριστος

akatháristos

αισχρός; ακαθάριστος; πρόστυχος; χοντρός;

gross

ακαταστασία

akatastasía mess

ακέραιος

akéraios

ακέραιος; άρτιος; ολόκληρος;

whole

ακίνητο

akínēto

ακίνητο; κτήμα; περιουσία; σπίτι;

property

ακίνητος

akínētos

ακίνητος; ακόμα; αποστακτήριο; γαλήνιος; ήρεμος;

still

ακμαίος

ακμαίος

akmaíos

ακμαίος; δραστήριος; ενεργετικός; ενεργός;

active

ακοή

akoḗ hearing

ακολουθία

akolouthía

ακολουθία; οπαδοί; παρακολούθηση;

following

ακολουθώ

akolouthṓ follow

ακόμα

akóma

ακίνητος; ακόμα; αποστακτήριο; γαλήνιος; ήρεμος;

still

akóma

ακόμα; ωστόσο;

yet

akóma

ακόμα; ακόμα και; ίσος;

even

ακόμα και

akóma kai

ακόμα; ακόμα και; ίσος;

even

ακούομαι

akoúomai

ακούομαι; γερός; ήχος; φωνή;

sound

ακούω

akoúō hear

akoúō

ακούω; αφουγκράζομαι;

listen

ακραίος

akraíos extreme

ακριβής

akribḗs neat

akribḗs

ακριβής; απαιτώ;

exact

akribḗs accurate

ακριβός

akribós expensive

akribós

αγαπητός; ακριβός;

dear

ακριβώς

akribṓs exactly

ακροατήριο

akroatḗrio audience

ακτή

aktḗ coast

aktḗ

ακτή; αμμουδιά; γιαλός;

beach

ακυρώνω

akyrṓnō cancel

αλάτι

aláti salt

αλήθεια

alḗtheia

αλήθεια; πράγματι; πράγματικά;

really

alḗtheia truth

αληθής

alēthḗs true

Page 38: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

αληθινός

alēthinós

αληθινός; πραγματικός;

actual

αλιεία

alieía

αλιεία; αλιευτικός; ψάρεμα;

fishing

αλιευτικός

alieutikós

αλιεία; αλιευτικός; ψάρεμα;

fishing

αλκοόλ

alkoól

αλκοόλ; οινόπνευμα;

alcohol

αλλά

allá

αλλά; όμως;

but

αλλαγή

allagḗ

αλλαγή; αλλάζω; διακόπτης;

switch

αλλάζω

allázō

αλλάζω; μετακινώ; μετατοπίζω;

shift

allázō

αλλάζω; μεταβολή; μετατροπή; παραλλαγή; παραλλάζω;

change

allázō

αλλαγή; αλλάζω; διακόπτης;

switch

αλληλοεπίδραση

allēloepídrasē interaction

αλλιώς

alliṓs

αλλιώς; διαφορετικά;

otherwise

alliṓs

αλλιώς; άλλος;

else

αλλόκοτος

allókotos

αλλόκοτος; απόκοσμος;

weird

αλλού

alloú elsewhere

αλυσίδα

alysída

αλυσίδα; καδένα;

chain

αμαξοστοιχία

amaxostoichía

αμαξοστοιχία; εκπαιδεύω; προγυμνάζομαι; τρένο;

train

αμέσως

amésōs

αμέσως; επί τόπου; πάραυτα;

immediately

αμμουδιά

ammoudiá

ακτή; αμμουδιά; γιαλός;

beach

αμοιβή

amoibḗ

αμοιβή; δίδακτρα; τιμάριο;

fee

amoibḗ

αμοιβή; ανταμοιβή;

reward

αμπάρι

ampári

αμπάρι; κρατώ; συγκρατώ;

hold

αμυχή

amychḗ

αμυχή; γρατσουνιά; γρατσουνίζω; ξύνω;

scratch

αμφιβάλλω

amphibállō

αμφιβάλλω; αμφιβολία; αμφισβητώ;

doubt

αμφιβολία

amphibolía

αμφιβάλλω; αμφιβολία; αμφισβητώ;

doubt

αμφισβητώ

amphisbētṓ

αμφιβάλλω; αμφιβολία; αμφισβητώ;

doubt

αν

an

αν; εάν;

if

an

αν; είτε;

whether

αν και

an kai

αν και; μολονότι;

though

an kai although

αναβλύζω

anablýzō

αναβλύζω; καλά; λοιπόν; πηγάδι;

well

ανάβω

anábō

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

αναγκαίος

anankaíos necessary

ανάγκη

anánkē

ανάγκη; έλλειψη; θέλω;

want

anánkē

ανάγκη; χρειάζομαι;

need

ανάγλυφος

anáglyphos

ανάγλυφος; ανακούφιση; αρωγή; εκτόνωση;

relief

αναγνωρίζω

anagnōrízō

αναγνωρίζω; ταυτίζω;

identify

anagnōrízō

αναγνωρίζω; εκτιμώ; κατανοώ;

appreciate

αναγνώριση

anagnṓrisē recognition

αναγόρευση

anagóreusē

αναγόρευση; εκλογές;

election

αναγωγή

anagōgḗ

αναγωγή; αναφορά;

reference

ανάδειξη

anádeixē

ανάδειξη; προαγωγή; προώθηση;

promotion

ανάδραση

anádrasē

ανάδραση; ανατροφοδότηση;

feedback

αναζήτηση

anazḗtēsē search

αναζητώ

anazētṓ

αναζητώ; ψάχνω;

seek

ανάθεση

anáthesē

ανάθεση; αποστολή; δουλειά; ορισμός;

assignment

αναθέτω

anathétō

αναθέτω; έφοδος; κατηγορία; φροντίδα;

charge

αναθεωρώ

anatheōrṓ

αναθεωρώ; ανασκόπηση; ανασκοπώ; κριτική;

review

αναίδεια

anaídeia

αναίδεια; θράσος; θρασύτητα; μάγουλο;

cheek

ανακαλύπτω

anakalýptō discover

ανακατεύω

anakateúō

ανακατεύω; ανακατώνω; αναμιγνύω; μίγμα;

mix

ανακατώνω

anakatṓnō

ανακατεύω; ανακατώνω; αναμιγνύω; μίγμα;

mix

ανακοινώνω

anakoinṓnō announce

ανακόπτω

anakóptō

ανακόπτω; αναχαιτίζω; ελέγχω; καρέ; σταματώ;

check

ανακουφίζω

anakouphízō

ανακουφίζω; ξαλαφρώνω;

relieve

ανακούφιση

anakoúphisē

ανάγλυφος; ανακούφιση; αρωγή; εκτόνωση;

relief

ανακρίνω

anakrínō

ανακρίνω; ερώτημα; ερώτηση; ζήτημα;

question

ανακτώ

anaktṓ

ανακτώ; αναρρώνω; επανακτώ;

recover

αναληθής

analēthḗs

αναληθής; λάθος; ψευδής; ψεύτικος; ψεύτικός;

false

αναλογία

analogía

αναλογία; τιμή;

rate

ανάλυση

análysē analysis

αναλυτής

analytḗs analyst

αναμένω

anaménō

αναμένω; περιμένω; προσδοκώ;

expect

ανάμεσα

anámesa

ανάμεσα; ανάμεσα σε;

among

ανάμεσα σε

anámesa se

ανάμεσα; ανάμεσα σε;

among

αναμέτρηση

anamétrēsē meeting

αναμιγνύω

anamignýō

ανακατεύω; ανακατώνω; αναμιγνύω; μίγμα;

mix

ανάμνηση

anámnēsē

ανάμνηση; μνήμη;

memory

αναπηδώ

anapēdṓ

αναπηδώ; άνοιξη; εκτινάσσομαι;

spring

αναπνοή

anapnoḗ

αναπνοή; ανάσα;

breath

αναπόφευκτος

anapópheuktos inevitable

ανάπτυξη

anáptyxē

ανάπτυξη; εξέλιξη;

development

anáptyxē

ανάπτυξη; όγκος;

growth

αναπτύσσομαι

anaptýssomai

αναπτύσσομαι; αναπτύσσω;

develop

αναπτύσσω

anaptýssō

αναπτύσσομαι; αναπτύσσω;

develop

αναρρώνω

anarrṓnō

ανακτώ; αναρρώνω; επανακτώ;

recover

αναρωτιέμαι

anarōtiémai

αναρωτιέμαι; διερωτώμαι; θαύμα; θαυμασμός;

wonder

ανάσα

anása

αναπνοή; ανάσα;

breath

ανασκόπηση

anaskópēsē

ανασκόπηση; έρευνα; μελέτη;

survey

anaskópēsē

αναθεωρώ; ανασκόπηση; ανασκοπώ; κριτική;

review

ανασκοπώ

anaskopṓ

αναθεωρώ; ανασκόπηση; ανασκοπώ; κριτική;

review

αναστατώνω

anastatṓnō

αναστατώνω; στενοχωρώ πολύ; ταραγμένος;

upset

αναστηλώνω

anastēlṓnō

αναστηλώνω; ανατρέφω; αυξάνω; σηκώνω; υψώνω;

raise

ανάστημα

Page 39: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

ανάστημα

anástēma

ανάστημα; κορμοστασιά; μπόι; χτίζω;

build

ανατέλλω

anatéllō

ανατέλλω; αυξάνομαι; αύξηση; ορθώνομαι; σηκώνομαι;

rise

ανατολή

anatolḗ east

ανατολικός

anatolikós eastern

ανατρέφω

anatréphō

αναστηλώνω; ανατρέφω; αυξάνω; σηκώνω; υψώνω;

raise

ανατρέχω

anatréchō

ανατρέχω; συμβουλεύομαι;

consult

ανατροφοδότηση

anatrophodótēsē

ανάδραση; ανατροφοδότηση;

feedback

αναφέρομαι

anaphéromai

αναφέρομαι; παραπέμπω;

refer

αναφέρω

anaphérō

αναφέρω; αναφορά;

mention

αναφορά

anaphorá

αναγωγή; αναφορά;

reference

anaphorá

αναφορά; λογαριασμός; σημασία;

account

anaphorá

αναφέρω; αναφορά;

mention

αναχαιτίζω

anachaitízō

ανακόπτω; αναχαιτίζω; ελέγχω; καρέ; σταματώ;

check

anachaitízō

αναχαιτίζω; περιέχω; περιλαμβάνω;

contain

ανάχωμα

anáchōma

ανάχωμα; όχθη; τράπεζα;

bank

αναχώρηση

anachṓrēsē

αναχώρηση; απόκλιση;

departure

ανδρικός

andrikós

ανδρικός; αρσενικός;

male

ανεβάζω

anebázō

ανεβάζω; σκηνή; σκηνοθετώ; στάδιο; φάση;

stage

ανέγερση

anégersē

ανέγερση; κατασκευή;

construction

ανέκφραστος

anékphrastos

άγραφος; άγραφτος; ανέκφραστος; κενό; λευκός;

blank

ανεμιστήρας

ανεμιστήρας

anemistḗras

ανεμιστήρας; βεντάλια; κάνω αέρα; οπαδός;

fan

ανεξαρτησία

anexartēsía independence

ανεξάρτητος

anexártētos

ανεξάρτητος; αυτεξούσιος;

independent

ανεπίσημος

anepísēmos informal

ανέρχομαι

anérchomai

ανέρχομαι; ποσό; ποσόν;

amount

ανεύρεση

aneúresē

ανεύρεση; βρίσκω; εύρημα;

find

ανήκω

anḗkō belong

ανησυχία

anēsychía

ανησυχία; ενδιαφέρον; προβληματισμός;

concern

anēsychía anxiety

ανήσυχος

anḗsychos concerned

anḗsychos

αγχώδης; ανήσυχος;

anxious

ανησυχώ

anēsychṓ

ανησυχώ; έννοια;

worry

ανθρώπινος

anthrṓpinos

ανθρώπινος; άνθρωπος;

human

ανίσχυρος

aníschyros

αδύναμος; ανίσχυρος;

weak

ανιχνεύω

anichneúō

ανιχνεύω; ίχνη; μονοπάτι; πίστα;

track

ανόητος

anóētos

ανόητος; χαζός;

silly

ανοίγω

anoígō

ανοίγω; ανοικτός; ανοιχτός; εγκαινιάζω;

open

ανοίγω φλας

anoígō phlas

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

ανοικτός

anoiktós

ανοίγω; ανοικτός; ανοιχτός; εγκαινιάζω;

open

ανοιχτός

anoichtós

ανοίγω; ανοικτός; ανοιχτός; εγκαινιάζω;

open

ανταγωνιστικός

antagōnistikós

αγωνιστικός; ανταγωνιστικός; συναγωνιστικός;

competitive

ανταλλάσσω

ανταλλάσσω

antallássō

ανταλλάσσω; διαφωνία; λογομαχία; συνάλλαγμα;

exchange

ανταμοιβή

antamoibḗ

αμοιβή; ανταμοιβή;

reward

αντανακλώ

antanaklṓ

αντανακλώ; αντικατοπτρίζω;

reflect

ανταπαντώ

antapantṓ

ανταπαντώ; αντίλογος; απαντώ;

reply

ανταπόκριση

antapókrisē

ανταπόκριση; σύνδεση; σχέση;

connection

αντεπεξέρχομαι

antepexérchomai

αντεπεξέρχομαι; διευθύνω; καταφέρνω;

manage

αντεπίθεση

antepíthesē

αντεπίθεση; διάλειμμα; διάλλειμα; σπάζω;

break

αντίγραφο

antígrapho

αντίγραφο; αντιγράφω; αντίτυπο; αντίτύπο;

copy

αντιγράφω

antigráphō

αντίγραφο; αντιγράφω; αντίτυπο; αντίτύπο;

copy

αντίδραση

antídrasē reaction

αντιδρώ

antidrṓ react

αντικαθιστώ

antikathistṓ replace

αντικατάσταση

antikatástasē

αντικατάσταση; αντικαταστάτης;

replacement

αντικαταστάτης

antikatastátēs

αντικατάσταση; αντικαταστάτης;

replacement

αντικατοπτρίζω

antikatoptrízō

αντανακλώ; αντικατοπτρίζω;

reflect

antikatoptrízō

αντικατοπτρίζω; καθρεφτάκι; καθρέφτης;

mirror

αντικειμενικός

antikeimenikós objective

αντικείμενο

antikeímeno

αντικείμενο; αντιτείνω;

object

antikeímeno

αντικείμενο; θέμα; υπήκοος; υποκείμενο;

subject

αντικρίζω

antikrízō

αντικρίζω; αντιμετωπίζω; κύρος; μούτρο; πρόσωπο;

face

αντίκρισμα

antíkrisma

αντίκρισμα; εγγύηση; εγγυώμαι; εχέγγυο;

guarantee

αντίκρισμα

antíkrisma

αντίκρισμα; ασφάλεια;

security

αντίκρυσμα

antíkrysma

αντίκρυσμα; γλέντι; λήψη; ρεσεψιόν; υποδοχή;

reception

αντίληψη

antílēpsē

αντίληψη; συνειδοτοποίηση;

awareness

antílēpsē

αντίληψη; έννοια; ιδέα;

concept

antílēpsē perception

αντίλογος

antílogos

ανταπαντώ; αντίλογος; απαντώ;

reply

antílogos

αντίλογος; απάντηση;

response

αντιμετωπίζω

antimetōpízō

αντικρίζω; αντιμετωπίζω; κύρος; μούτρο; πρόσωπο;

face

antimetōpízō

αντιμετωπίζω; κάνω τάκλινγκ;

tackle

αντιπαράθεση

antiparáthesē contest

αντιπροσωπεύω

antiprosōpeúō represent

αντιπρόσωπος

antiprósōpos

αντιπρόσωπος; παραστατικός;

representative

αντιστέκομαι

antistékomai resist

αντίστοιχος

antístoichos

αντίστοιχος; ισότιμος;

equivalent

αντιτείνω

antiteínō

αντικείμενο; αντιτείνω;

object

αντίτυπο

antítypo

αντίγραφο; αντιγράφω; αντίτυπο; αντίτύπο;

copy

αντίτύπο

antítýpo

αντίγραφο; αντιγράφω; αντίτυπο; αντίτύπο;

copy

antítýpo

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

ανύπαντρος

anýpantros

ανύπαντρος; ένας μόνος; μονόκλινος; μονός; μόνος;

single

αξία

axía

αξία; εκτιμώ; τιμή;

value

αξίζω

axízō deserve

αξιόλογος

axiólogos

αξιόλογος; ουσιαστικός; στερεός;

substantial

Page 40: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

αξιοματικός

axiomatikós

αξιοματικός; αξιωματικός; επίσημος;

official

αξιοσημείωτος

axiosēmeíōtos remarkable

αξιωματικός

axiōmatikós

αξιοματικός; αξιωματικός; επίσημος;

official

axiōmatikós

αξιωματικός; στέλεχος;

officer

απαγχονίζω

apanchonízō

απαγχονίζω; κρεμώ;

hang

απαίσια

apaísia terribly

απαίσιος

apaísios nasty

απαίτηση

apaítēsē

απαίτηση; απαιτώ; ζήτηση; ζητώ;

demand

απαιτούμενος

apaitoúmenos

απαιτούμενος; πρέπων;

due

απαιτώ

apaitṓ

απαιτώ; χρειάζομαι;

require

apaitṓ

ακριβής; απαιτώ;

exact

apaitṓ

απαίτηση; απαιτώ; ζήτηση; ζητώ;

demand

απαλλάσσω

apallássō rid

απάντηση

apántēsē

απάντηση; απαντώ;

answer

apántēsē

αντίλογος; απάντηση;

response

απαντώ

apantṓ

απάντηση; απαντώ;

answer

apantṓ

ανταπαντώ; αντίλογος; απαντώ;

reply

apantṓ respond

απαραίτητα

aparaítēta necessarily

απαριθμώ

aparithmṓ

απαριθμώ; λεπτομέρεια;

detail

απασχολημένος

apascholēménos

απασχολημένος; με πολλή κίνηση;

busy

απεγνωσμένος

apegnōsménos

απεγνωσμένος; απελπισμένος;

desperate

απελπισμένος

apelpisménos

απεγνωσμένος; απελπισμένος;

desperate

απέναντι

απέναντι

apénanti

απέναντι; κατά πλάτος;

across

απέραντος

apérantos

απέραντος; τεράστιος;

vast

απεργία

apergía

απεργία; απεργώ; κάνω εντύπωση; χτυπήμα; χτυπώ;

strike

απεργώ

apergṓ

απεργία; απεργώ; κάνω εντύπωση; χτυπήμα; χτυπώ;

strike

απευθύνω

apeuthýnō

απευθύνω; διεύθυνση;

address

απίθανος

apíthanos unlikely

apíthanos

απίθανος; μεγάλος;

great

απλά

aplá

απλά; απλώς;

simply

απλώνω

aplṓnō

απλώνω; διαδίδω; επέκταση; παίρνω έκταση; φουντώνω;

spread

απλώνω το χέρι

aplṓnō to chéri

απλώνω το χέρι; φτάνω;

reach

απλώς

aplṓs merely

aplṓs

απλά; απλώς;

simply

από

apó than

apó from

apó by

apó

από; αφού; εφόσον;

since

apó of

από κάτω

apó kátō

από κάτω; κάτω από;

below

απόβλητα

apóblēta

απόβλητα; λύμα; σπατάλη; σπαταλώ;

waste

απόγεμα

apógema

απόγεμα; απόγευμα;

afternoon

απόγευμα

apógeuma

απόγεμα; απόγευμα;

afternoon

απογοητευμένος

apogoēteuménos disappointed

αποδεικνύω

apodeiknýō prove

αποδείξεις

αποδείξεις

apodeíxeis

αποδείξεις; απόδειξη; μαρτυρία; στοιχεία;

evidence

απόδειξη

apódeixē

αποδείξεις; απόδειξη; μαρτυρία; στοιχεία;

evidence

apódeixē

απόδειξη; πειστήριο;

proof

αποδεκτός

apodektós

αποδεκτός; δεκτός;

acceptable

αποδέχομαι

apodéchomai

αποδέχομαι; υιοθετώ;

adopt

apodéchomai

αποδέχομαι; δέχομαι; παραδέχομαι;

accept

αποδίδω

apodídō

αποδίδω; δίνω παράσταση; εκτελώ;

perform

απόδοση

apódosē

απόδοση; παράσταση;

performance

αποδοτικός

apodotikós

αποδοτικός; αποτελεσματικός;

efficient

αποθανών

apothanṓn

αποθανών; αργά; αργός; όψιμος;

late

απόθεμα

apóthema

απόθεμα; παρακρατώ;

stock

αποθήκευση

apothḗkeusē storage

αποθηκεύω

apothēkeúō

αποθηκεύω; βάζω; μαγαζί;

store

αποθνήσκω

apothnḗskō

αποθνήσκω; πεθάνω; τεζάρω;

die

αποκαλύπτω

apokalýptō

αποκαλύπτω; αποκαλύπω; διαφαίνομαι;

reveal

αποκαλύπω

apokalýpō

αποκαλύπτω; αποκαλύπω; διαφαίνομαι;

reveal

απόκεντρος

apókentros

απόκεντρος; απόμακρος; απομακρυσμένος; ψυχρός;

remote

απόκλιση

apóklisē

αναχώρηση; απόκλιση;

departure

απόκοσμος

apókosmos

αλλόκοτος; απόκοσμος;

weird

απόκρουση

apókrousē

απόκρουση; αποκρούω; αποταμιεύω; διασώζω; εκτός;

save

αποκρούω

apokroúō

απόκρουση; αποκρούω; αποταμιεύω; διασώζω; εκτός;

save

αποκτώ

apoktṓ

αποκτώ; αποκώ;

acquire

apoktṓ

αποκτώ; παίρνω;

get

apoktṓ

αποκτώ; προμηθεύομαι;

obtain

αποκώ

apokṓ

αποκτώ; αποκώ;

acquire

απολαβή

apolabḗ

απολαβή; κέρδος; ωφέλεια;

profit

apolabḗ

απολαβή; κερδίζω;

gain

apolabḗ

απολαβή; εισόδημα;

income

απολαμβάνω

apolambánō

απολαμβάνω; διασκεδάζω; καρπώνομαι; χαίρω;

enjoy

απολύτως

apolýtōs

απολύτως; τελείως;

absolutely

απολύω

apolýō

απολύω; πυρκαγιά; πυροβολώ; φωτιά;

fire

απόμακρος

apómakros

απόκεντρος; απόμακρος; απομακρυσμένος; ψυχρός;

remote

απομακρύνω

apomakrýnō

απομακρύνω; αφαιρώ; μετακομίζω;

remove

απομακρυσμένος

apomakrysménos

απόκεντρος; απόμακρος; απομακρυσμένος; ψυχρός;

remote

απονέμω

aponémō

απονέμω; διανέμω; μοιράζω;

distribute

aponémō

απονέμω; βραβείο; κατακυρώνω;

award

απονέρια

aponéria

αγρυπνία νεκρού; απονέρια; ξυπνώ;

wake

απόπειρα

apópeira

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσφορά;

bid

apópeira

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσπαθώ;

attempt

αποπειρώμαι

apopeirṓmai

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσφορά;

bid

Page 41: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

αποπειρώμαι

apopeirṓmai

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσπαθώ;

attempt

αποπλέω

apopléō

αποπλέω; πανί; πλέω;

sail

αποπνιχτικός

apopnichtikós

αποπνιχτικός; κλείνω; κολλητός; κοντά; πνιγηρός;

close

απόρρητος

apórrētos

απόρρητος; μυστικό; μυστικός;

secret

απορροία

aporroía

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

aporroía

απορροία; έκβαση; κατάληξη;

outcome

απόσπασμα

apóspasma

απόσπασμα; διάβαση; κείμενο;

passage

αποστακτήριο

apostaktḗrio

ακίνητος; ακόμα; αποστακτήριο; γαλήνιος; ήρεμος;

still

απόσταση

apóstasē distance

αποστολή

apostolḗ mission

apostolḗ

ανάθεση; αποστολή; δουλειά; ορισμός;

assignment

αποσύρομαι

aposýromai retire

αποταμιεύσεις

apotamieúseis savings

αποταμιεύω

apotamieúō

απόκρουση; αποκρούω; αποταμιεύω; διασώζω; εκτός;

save

αποτέλεσμα

apotélesma

αποτέλεσμα; έκβαση; επίπτωση;

result

apotélesma

αποτέλεσμα; επίδραση;

effect

αποτελεσματικά

apotelesmatiká effectively

αποτελεσματικός

apotelesmatikós effective

apotelesmatikós

αποδοτικός; αποτελεσματικός;

efficient

αποτολμώ

apotolmṓ

αποτολμώ; διακυβεύω; ριψοκινδυνεύω;

risk

αποτρέπω

apotrépō

αποτρέπω; εμποδίζω; προλαβαίνω;

prevent

αποτυγχάνω

apotynchánō fail

αποτυχία

apotychía failure

απόφαση

apóphasē decision

αποφασίζω

apophasízō

αποφασίζω; καθορίζω; προσδιορίζω; υπολογίζω;

determine

apophasízō decide

apophasízō

αποφασίζω; διασκέπτομαι; διευθετώ; λύνω;

resolve

apophasízō

αποφασίζω; βασιλεύω; διέπω; ιθύνω; κανόνας;

rule

αποφεύγω

apopheúgō avoid

απόψε

apópse tonight

απώλεια

apṓleia

απώλεια; ήττα; χαμός; χάσιμο;

loss

αραιός

araiós

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

αραιώνω

araiṓnō

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

αργά

argá

αποθανών; αργά; αργός; όψιμος;

late

argá

αργά; σιγά; σιγά-σιγά;

slowly

αργός

argós

αποθανών; αργά; αργός; όψιμος;

late

αργότερα

argótera

αργότερα; αργότερος;

later

αργότερος

argóteros

αργότερα; αργότερος;

later

αρέσκεια

aréskeia

αρέσκεια; ευχαρίστηση; ηδονή;

pleasure

aréskeia

αρέσκεια; ικανοποίηση;

satisfaction

αρέσω

arésō

αρέσω; όπως; σαν; συμπαθώ;

like

αριθμίζω

arithmízō

αριθμίζω; αριθμός;

number

αριθμός

arithmós

αριθμός; πρόσωπο; σιλουέτα;

figure

arithmós

αριθμίζω; αριθμός;

number

αριστερός

αριστερός

aristerós

αριστερός; άφησα; έφυγα; που μένει;

left

αρκεί να

arkeí na provided

αρκετά

arketá

αρκετά; δίκαια;

fairly

arketá

αρκετά; κάπως;

rather

arketá

αρκετά; εντελώς;

quite

αρκετές

arketés

αρκετές; αρκετοί;

several

αρκετοί

arketoí

αρκετές; αρκετοί;

several

αρκούδα

arkoúda

αρκούδα; γεννώ; υποφέρω;

bear

αρμέγω

armégō

αρμέγω; γάλα;

milk

αρμόδιος

armódios

αρμόδιος; υπεύθυνος;

responsible

αρμόζω

armózō

αρμόζω; γίνομαι;

become

armózō

αρμόζω; βολεύω; εξυπηρετώ; κοστούμι; ταιριάζω με;

suit

αρμόζων

armózōn

αρμόζων; ευπρεπής; καθωσπρέπει; πρέπων; σωστός;

proper

armózōn

αρμόζων; εξοπλίζω; μου κάνει;

fit

αρνητικός

arnētikós negative

αρνούμαι

arnoúmai

αρνούμαι; σκουπίδια;

refuse

αρπάζω

arpázō

αρπάζω; πιάνω;

catch

arpázō grab

αρρώστια

arrṓstia

αρρώστια; ασθένεια; νόσος;

disease

αρσενικός

arsenikós

ανδρικός; αρσενικός;

male

αρχή

archḗ

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

archḗ principle

αρχή

archḗ

αρχή; έναρξη;

beginning

αρχηγός

archēgós

αρχηγός; ηγεμόνας; ηγέτης; ηγήτορας;

leader

αρχίζω

archízō

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

archízō begin

αρχικά

archiká initial

archiká initially

αρωγή

arōgḗ

αρωγή; βοήθεια; βοήθημα; βοηθός; επικουρία;

help

arōgḗ

ανάγλυφος; ανακούφιση; αρωγή; εκτόνωση;

relief

ασανσέρ

asansér elevator

asansér

ασανσέρ; σηκώνω; υψώνω;

lift

ασήμαντος

asḗmantos

ασήμαντος; ελάσσων; μικρός; υπεξούσιος;

minor

ασημένιος

asēménios

ασημένιος; ασημί;

silver

ασημί

asēmí

ασημένιος; ασημί;

silver

ασθένεια

asthéneia

αρρώστια; ασθένεια; νόσος;

disease

ασθενής

asthenḗs

ασθενής; υπομονετικός;

patient

ασκώ

askṓ

ασκώ; επιδιώκω; παγανίζω;

pursue

ασκώ πίεση

askṓ píesē

ασκώ πίεση; πιέζω; πρεσάρω;

press

αστείο

asteío

αστείο; αστιεύομαι; κάνω πλάκα; σκέρτσο;

joke

αστείος

asteíos

αστείος; κωμικός; περίεργος;

funny

αστέρι

astéri

αστέρι; πρωταγωνιστής;

star

αστιεύομαι

astieúomai

αστείο; αστιεύομαι; κάνω πλάκα; σκέρτσο;

joke

αστοχώ

Page 42: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

αστοχώ

astochṓ

αστοχώ; δεσποινίς; χάνω;

miss

αστυνομεύω

astynomeúō

αστυνομεύω; αστυνομία;

police

αστυνομία

astynomía

αστυνομεύω; αστυνομία;

police

ασφάλεια

aspháleia safety

aspháleia

αντίκρισμα; ασφάλεια;

security

aspháleia

ασφάλεια; ασφάλιση;

insurance

ασφαλής

asphalḗs

ασφαλής; χρηματοκιβώτιο;

safe

asphalḗs

ασφαλής; ασφαλίζω; διασφαλίζω; εδραιώνω;

secure

ασφαλίζω

asphalízō

ασφαλής; ασφαλίζω; διασφαλίζω; εδραιώνω;

secure

ασφάλιση

asphálisē

ασφάλεια; ασφάλιση;

insurance

ασφαλώς

asphalṓs

ασφαλώς; βέβαια; βεβαίως;

certainly

ατέλεια

atéleia

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

ατμόσφαιρα

atmósphaira

ατμόσφαιρα; τόνος;

tone

atmósphaira atmosphere

atmósphaira

αέρας; ατμόσφαιρα;

air

ατομικός

atomikós

ατομικός; άτομο;

individual

ατόφιος

atóphios pure

ατραξιόν

atraxión

ατραξιόν; βόλτα; ιππεύω; ποδηλατώ;

ride

ατύχημα

atýchēma

ατύχημα; τύχηc;

accident

αυγό

augó egg

αυλή

aulḗ

αυλή; προαύλιο;

yard

aulḗ

αυλή; γήπεδο; διακυνδινεύω; δικαστήριο; ερωτοτροπώ;

court

αυλόπορτα

aulóporta

αυλόπορτα; θύρα; πύλη;

gate

αυλός

aulós

αυλός; πίπα; σωλήνας; σωλήνμας;

pipe

αυξάνομαι

auxánomai

ανατέλλω; αυξάνομαι; αύξηση; ορθώνομαι; σηκώνομαι;

rise

auxánomai

αυξάνομαι; μεγαλωνω; μεγαλώνω;

grow

αυξάνω

auxánō

αναστηλώνω; ανατρέφω; αυξάνω; σηκώνω; υψώνω;

raise

auxánō

αυξάνω; αύξηση;

increase

αύξηση

aúxēsē

ανατέλλω; αυξάνομαι; αύξηση; ορθώνομαι; σηκώνομαι;

rise

aúxēsē

αυξάνω; αύξηση;

increase

αύριο

aúrio tomorrow

αυστηρός

austērós strict

austērós

αυστηρός; δριμύς; σέρτικος; σοβαρός;

severe

αυτά

autá

αυτά; αυτές; αυτοί;

these

autá

αυτά; αυτές; αυτούς;

them

autá

αυτά; αυτές; αυτοί;

they

αυτεξούσιος

autexoúsios

ανεξάρτητος; αυτεξούσιος;

independent

autexoúsios

αυτεξούσιος; δωρεάν; ελέυθερος; τσάμπα;

free

αυτές

autés

αυτά; αυτές; αυτούς;

them

autés

αυτά; αυτές; αυτοί;

these

autés

αυτά; αυτές; αυτοί;

they

αυτή

autḗ

αυτή; αυτό; αυτός;

this

autḗ

αυτή; αυτήν; της;

her

autḗ she

αυτή η ίδια

autḗ ē ídia

αυτή η ίδια; η εαυτή της;

herself

αυτήν

αυτήν

autḗn

αυτή; αυτήν; της;

her

αυτί

autí ear

αυτό

autó

αυτή; αυτό; αυτός;

this

autó it

αυτοί

autoí

αυτά; αυτές; αυτοί;

these

autoí

αυτά; αυτές; αυτοί;

they

αυτοί οι ίδιο

autoí oi ídio themselves

αυτοματικός

automatikós

αυτοματικός; αυτόματο;

automatic

αυτόματο

autómato

αυτοματικός; αυτόματο;

automatic

αυτόν

autón

αυτόν; τον;

him

αυτοπεποίθηση

autopepoíthēsē

αυτοπεποίθηση; εμπιστοσύνη; εχεμύθεια;

confidence

αυτός

autós he

autós

αυτή; αυτό; αυτός;

this

αυτός ο ίδιος

autós o ídios

αυτός ο ίδιος; ο εαυτός του;

himself

αυτούς

autoús

αυτά; αυτές; αυτούς;

them

αυχένας

auchénas

αυχένας; λαιμός; σβέρκος;

neck

αφαιρώ

aphairṓ

απομακρύνω; αφαιρώ; μετακομίζω;

remove

αφέντης

aphéntēs

αφέντης; δεξιοτέχνης; διαφεντεύω; κύριος; μετρ;

master

αφεντικό

aphentikó boss

αφηγούμαι

aphēgoúmai

αφηγούμαι; διηγούμαι; λέω; ξεχωρίζω;

tell

αφήνω

aphḗnō

αφήνω; ενοικιάζομαι;

let

aphḗnō

αφήνω; επιτρέπω;

allow

αφήνω να μπει

aphḗnō na mpei

αφήνω να μπει; αφήνω να μπεί; εισάγω; παραδέχομαι;

admit

αφήνω να μπεί

aphḗnō na mpeí

αφήνω να μπει; αφήνω να μπεί; εισάγω; παραδέχομαι;

admit

αφιέρωμα

aphiérōma

αφιέρωμα; σουσούμι; χαρακτηριστικό;

feature

αφορμή

aphormḗ

αφορμή; δικαιολογία; συγχωρώ;

excuse

αφού

aphoú

από; αφού; εφόσον;

since

αφουγκράζομαι

aphounkrázomai

ακούω; αφουγκράζομαι;

listen

αφρός

aphrós

αφρός; ψεκάζω;

spray

Άάγγελμα

ángelma

άγγελμα; μήνυμα;

message

άγκιστρο

ánkistro

άγκιστρο; αγκιστρώνω; αγκύλη; γάντζος; τσιγγέλι;

hook

άγραφος

ágraphos

άγραφος; άγραφτος; ανέκφραστος; κενό; λευκός;

blank

άγραφτος

ágraphtos

άγραφος; άγραφτος; ανέκφραστος; κενό; λευκός;

blank

άγριος

ágrios wild

άγχος

ánchos

άγχος; στρες; τονίζω; τόνος;

stress

άδεια

ádeia

άδεια; επιτρέπω;

permit

ádeia permission

άδειος

ádeios empty

άθλημα

áthlēma

άθλημα; γεγονός;

event

άθλος

áthlos

άθλος; δουλειά; καθήκον;

task

άκρη

ákrē

άκρη; κοχή; περιστόμιο; χείλος;

edge

Page 43: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

άλειμμα

áleimma

αίτηση; άλειμμα; εφαρμογή; προσήλωση; χρήση;

application

άλλη μία φορά

állē mía phorá

άλλη μία φορά; ξανά; πάλι;

again

άλλος

állos other

állos

άλλος; άλλος ένας;

another

állos

αλλιώς; άλλος;

else

άλλος ένας

állos énas

άλλος; άλλος ένας;

another

άλλωστε

állōste

άλλωστε; επιπλέον;

moreover

άλογο

álogo horse

άμαξα

ámaxa

άμαξα; πούλμαν; προπονητής; προπονώ;

coach

άμμος

ámmos sand

άνδρας

ándras

άνδρας; άνθρωπος; επανδρώνω;

man

άνεμος

ánemos

αιολική; άνεμος; κουρδίζω;

wind

άνεση

ánesē

άνεση; καταπραΰνω;

ease

ánesē

άνεση; καθησυχάζω; παρηγορώ;

comfort

άνετος

ánetos

άνετος; εύκολος;

easy

ánetos

άνετος; βολικός; τρυφηλός;

comfortable

άνευ

áneu

άνευ; χωρίς;

without

άνθρωποι

ánthrōpoi

άνθρωποι; άνθρωπος; κόσμος;

people

άνθρωπος

ánthrōpos

άνδρας; άνθρωπος; επανδρώνω;

man

ánthrōpos

άνθρωπος; άτομο; πρόσωπο;

person

ánthrōpos

ανθρώπινος; άνθρωπος;

human

ánthrōpos

άνθρωποι; άνθρωπος; κόσμος;

people

άνοιξη

άνοιξη

ánoixē

αναπηδώ; άνοιξη; εκτινάσσομαι;

spring

άνω

ánō

άνω; πάνω από;

above

ánō

άνω; πάνω;

up

ánō upper

άποψη

ápopsē

άποψη; γνωμάτευση; γνώμη;

opinion

ápopsē

άποψη; προοπτική;

perspective

ápopsē

άποψη; θέα;

view

ápopsē

άποψη; θωριά; όψη; πλευρά;

aspect

άραγε

árage

άραγε; γιαυτό;

therefore

άρθρο

árthro article

άρθρωση

árthrōsē

άρθρωση; γόμφος; κοινός; κοψίδι; τσιγαριλίκι;

joint

άριστος

áristos

άριστος; εξαίσιος;

excellent

άρμα μάχης

árma máchēs

άρμα μάχης; δεξαμενή; τανκς;

tank

άρρωστος

árrōstos ill

árrōstos sick

άρτιος

ártios

ακέραιος; άρτιος; ολόκληρος;

whole

άσκηση

áskēsē exercise

áskēsē

άσκηση; πρακτική;

practice

άσπρος

áspros

άσπρος; λευκό; λευκός;

white

άσχημος

áschēmos ugly

áschēmos

άσχημος; κακός;

bad

άτομο

átomo

άνθρωπος; άτομο; πρόσωπο;

person

átomo

ατομικός; άτομο;

individual

άφησα

áphēsa

αριστερός; άφησα; έφυγα; που μένει;

left

άφθονος

άφθονος

áphthonos

άφθονος; πολλά; πολλοί;

plenty

άφιξη

áphixē arrival

Ββαβά

babá

βαβά; βάβα; γιαγιά;

grandmother

βάβα

bába

βαβά; βάβα; γιαγιά;

grandmother

βάγια

bágia

βάγια; νοσοκόμα;

nurse

βαδίζω

badízō

βαδίζω; μάρτιος;

march

βάζω

bázō

αποθηκεύω; βάζω; μαγαζί;

store

bázō

αιτούμαι; βάζω; εφαρμόζω; κάνω αίτηση;

apply

bázō

βάζω; ορμώ; ρίχνω; χιμώ;

pour

bázō

βάζω; τοποθετώ;

put

βάζω σημείο

bázō sēmeío

βάζω σημείο; κουκίδα;

dot

βαθιά

bathiá deeply

βαθμολογώ

bathmologṓ grade

βαθμός

bathmós

βαθμός; σημαίνω; σημειώνω;

mark

bathmós

βαθμός; έκταση;

extent

bathmós

βαθμός; πτυχίο;

degree

βάθος

báthos depth

βάθρο

báthro

βάθρο; ευτελής;

base

báthro

βάθρο; θεμέλιο; ίδρυμα; ίδρυση;

foundation

βαθύς

bathýs deep

βαλίτσα

balítsa

βαλίτσα; θήκη; περιστατικό; υπόθεση;

case

βάρ

bár

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

βαρετός

βαρετός

baretós boring

βαρέως

baréōs

βαρέως; δύσκολος; σκληρός;

hard

βαριά

bariá

βαριά; σοβαρά;

seriously

βάρκα

bárka boat

βάρος

báros weight

βαρύς

barýs heavy

βαρώ

barṓ

βαρώ; σουξέ; χτυπώ;

hit

βάση

básē basis

βάση δεδομένων

básē dedoménōn database

βασιλεύω

basileúō

αποφασίζω; βασιλεύω; διέπω; ιθύνω; κανόνας;

rule

βασιλιάς

basiliás

βασιλιάς; ρήγας;

king

βασιλικός

basilikós

βασιλικός; ηγεμονικός;

royal

βασίλισσα

basílissa queen

βάφω

báphō paint

βγάζω

bgázō

βγάζω; δημοσιεύω; εκκρίνω; κυκλοφορώ; λύτρωση;

release

βγάζω φλας

bgázō phlas

βγάζω φλας; δείχνω; εμφαίνω; ενδεικνύω; φανερώνω;

indicate

βέβαια

bébaia

ασφαλώς; βέβαια; βεβαίως;

certainly

βέβαιος

bébaios

βέβαιος; σίγουρος;

certain

βεβαιώνομαι

bebaiṓnomai

βεβαιώνομαι; εξασφαλίζω;

ensure

βεβαιώνω

bebaiṓnō

βεβαιώνω; διαβεβαιώνω;

assure

βεβαίως

bebaíōs

ασφαλώς; βέβαια; βεβαίως;

certainly

Page 44: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

βελιτώνω

belitṓnō

βελιτώνω; βελτιώνομαι;

improve

βελτιώνομαι

beltiṓnomai

βελιτώνω; βελτιώνομαι;

improve

βελτιώνω

beltiṓnō enhance

βελτίωση

beltíōsē improvement

βενζίνη

benzínē

αέριο; βενζίνη;

gas

βεντάλια

bentália

ανεμιστήρας; βεντάλια; κάνω αέρα; οπαδός;

fan

βήμα

bḗma

βήμα; δρασκελιά; ρυθμός; φόρα;

pace

bḗma

βήμα; βηματίζω; διάβημα;

step

βηματίζω

bēmatízō

βήμα; βηματίζω; διάβημα;

step

βία

bía

βία; δύναμη; εξαναγκάζω;

force

βιάζομαι

biázomai

βιάζομαι; βιασύνη; σπεύδω;

hurry

biázomai

βιάζομαι; βιασύνη; ορμή; ορμώ; τρέχω;

rush

βιασύνη

biasýnē

βιάζομαι; βιασύνη; σπεύδω;

hurry

biasýnē

βιάζομαι; βιασύνη; ορμή; ορμώ; τρέχω;

rush

βιβλιάριο

bibliário

βιβλιάριο; βιβλίο; καπαρώνω; κλείνω θέσω;

book

βιβλίο

biblío

βιβλιάριο; βιβλίο; καπαρώνω; κλείνω θέσω;

book

βιβλιοθήκη

bibliothḗkē library

βίδα

bída

βίδα; βιδώνω; γαμήσι; γαμώ;

screw

βιδώνω

bidṓnō

βίδα; βιδώνω; γαμήσι; γαμώ;

screw

βιομηχανία

biomēchanía industry

βίος

bíos

βίος; ζωή; ισόβιος;

life

βλάβη

βλάβη

blábē

βλάβη; βλάπτω;

harm

blábē injury

blábē

βλάβη; βλάπτω; ζημιά; ζημιές; κάνω ζημιά;

damage

βλαμμένος

blamménos

βλαμμένος; χαζός;

stupid

βλάπτω

bláptō

βλάπτω; πληγώνω; πονώ; τραυματίζω; χτυπώ;

hurt

bláptō

βλάβη; βλάπτω; ζημιά; ζημιές; κάνω ζημιά;

damage

bláptō

βλάβη; βλάπτω;

harm

βλαστός

blastós

βλαστός; εκτινάσσω; πυροβολώ;

shoot

βλέμμα

blémma

βλέμμα; εμφάνιση; κοιτάζω; φαίνομαι;

look

βλέπω

blépō

βλέπω; επισκοπική έδρα;

see

blépō

βλέπω; παρακολουθώ; ρολόι; φρουρά;

watch

βλέψη

blépsē

βλέψη; φιλοδοξία;

ambition

βοήθεια

boḗtheia

βοήθεια; στήριγμα; συμπαράσταση; υποστήριγμα;

support

boḗtheia

αρωγή; βοήθεια; βοήθημα; βοηθός; επικουρία;

help

βοήθημα

boḗthēma

αρωγή; βοήθεια; βοήθημα; βοηθός; επικουρία;

help

βοηθός

boēthós

αρωγή; βοήθεια; βοήθημα; βοηθός; επικουρία;

help

boēthós assistant

βοηθώ

boēthṓ assist

βολεύω

boleúō

αρμόζω; βολεύω; εξυπηρετώ; κοστούμι; ταιριάζω με;

suit

βολικός

bolikós

βολικός; κατάλληλος; πρόσφορος;

suitable

bolikós

άνετος; βολικός; τρυφηλός;

comfortable

βόλτα

bólta

ατραξιόν; βόλτα; ιππεύω; ποδηλατώ;

ride

βοράς

borás

βοράς; βοριάς;

north

βόρβορος

bórboros

βόρβορος; ιλύς; λάσπη;

mud

βοριάς

boriás

βοράς; βοριάς;

north

βούλα

boúla

βούλα; εντοπίζω; μέρος; σπυρί;

spot

βουνό

bounó

βουνό; όρος;

mountain

βούρτσα

boúrtsa

βούρτσα; βουρτσίζω; πινέλο; σκούπα;

brush

βουρτσίζω

bourtsízō

βούρτσα; βουρτσίζω; πινέλο; σκούπα;

brush

βουτώ

boutṓ

βουτώ; κλέβω;

steal

βραβείο

brabeío

βραβείο; έπαθλο;

prize

brabeío

απονέμω; βραβείο; κατακυρώνω;

award

βράδι

brádi

βράδι; βράδυ;

evening

βραδινό

bradinó

βραδινό; το βραδινό;

dinner

βράδυ

brády

βράδι; βράδυ;

evening

βραδύς

bradýs slow

βραχίων

brachíōn

βραχίων; μπράτσο; όπλο; χέρι;

arm

βρίζω

brízō

βρίζω; βρισιά; κατάχρηση; καταχρώμαι; λοιδορία;

abuse

βρισιά

brisiá

βρίζω; βρισιά; κατάχρηση; καταχρώμαι; λοιδορία;

abuse

βρίσκομαι

brískomai

βρίσκομαι; διανύω; είμαι;

be

βρίσκω

brískō

ανεύρεση; βρίσκω; εύρημα;

find

βροντερός

βροντερός

bronterós

βροντερός; ηχηρός;

loud

βροχή

brochḗ rain

βρύση

brýsē

βρύση; παρακεντώ; χτυπώ ελαφρά;

tap

βρώμικος

brṓmikos

βρώμικος; λερωμένος;

dirty

βυθίζομαι

bythízomai

βυθίζομαι; βυθίζω; ναυαγώ; νεροχύτης;

sink

βυθίζω

bythízō

βυθίζομαι; βυθίζω; ναυαγώ; νεροχύτης;

sink

βύρσα

býrsa

βύρσα; δερμάτινος;

leather

Γγάλα

gála

αρμέγω; γάλα;

milk

γαλήνιος

galḗnios

ακίνητος; ακόμα; αποστακτήριο; γαλήνιος; ήρεμος;

still

γαμήσι

gamḗsi

βίδα; βιδώνω; γαμήσι; γαμώ;

screw

γάμος

gámos marriage

gámos wedding

γαμώ

gamṓ

βίδα; βιδώνω; γαμήσι; γαμώ;

screw

γάντζος

gántzos

άγκιστρο; αγκιστρώνω; αγκύλη; γάντζος; τσιγγέλι;

hook

γάντι

gánti glove

γάτα

gáta cat

γδέρνω

gdérnō

γδέρνω; δέρμα; προβιά;

skin

γδύνομαι

gdýnomai

γδύνομαι; γδύνω; γυμνώνω; εκδύω; λουρίδα;

strip

γδύνω

gdýnō

γδύνομαι; γδύνω; γυμνώνω; εκδύω; λουρίδα;

strip

γεγονός

gegonós

άθλημα; γεγονός;

event

Page 45: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

γεγονός

gegonós fact

γεία

geía

γεία; γεία σου;

hi

γεία σας

geía sas

γεία σας; γεία σου; εμπρός;

hello

γεία σου

geía sou

γεία; γεία σου;

hi

geía sou

γεία σας; γεία σου; εμπρός;

hello

γελώ

gelṓ laugh

γεμάτος

gemátos

γεμάτος; μεστός; ολικός; πλήρης;

full

γεμίζω

gemízō

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

gemízō fill

γέμισμα

gémisma

γέμισμα; διασχίζω; πάω κόντρα; σταυρός;

cross

γενέθλια

genéthlia birthday

γενημένος

genēménos born

γενικά

geniká generally

γενικός

genikós

γενικός; στρατηγός;

general

genikós

γενικός; ποδιά; συνολικός;

overall

γέννα

génna

γέννα; γέννηση;

birth

γενναίος

gennaíos brave

γενναιότητα

gennaiótēta

γενναιότητα; θάρρος;

courage

γέννηση

génnēsē

γέννα; γέννηση;

birth

γεννοβολώ

gennobolṓ

γεννοβολώ; γεννώ; παράγω;

generate

γεννώ

gennṓ

γεννοβολώ; γεννώ; παράγω;

generate

gennṓ

αρκούδα; γεννώ; υποφέρω;

bear

γέρικος

γέρικος

gérikos

γέρικος; γέρος; παλαιός;

old

γέρνω

gérnō

γέρνω; καμπυλώνεται; σκύβω; στροφή;

bend

γερός

gerós

ακούομαι; γερός; ήχος; φωνή;

sound

γέρος

géros

γέρικος; γέρος; παλαιός;

old

γεύμα

geúma

γεύμα; μπλιγούρι;

meal

γεύομαι

geúomai

γεύομαι; γεύση; γούστο;

taste

geúomai

γεύομαι; δείγμα; δοκιμάζω;

sample

γεύση

geúsē

γεύομαι; γεύση; γούστο;

taste

γέφυρα

géphyra

γέφυρα; γεφυρώνω;

bridge

γεφυρώνω

gephyrṓnō

γέφυρα; γεφυρώνω;

bridge

γη

γη; χώμα;

earth

γη; έδαφος; προσαράσσω;

ground

γήπεδο

gḗpedo

αυλή; γήπεδο; διακυνδινεύω; δικαστήριο; ερωτοτροπώ;

court

gḗpedo

γήπεδο; κατράμι; κλυδωνίζομαι;

pitch

γήπεδο γκολφ

gḗpedo nkolph

γήπεδο γκολφ; πιάτο; πλεύση;

course

γθναίκα

gthnaíka

γθναίκα; γυναίκα;

woman

για

gia

για; περί; περίπου;

about

gia

για; εφόσον;

for

γιαγιά

giagiá

βαβά; βάβα; γιαγιά;

grandmother

γιακάς

giakás

γιακάς; κολάρο; λουρί;

collar

γιαλός

gialós

ακτή; αμμουδιά; γιαλός;

beach

γιατί

giatí

γιατί; διότι;

because

giatí why

γιαυτό

giautó

άραγε; γιαυτό;

therefore

γίνομαι

gínomai

αρμόζω; γίνομαι;

become

γιός

giós

γιός; καμάρι; υιός;

son

γκαράζ

nkaráz garage

γκολ

nkol goal

γκολφ

nkolph golf

γκόμενος

nkómenos boyfriend

γλείφω

gleíphō

γλείφω; θηλάζω; ουφώ; ρουφώ;

suck

γλέντι

glénti

αντίκρυσμα; γλέντι; λήψη; ρεσεψιόν; υποδοχή;

reception

γλίστρημα

glístrēma

γλίστρημα; γλιστρώ; ολίσθημα; παραδρομή;

slip

γλιστρώ

glistrṓ

γλιστρώ; τσουλήθρα;

slide

glistrṓ

γλίστρημα; γλιστρώ; ολίσθημα; παραδρομή;

slip

γλυκός

glykós

γλυκός; ηδύς; καραμέλα;

sweet

γλώσσα

glṓssa language

glṓssa tongue

γνέφω

gnéphō

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

γνήσιος

gnḗsios

γνήσιος; πρωτότυπος;

original

γνωμάτευση

gnōmáteusē

άποψη; γνωμάτευση; γνώμη;

opinion

γνώμη

gnṓmē

άποψη; γνωμάτευση; γνώμη;

opinion

γνωρίζω

gnōrízō

γνωρίζω; ξέρω;

know

γνωρίζων

gnōrízōn aware

γνώσεις

gnṓseis

γνώσεις; γνώση;

knowledge

γνώση

gnṓsē

γνώσεις; γνώση;

knowledge

γνωστό

gnōstó known

γνωστός

gnōstós

γνωστός; εξοικειωμένος;

familiar

gnōstós

γνωστός; διάσημος; ξακουστός;

famous

γόμφος

gómphos

γόμφος; καρφίτσα;

pin

gómphos

άρθρωση; γόμφος; κοινός; κοψίδι; τσιγαριλίκι;

joint

γόνατο

gónato knee

γονίδιο

gonídio gene

γονιός

goniós parent

γοργός

gorgós

γοργός; γρήγορος;

quick

γουέστερν

gouéstern

γουέστερν; δυτικός;

western

γούστο

goústo

γεύομαι; γεύση; γούστο;

taste

γραβάτα

grabáta

γραβάτα; δένω;

tie

γράμμα

grámma letter

γραμμή

grammḗ

γραμμή; επενδύω; παρατάσσω; ρυτίδα;

line

γρανάζια

granázia

γρανάζια; εργαλεία; προσαρμόζω; ταχύτητα;

gear

γρασίδι

grasídi

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

γρατσουνιά

gratsouniá

αμυχή; γρατσουνιά; γρατσουνίζω; ξύνω;

scratch

γρατσουνίζω

gratsounízō

αμυχή; γρατσουνιά; γρατσουνίζω; ξύνω;

scratch

γραφείο

Page 46: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

γραφείο

grapheío

γραφείο; θώκος;

office

grapheío

γραφείο; μελέτη; μελετώ; σπουδάζω; σπουδές;

study

γραφή

graphḗ writing

γράφω

gráphō

γράφω; συντάσσω;

write

γρήγορα

grḗgora

γρήγορα; γρήγορος;

fast

γρήγορος

grḗgoros

γοργός; γρήγορος;

quick

grḗgoros

γρήγορα; γρήγορος;

fast

grḗgoros

γρήγορος; υποκινώ; ωθώ;

prompt

γρονθοκοπώ

gronthokopṓ punch

γυαλί

gyalí

γυαλί; ποτήρι; τζάμι;

glass

γυμνώνω

gymnṓnō

γδύνομαι; γδύνω; γυμνώνω; εκδύω; λουρίδα;

strip

γυναίκα

gynaíka

γθναίκα; γυναίκα;

woman

gynaíka

γυναίκα; η σύζηγος; η σύζυγος; σύζυγος;

wife

γυρίζω

gyrízō

γυρίζω; επιστρέφω; επιστροφή; μετεπιστροφής;

return

γυρίζω ταινία

gyrízō tainía

γυρίζω ταινία; έργο; ταινία; φιλμ;

film

γύρος

gýros

γύρος; περιοδεύω; ταξίδι;

tour

gýros

γύρος; περιοδεία; στρογγυλός;

round

γύρω

gýrō

γύρω; γύρω από;

around

γύρω από

gýrō apó

γύρω; γύρω από;

around

γωνία

gōnía angle

gōnía

γωνία; δύσκολη θέση; στριμώχνω;

corner

Δδάγκωμα

dánkōma

δάγκωμα; δαγκώνω; τσίμπημα;

bite

δαγκώνω

dankṓnō

δάγκωμα; δαγκώνω; τσίμπημα;

bite

δάκρυ

dákry

δάκρυ; σκίζω; σχίζω;

tear

δακτυλίδι

daktylídi

δακτυλίδι; δαχτυλίδι; μάτι; παλαίστρα; τηλεφωνώ;

ring

δάκτυλο

dáktylo finger

δακτυλογραφώ

daktylographṓ

δακτυλογραφώ; είδος;

type

δανείζομαι

daneízomai borrow

δάνειο

dáneio

δάνειο; δανεισμός;

loan

δανεισμός

daneismós

δάνειο; δανεισμός;

loan

δαπάνη

dapánē

δαπάνη; κοστίζω; κόστος;

cost

δασκάλα

daskála

δασκάλα; δάσκαλος; καθηγητής; καθηγήτρια;

teacher

δάσκαλος

dáskalos

δασκάλα; δάσκαλος; καθηγητής; καθηγήτρια;

teacher

δασμοί

dasmoí

δασμοί; καθήκον;

duty

δαχτυλίδι

dachtylídi

δακτυλίδι; δαχτυλίδι; μάτι; παλαίστρα; τηλεφωνώ;

ring

δεδομένα

dedoména

δεδομένα; στοιχεία;

data

δείγμα

deígma

γεύομαι; δείγμα; δοκιμάζω;

sample

δείκτης

deíktēs

δείκτης; δίνω; παραδίνω; χέρι;

hand

δειλός

deilós

δειλός; κίτρινος;

yellow

δείχνω

δείχνω

deíchnō

βγάζω φλας; δείχνω; εμφαίνω; ενδεικνύω; φανερώνω;

indicate

deíchnō

δείχνω; εκδήλωση; εκθέτω; οθόνη; παρουσιάζω;

display

deíchnō

αιχμή; δείχνω; επισημαίνω; σημείο; στίγμα;

point

deíchnō

δείχνω; εμφαίνω; παράσταση; σόου;

show

δεκτός

dektós

αποδεκτός; δεκτός;

acceptable

δελτίο

deltío

δελτίο; μορφή;

form

δεν

den not

δέντρο

déntro tree

δένω

dénō

γραβάτα; δένω;

tie

δεξαμενή

dexamenḗ

άρμα μάχης; δεξαμενή; τανκς;

tank

δεξιός

dexiós

δεξιός; δικαίωμα; σωστός;

right

δεξιοτέχνης

dexiotéchnēs

αφέντης; δεξιοτέχνης; διαφεντεύω; κύριος; μετρ;

master

δεξίωση

dexíōsē

δεξίωση; λειτουργία; λειτουργώ;

function

δέρμα

dérma

γδέρνω; δέρμα; προβιά;

skin

δερμάτινος

dermátinos

βύρσα; δερμάτινος;

leather

δέρνω

dérnō

δέρνω; νικώ; χτυπώ;

beat

δεσμεύω

desmeúō

δεσμεύω; διαπράττω; κάνω;

commit

δέσμη

désmē

δέσμη; μάτσο; τσαμπί;

bunch

δεσμός

desmós

δεσμός; υπόθεση;

affair

δεσποινίς

despoinís

αστοχώ; δεσποινίς; χάνω;

miss

δευτερόλεπτο

δευτερόλεπτο

deuterólepto

δευτερόλεπτο; δεύτερον; δεύτερος;

second

δεύτερον

deúteron

δευτερόλεπτο; δεύτερον; δεύτερος;

second

δεύτερος

deúteros

δευτερόλεπτο; δεύτερον; δεύτερος;

second

δέχομαι

déchomai

αποδέχομαι; δέχομαι; παραδέχομαι;

accept

δηλώνω

dēlṓnō

δηλώνω; κατάσταση; κρατίδιο; κράτος;

state

δήλωση

dḗlōsē

δήλωση; κατάσταση;

statement

δημιουργικός

dēmiourgikós creative

δημιουργώ

dēmiourgṓ create

δημοκρατία

dēmokratía republic

δημοσιεύω

dēmosieúō

βγάζω; δημοσιεύω; εκκρίνω; κυκλοφορώ; λύτρωση;

release

δημοφιλής

dēmophilḗs

δημοφιλής; λαϊκός;

popular

δηώνω

dēṓnō

δηώνω; ρήμαγμα; χαλώ; χαντακώνω;

ruin

δια μέσου

dia mésou

δια μέσου; διά μέσου; διαμέσου;

through

διά μέσου

diá mésou

δια μέσου; διά μέσου; διαμέσου;

through

διαβάζω

diabázō read

διάβαση

diábasē

απόσπασμα; διάβαση; κείμενο;

passage

διάβασμα

diábasma reading

διαβατήριο

diabatḗrio

διαβατήριο; κυκλοφορώ; πέρασμα; περνώ; στενά;

pass

διαβεβαιώνω

diabebaiṓnō

βεβαιώνω; διαβεβαιώνω;

assure

diabebaiṓnō

διαβεβαιώνω; επιβεβαιώνω;

confirm

διάβημα

diábēma

βήμα; βηματίζω; διάβημα;

step

Page 47: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

διάβημα

diábēma

αγωγή; διάβημα; δράση; ενέργεια; επενέργεια;

action

διάβολος

diábolos

διάβολος; ο εξαποδώ;

devil

διάγραμμα

diágramma

διάγραμμα; χάρτης;

chart

διαγωνίζομαι

diagōnízomai

διαγωνίζομαι; συναγωνίζομαι;

compete

διαγωνισμός

diagōnismós

διαγωνισμός; συναγωνισμός;

competition

διαδίδω

diadídō

απλώνω; διαδίδω; επέκταση; παίρνω έκταση; φουντώνω;

spread

διαδικασία

diadikasía

διαδικασία; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι;

process

diadikasía procedure

διαδίκτυο

diadíktyo internet

διαδραματίζω

diadramatízō

διαδραματίζω; συμβαίνω;

happen

διαδρομή

diadromḗ

διαδρομή; μονοπάτι;

path

διάθεση

diáthesē

διάθεση; έγκλιση; κέφι;

mood

διαθέσιμος

diathésimos available

διαθήκη

diathḗkē

διαθήκη; θέληση; προαίρεση;

will

διαιρώ

diairṓ

διαιρώ; διχάζω; χωρίζω;

divide

διαιτολόγιο

diaitológio

διαιτολόγιο; διατροφή;

diet

διακοπές

diakopés vacation

diakopés

διακοπές; σκόλη;

holiday

διακοπή

diakopḗ

διακοπή; διακόπτω; παύση; σταματώ;

pause

διακόπτης

diakóptēs

αλλαγή; αλλάζω; διακόπτης;

switch

διακόπτω

diakóptō

διακοπή; διακόπτω; παύση; σταματώ;

pause

διακυβεύω

diakybeúō

αποτολμώ; διακυβεύω; ριψοκινδυνεύω;

risk

διακυμαίνομαι

diakymaínomai

διακυμαίνομαι; εμβέλεια; φάσμα;

range

διακυνδινεύω

diakyndineúō

αυλή; γήπεδο; διακυνδινεύω; δικαστήριο; ερωτοτροπώ;

court

διαλέγω

dialégō

διαλέγω; επιλέγω;

choose

dialégō select

dialégō

διαλέγω; κασμάς; μαζεύω; συλλέγω;

pick

διάλειμμα

diáleimma

αντεπίθεση; διάλειμμα; διάλλειμα; σπάζω;

break

διάλεξη

diálexē

διάλεξη; νουθετώ;

lecture

διάλλειμα

diálleima

αντεπίθεση; διάλειμμα; διάλλειμα; σπάζω;

break

διάλυμα

diályma

διάλυμα; λύση;

solution

διαμάντι

diamánti diamond

διαμέρισμα

diamérisma apartment

diamérisma

διαμέρισμα; επίπεδος;

flat

διαμέσου

diamésou

δια μέσου; διά μέσου; διαμέσου;

through

διαμορφώνω

diamorphṓnō

διαμορφώνω; μορφώνω; σχήμα; σχηματίζω;

shape

διανέμω

dianémō

απονέμω; διανέμω; μοιράζω;

distribute

διανομή

dianomḗ

διανομή; κατανομή;

distribution

διανύω

dianýō

βρίσκομαι; διανύω; είμαι;

be

διαπιστώνω

diapistṓnō

διαπιστώνω; επιβάλλω; ιδρύω; καθιερώνω;

establish

διαπληκτίζομαι

diaplēktízomai

διαπληκτίζομαι; διαφωνώ;

argue

διαπραγμάτευση

diapragmáteusē negotiation

διαπράττω

διαπράττω

diapráttō

δεσμεύω; διαπράττω; κάνω;

commit

διαρκώ

diarkṓ

διαρκώ; τελευταίος; φτουρώ;

last

διάσημος

diásēmos

γνωστός; διάσημος; ξακουστός;

famous

διασκεδάζω

diaskedázō

απολαμβάνω; διασκεδάζω; καρπώνομαι; χαίρω;

enjoy

διασκέδαση

diaskédasē

διασκέδαση; κέφι; πλάκα;

fun

διασκέπτομαι

diasképtomai

αποφασίζω; διασκέπτομαι; διευθετώ; λύνω;

resolve

διασκευάζω

diaskeuázō

διασκευάζω; προσαρμόζω;

adapt

διάσταση

diástasē dimension

διαστέλλω

diastéllō

διαστέλλω; διευρύνω; επεκτείνω; φουσκώνω;

expand

διάστημα

diástēma

διάστημα; χώρος;

space

diástēma

διάστημα; ξόρκι; ορθογραφώ; συλλαβίζω;

spell

diástēma

διάστημα; περιόδος; περίοδος;

period

διαστροφή

diastrophḗ

διαστροφή; καμπή; πλοκή; στραμπουλίζω; στροφή;

twist

διασφαλίζω

diasphalízō

ασφαλής; ασφαλίζω; διασφαλίζω; εδραιώνω;

secure

διασχίζω

diaschízō

γέμισμα; διασχίζω; πάω κόντρα; σταυρός;

cross

διασώζω

diasṓzō

απόκρουση; αποκρούω; αποταμιεύω; διασώζω; εκτός;

save

διαταγή

diatagḗ

διαταγή; διατάζω; εντολή; προσταγή; προστάζω;

command

διατάζω

diatázō

διαταγή; διατάζω; εντολή; προσταγή; προστάζω;

command

diatázō

διατάζω; εντολή; παραγγελία; παραγγέλλω; προσταγή;

order

διατείνομαι

διατείνομαι

diateínomai

διατείνομαι; διατηρώ; υποστηρίζω;

maintain

διατηρώ

diatērṓ

διατηρώ; κρατώ; παρακρστώ; συγκατακρατώ;

retain

diatērṓ

διατείνομαι; διατηρώ; υποστηρίζω;

maintain

διατροφή

diatrophḗ

διαιτολόγιο; διατροφή;

diet

διατυπώνω

diatypṓnō

διατυπώνω; εκφέρω γνώμη; εκφράζω;

express

diatypṓnō

διατυπώνω; φράση;

phrase

διαυγής

diaugḗs

διαυγής; έκδηλος; ελευθερώνω; εναργής; καθαρός;

clear

διαφαίνομαι

diaphaínomai

αποκαλύπτω; αποκαλύπω; διαφαίνομαι;

reveal

diaphaínomai

διαφαίνομαι; εμφανίζομαι; φαίνομαι;

appear

διαφεντεύω

diaphenteúō

αφέντης; δεξιοτέχνης; διαφεντεύω; κύριος; μετρ;

master

διαφέρω

diaphérō differ

διαφήμηση

diaphḗmēsē

διαφήμηση; μετά χριστόν;

ad

διαφήμιση

diaphḗmisē

διαφήμιση; εμπορικός;

commercial

διαφημιστικός

diaphēmistikós advertising

διαφορά

diaphorá difference

διάφορα

diáphora

διάφορα; διάφορος;

various

διαφορετικά

diaphoretiká

αλλιώς; διαφορετικά;

otherwise

διαφορετικός

diaphoretikós different

διάφορος

diáphoros

διάφορα; διάφορος;

various

διαφωνία

diaphōnía

ανταλλάσσω; διαφωνία; λογομαχία; συνάλλαγμα;

exchange

diaphōnía

διαφωνία; επιχείρημα; λογομαχία;

argument

διαφωνώ

Page 48: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

διαφωνώ

diaphōnṓ disagree

diaphōnṓ

διαπληκτίζομαι; διαφωνώ;

argue

διαχειμάζω

diacheimázō

διαχειμάζω; χειμώνας;

winter

διαχειριστικός

diacheiristikós administrative

δίδακτρα

dídaktra

αμοιβή; δίδακτρα; τιμάριο;

fee

διδάσκω

didáskō teach

διέγερση

diégersē excitement

διεθνής

diethnḗs international

διεκδίκηση

diekdíkēsē

διεκδίκηση; διεκδικώ; ισχυρίζομαι; ισχυρισμός;

claim

διεκδικώ

diekdikṓ

διεκδίκηση; διεκδικώ; ισχυρίζομαι; ισχυρισμός;

claim

διεξοδικός

diexodikós

διεξοδικός; λεπτομερής;

detailed

διέπω

diépō

αποφασίζω; βασιλεύω; διέπω; ιθύνω; κανόνας;

rule

διεργασία

diergasía

διεργασία; εξέταση;

examination

διερωτώμαι

dierōtṓmai

αναρωτιέμαι; διερωτώμαι; θαύμα; θαυμασμός;

wonder

διευθετώ

dieuthetṓ

αποφασίζω; διασκέπτομαι; διευθετώ; λύνω;

resolve

διευθηντής

dieuthēntḗs

διευθηντής; σκηνοθέτης;

director

διεύθυνση

dieúthynsē

απευθύνω; διεύθυνση;

address

διευθυντής

dieuthyntḗs manager

διευθύνω

dieuthýnō

αντεπεξέρχομαι; διευθύνω; καταφέρνω;

manage

διευκρινίζω

dieukrinízō

διευκρινίζω; εικονογραφώ; επεξηγώ;

illustrate

διευρύνω

διευρύνω

dieurýnō

διαστέλλω; διευρύνω; επεκτείνω; φουσκώνω;

expand

διηγούμαι

diēgoúmai

αφηγούμαι; διηγούμαι; λέω; ξεχωρίζω;

tell

diēgoúmai relate

διηθώ

diēthṓ

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

δικάζω

dikázō

δικάζω; δικαστής; κρίνω; κριτής;

judge

δίκαια

díkaia

αρκετά; δίκαια;

fairly

δικαιολογία

dikaiología

αφορμή; δικαιολογία; συγχωρώ;

excuse

δικαιολογώ

dikaiologṓ

δικαιολογώ; δικαιώνω;

justify

δίκαιος

díkaios

δίκαιος; μόλις;

just

díkaios

δίκαιος; ξανθός; πανηγύρι;

fair

δικαίωμα

dikaíōma

δεξιός; δικαίωμα; σωστός;

right

δικαιώνω

dikaiṓnō

δικαιολογώ; δικαιώνω;

justify

δικαστήριο

dikastḗrio

αυλή; γήπεδο; διακυνδινεύω; δικαστήριο; ερωτοτροπώ;

court

δικαστής

dikastḗs

δικάζω; δικαστής; κρίνω; κριτής;

judge

δικηγόρος

dikēgóros lawyer

δικός μου

dikós mou

δικός μου; κατέχω; της];

own

dikós mou

δικός μου; εξορύσσω; μεταλλείο; νάρκη; ορυχείο;

mine

δικός σας

dikós sas

δικός σας; δικός σου;

yours

dikós sas

δικός σας; δικός σου; σας;

your

δικός σου

dikós sou

δικός σας; δικός σου; σας;

your

dikós sou

δικός σας; δικός σου;

yours

δικός του

dikós tou

δικός του; του;

his

δίκτυο

díktyo network

δίνω

dínō

δίνω; παραδίνω;

give

dínō

δείκτης; δίνω; παραδίνω; χέρι;

hand

δίνω παράσταση

dínō parástasē

αποδίδω; δίνω παράσταση; εκτελώ;

perform

διοίκηση

dioíkēsē

διοίκηση; διοικητικός; κυβέρνηση; χορήγηση;

administration

dioíkēsē management

διοικητικός

dioikētikós

διοίκηση; διοικητικός; κυβέρνηση; χορήγηση;

administration

διορθώνω

diorthṓnō

διορθώνω; σωστός;

correct

διορία

dioría

διορία; όρος; τρίμηνο;

term

διορίζομαι

diorízomai

διορίζομαι; εξουσιοδοτούμαι; επενδύω;

invest

διορισμός

diorismós

διορισμός; ορισμός; ραντεβού; συνάντηση;

appointment

διότι

dióti

γιατί; διότι;

because

διοχετεύω

diocheteúō

διοχετεύω; κανάλι; ρείθρο;

channel

διπλασιάζω

diplasiázō

διπλασιάζω; διπλός; δίττος; σωσίας;

double

διπλός

diplós

διπλασιάζω; διπλός; δίττος; σωσίας;

double

διπλώνω

diplṓnō

διπλώνω; πτυχή;

fold

δίσκος

dískos disk

dískos

δίσκος; ηχογραφώ; καταγράφω; ρεκόρ;

record

δίττος

díttos

διπλασιάζω; διπλός; δίττος; σωσίας;

double

διχάζω

dicházō

διαιρώ; διχάζω; χωρίζω;

divide

διχοτομία

dichotomía

διχοτομία; μοιρά; μοίρα; μοιράζω; σχίσιμο;

split

δίχτυ

díchty net

δοκάρι

dokári

δοκάρι; πόστο; ταχυδρομώ;

post

δοκιμάζω

dokimázō

γεύομαι; δείγμα; δοκιμάζω;

sample

dokimázō

δοκιμάζω; εκδικάζω; προσπαθώ;

try

δοκίμια

dokímia

δοκίμια; δοκίμιο; έκθεση;

essay

δοκίμιο

dokímio

δοκίμια; δοκίμιο; έκθεση;

essay

δομή

domḗ structure

δόντι

dónti tooth

δοσοληψία

dosolēpsía

δοσοληψία; κυκλοφορία;

traffic

δουλειά

douleiá

άθλος; δουλειά; καθήκον;

task

douleiá

δουλειά; δουλεύω; εργάζομαι; εργασία;

work

douleiá

ανάθεση; αποστολή; δουλειά; ορισμός;

assignment

douleiá

δουλειά; δουλειές; επιχείρηση; υπόθεση;

business

douleiá job

δουλειές

douleiés

δουλειά; δουλειές; επιχείρηση; υπόθεση;

business

δουλεύω

douleúō

δουλειά; δουλεύω; εργάζομαι; εργασία;

work

δράμα

dráma drama

δραματικός

dramatikós dramatic

δραπετεύω

drapeteúō

δραπετεύω; ξεφεύγω;

escape

δράση

drásē

αγωγή; διάβημα; δράση; ενέργεια; επενέργεια;

action

δρασκελιά

draskeliá

βήμα; δρασκελιά; ρυθμός; φόρα;

pace

δραστήριος

Page 49: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

δραστήριος

drastḗrios

ακμαίος; δραστήριος; ενεργετικός; ενεργός;

active

δραστηριότητα

drastēriótēta activity

δριμύς

drimýs

δριμύς; πικρός;

bitter

drimýs

αυστηρός; δριμύς; σέρτικος; σοβαρός;

severe

δρόμος

drómos

δρόμος; οδός;

street

drómos road

δροσερός

droserós

δροσερός; ζωντανός; νωπός; φρέσκος;

fresh

droserós

δροσερός; τη βρίσκω; ψυχρός;

cool

δυαδικό ψηφίο

dyadikó psēphío

δυαδικό ψηφίο; φίμωτρο;

bit

δύναμη

dýnamē

βία; δύναμη; εξαναγκάζω;

force

dýnamē

δύναμη; εξουσία; κύρος;

power

dýnamē

δύναμη; μπορούσα;

might

δυναμικός

dynamikós

δυναμικός; δυνατός; ισχυρός;

powerful

δυνατά

dynatá strongly

δυνατός

dynatós strong

dynatós

δυναμικός; δυνατός; ισχυρός;

powerful

δυο

dyo two

δυο φορές

dyo phorés twice

δύση

dýsē west

δύσκολη θέση

dýskolē thésē

γωνία; δύσκολη θέση; στριμώχνω;

corner

δυσκολία

dyskolía

δυσκολία; δυσχέρεια;

difficulty

δύσκολος

dýskolos

δύσκολος; σκληρός; σκληροτράχηλος;

tough

dýskolos

βαρέως; δύσκολος; σκληρός;

hard

dýskolos difficult

δυστυχισμένος

dystychisménos unhappy

δυστυχώς

dystychṓs unfortunately

δυσχέρεια

dyschéreia

δυσκολία; δυσχέρεια;

difficulty

δυτικός

dytikós

γουέστερν; δυτικός;

western

δωμάτιο

dōmátio

δωμάτιο; χώρος;

room

δωρεά

dōreá

δωρεά; δώρο; πεσκέσι; χάρισμα;

gift

δωρεάν

dōreán

αυτεξούσιος; δωρεάν; ελέυθερος; τσάμπα;

free

δώρο

dṓro

δωρεά; δώρο; πεσκέσι; χάρισμα;

gift

dṓro

δώρο; παρουσιάζω; παρών;

present

Εεάν

eán

αν; εάν;

if

εβδομάδα

ebdomáda week

εβδομαδιαίος

ebdomadiaíos weekly

εγγίζω

engízō

αγγίζω; εγγίζω; πινελιά; συγκινώ;

touch

εγγράφομαι

engráphomai

εγγράφομαι; καταχωρώ;

register

εγγύηση

engýēsē

αντίκρισμα; εγγύηση; εγγυώμαι; εχέγγυο;

guarantee

εγγυώμαι

engyṓmai

αντίκρισμα; εγγύηση; εγγυώμαι; εχέγγυο;

guarantee

εγείρομαι

egeíromai

εγείρομαι; προκύπτω;

arise

εγκαθιδρύω

enkathidrýō

εγκαθιδρύω; εγκαθιστώ; τοποθετώ;

install

εγκαθίσταμαι

enkathístamai

εγκαθίσταμαι; κανονίζω;

settle

εγκαθιστώ

enkathistṓ

εγκαθιδρύω; εγκαθιστώ; τοποθετώ;

install

εγκαινιάζω

enkainiázō

ανοίγω; ανοικτός; ανοιχτός; εγκαινιάζω;

open

εγκεφαλικό

enkephalikó

εγκεφαλικό; θωπεύω; χαιδεύω; χαϊδεύω; χτύπημα;

stroke

εγκέφαλος

enképhalos brain

εγκρίνω

enkrínō

εγκρίνω; επιδοκιμάζω;

approve

εγχείρηση

encheírēsē

εγχείρηση; επιχείρηση; λειτουργία;

operation

εγχειρίζω

encheirízō

εγχειρίζω; λειτουργώ;

operate

εγώ

egṓ i

εγώ ο ίδιος

egṓ o ídios

εγώ ο ίδιος; ο εαυτός μου;

myself

εδραίος

edraíos

εδραίος; εταιρία; σταθερός;

firm

εδραιώνω

edraiṓnō

ασφαλής; ασφαλίζω; διασφαλίζω; εδραιώνω;

secure

εδώ

edṓ here

εθνική οδός

ethnikḗ odós highway

εθνικός

ethnikós national

ειδήσεις

eidḗseis

ειδήσεις; νέα;

news

ειδικά

eidiká

ειδικά; ιδιώς;

especially

ειδικός

eidikós

ειδικός; συγκεκριμένος;

particular

eidikós

ειδικός; εμπειρογνώμονας; εμπειρογνώμων;

expert

είδος

eídos

είδος; ευγενικός; καλός;

kind

eídos

δακτυλογραφώ; είδος;

type

eídos

είδος; ξεδιαλέγω; τακτοποιώ; τύπος;

sort

eídos

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

είδωλο

eídōlo

είδωλο; εικόνα;

image

είθε

είθε

eíthe

είθε; μάης; μπορώ;

may

eíthe would

εικασία

eikasía

εικασία; μαντεύω;

guess

εικόνα

eikóna

είδωλο; εικόνα;

image

eikóna picture

εικονογραφώ

eikonographṓ

διευκρινίζω; εικονογραφώ; επεξηγώ;

illustrate

εικοσαριά

eikosariá

εικοσαριά; σκορ; σκοράρω;

score

είμαι

eímai

βρίσκομαι; διανύω; είμαι;

be

είμαι μάρτυρας

eímai mártyras

είμαι μάρτυρας; μάρτυρας; μαρτυρώ;

witness

είμαστε

eímaste

είμαστε; είναι;

are

είναι

eínai

είμαστε; είναι;

are

ειρήνη

eirḗnē

ειρήνη; ησυχασμός;

peace

εισάγω

eiságō

εισάγω; συστήνω;

introduce

eiságō

αφήνω να μπει; αφήνω να μπεί; εισάγω; παραδέχομαι;

admit

εισαγωγή

eisagōgḗ introduction

εισέρχομαι

eisérchomai

εισέρχομαι; μπαίνω;

enter

εισιτήριο

eisitḗrio ticket

εισόδημα

eisódēma

εισόδημα; έσοδο;

revenue

eisódēma

απολαβή; εισόδημα;

income

είσοδος

eísodos entrance

eísodos

είσοδος; καταχώρηση; λήμμα;

entry

είτε

eíte

είτε; ή; ούτε;

either

eíte

αν; είτε;

whether

Page 50: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

εκβολή ποταμιού

ekbolḗ potamioú

εκβολή ποταμιού; στόμα; στόμιο;

mouth

εκδήλωση

ekdḗlōsē

δείχνω; εκδήλωση; εκθέτω; οθόνη; παρουσιάζω;

display

εκδίδω

ekdídō

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

εκδικάζω

ekdikázō

δοκιμάζω; εκδικάζω; προσπαθώ;

try

εκδοχή

ekdochḗ

εκδοχή; τύπος;

version

εκδύω

ekdýō

γδύνομαι; γδύνω; γυμνώνω; εκδύω; λουρίδα;

strip

εκεί

ekeí there

εκείνα

ekeína

εκείνα; εκείνες; εκείνοι;

those

εκείνες

ekeínes

εκείνα; εκείνες; εκείνοι;

those

εκείνοι

ekeínoi

εκείνα; εκείνες; εκείνοι;

those

εκείνος

ekeínos

εκείνος; που;

that

εκθέτω

ekthétō

εκθέτω; ξεσκεπάζω;

expose

ekthétō

δείχνω; εκδήλωση; εκθέτω; οθόνη; παρουσιάζω;

display

εκκαθαρίζω

ekkatharízō

εκκαθαρίζω; καθαρίζω; καθαρός;

clean

εκκλησία

ekklēsía church

εκκρίνω

ekkrínō

βγάζω; δημοσιεύω; εκκρίνω; κυκλοφορώ; λύτρωση;

release

εκλεκτός

eklektós

εκλεκτός; επιλογή;

choice

εκλογές

eklogés

αναγόρευση; εκλογές;

election

εκπαίδευση

ekpaídeusē

εκπαίδευση; προπόνηση; προπονούμενος;

training

εκπαιδευτής

εκπαιδευτής

ekpaideutḗs

εκπαιδευτής; προπονητής;

trainer

εκπαιδευτικός

ekpaideutikós educational

εκπαιδεύω

ekpaideúō

αμαξοστοιχία; εκπαιδεύω; προγυμνάζομαι; τρένο;

train

εκπίπτω

ekpíptō

εκπίπτω; πέφτω; πτώση;

fall

εκπληκτικός

ekplēktikós

εκπληκτικός; που θαυμάζει;

amazing

εκποιώ

ekpoiṓ

εκποιώ; πουλώ;

sell

εκστρατεία

ekstrateía

εκστρατεία; καμπάνια;

campaign

εκτείνομαι

ekteínomai

εκτείνομαι; τεζάρω; τεντώνομαι; τεντώνω;

stretch

ekteínomai

εκτείνομαι; εκτείνω; επεκτείνω;

extend

εκτείνω

ekteínō

εκτείνομαι; εκτείνω; επεκτείνω;

extend

εκτελώ

ektelṓ

αποδίδω; δίνω παράσταση; εκτελώ;

perform

εκτιμώ

ektimṓ

αξία; εκτιμώ; τιμή;

value

ektimṓ

αναγνωρίζω; εκτιμώ; κατανοώ;

appreciate

εκτινάσσομαι

ektinássomai

αναπηδώ; άνοιξη; εκτινάσσομαι;

spring

εκτινάσσω

ektinássō

βλαστός; εκτινάσσω; πυροβολώ;

shoot

εκτόνωση

ektónōsē

ανάγλυφος; ανακούφιση; αρωγή; εκτόνωση;

relief

εκτός

ektós

απόκρουση; αποκρούω; αποταμιεύω; διασώζω; εκτός;

save

εκτός από

ektós apó except

εκτός εάν

ektós eán

εκτός εάν; εκτός κιαν; εξόν κι΄αν;

unless

εκτός κιαν

ektós kian

εκτός εάν; εκτός κιαν; εξόν κι΄αν;

unless

εκφέρω γνώμη

εκφέρω γνώμη

ekphérō gnṓmē

διατυπώνω; εκφέρω γνώμη; εκφράζω;

express

εκφράζω

ekphrázō

εκφράζω; φωνή;

voice

ekphrázō

διατυπώνω; εκφέρω γνώμη; εκφράζω;

express

εκφωνώ

ekphōnṓ

εκφωνώ; παραδίδω;

deliver

ελάσσων

elássōn

ασήμαντος; ελάσσων; μικρός; υπεξούσιος;

minor

ελάττωμα

eláttōma

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

ελαττώνω

elattṓnō

ελαττώνω; μειώνω; περιορίζω;

reduce

ελαφρύς

elaphrýs

ελαφρύς; θίγω; μικρός; προσβάλλω;

slight

elaphrýs

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

ελαφρώς

elaphrṓs

ελαφρώς; λίγο;

slightly

ελάχιστο

eláchisto

ελάχιστο; ελάχιστος; το ελάχιστον;

least

ελάχιστος

eláchistos

ελάχιστο; ελάχιστος; το ελάχιστον;

least

eláchistos minimum

ελεγκτής

elenktḗs

ελεγκτής; επιθεωρητής; επόπτης;

inspector

ελέγχω

elénchō

ανακόπτω; αναχαιτίζω; ελέγχω; καρέ; σταματώ;

check

elénchō test

ελευθερία

eleuthería freedom

ελέυθερος

eléytheros

αυτεξούσιος; δωρεάν; ελέυθερος; τσάμπα;

free

ελευθερώνω

eleutherṓnō

διαυγής; έκδηλος; ελευθερώνω; εναργής; καθαρός;

clear

ελκύω

elkýō

ελκύω; έλκω; επισύρω; προσελκύω; τραβώ;

attract

ελπίδα

elpída

ελπίδα; ελπίζω; ευελπιστώ;

hope

ελπιδοφόρα

elpidophóra hopefully

ελπίζω

elpízō

ελπίδα; ελπίζω; ευελπιστώ;

hope

εμάς

emás us

εμβέλεια

embéleia

διακυμαίνομαι; εμβέλεια; φάσμα;

range

εμείς

emeís we

εμείς οι ίδιοι

emeís oi ídioi ourselves

εμένα

eména

εμένα; με; μου;

me

εμπάθεια

empátheia passion

εμπέδωση

empédōsē

εμπέδωση; ίδρυμα; ίδρυση;

establishment

εμπειρία

empeiría experience

εμπειρογνώμονας

empeirognṓmonas

ειδικός; εμπειρογνώμονας; εμπειρογνώμων;

expert

εμπειρογνώμων

empeirognṓmōn

ειδικός; εμπειρογνώμονας; εμπειρογνώμων;

expert

εμπιβλητικός

empiblētikós

εμπιβλητικός; εντυπωσιακός;

impressive

εμπιστεύομαι

empisteúomai

εμπιστεύομαι; εμπιστοσύνη;

trust

εμπιστοσύνη

empistosýnē

αυτοπεποίθηση; εμπιστοσύνη; εχεμύθεια;

confidence

empistosýnē

εμπιστεύομαι; εμπιστοσύνη;

trust

εμπλέκομαι

emplékomai

εμπλέκομαι; εμπλέκω; μπλέκω; περιλαμβάνω;

involve

εμπλέκω

emplékō

εμπλέκομαι; εμπλέκω; μπλέκω; περιλαμβάνω;

involve

εμποδίζω

empodízō

αποτρέπω; εμποδίζω; προλαβαίνω;

prevent

empodízō

εμποδίζω; κάγκελο; μπαρ; ράβδος; φράζω;

bar

εμπορικό κέντρο

emporikó kéntro mall

εμπορικός

Page 51: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

εμπορικός

emporikós

διαφήμιση; εμπορικός;

commercial

εμπόριο

empório

εμπόριο; επάγγελμα; επιτήδευμα;

trade

εμπριμέ

emprimé

εμπριμέ; τυπώνω;

print

εμπρός

emprós

εμπρός; μπρος; μπροστινός;

forward

emprós

γεία σας; γεία σου; εμπρός;

hello

εμφαίνω

emphaínō

βγάζω φλας; δείχνω; εμφαίνω; ενδεικνύω; φανερώνω;

indicate

emphaínō

δείχνω; εμφαίνω; παράσταση; σόου;

show

εμφανίζομαι

emphanízomai

διαφαίνομαι; εμφανίζομαι; φαίνομαι;

appear

εμφάνιση

emphánisē

βλέμμα; εμφάνιση; κοιτάζω; φαίνομαι;

look

emphánisē

εμφάνιση; παρουσίαση;

appearance

εμφανώς

emphanṓs obviously

εμφιαλώνω

emphialṓnō

εμφιαλώνω; μπουκάλι;

bottle

εν ζωή

en zōḗ

εν ζωή; ζωντανός; ζωτανός;

alive

εν συνέχεια

en synécheia

εν συνέχεια; έπειτα; μετά; τότε;

then

εναντίον

enantíon

εναντίον; κατά; κόντρα σε;

against

εναργής

enargḗs

διαυγής; έκδηλος; ελευθερώνω; εναργής; καθαρός;

clear

ενδεικνύω

endeiknýō

βγάζω φλας; δείχνω; εμφαίνω; ενδεικνύω; φανερώνω;

indicate

ενδεχόμενος

endechómenos

ενδεχόμενος; πιθανότητα; τάση;

potential

ενδιαφερόμενος

endiapherómenos interested

ενδιαφέρον

endiaphéron

ενδιαφέρον; επιτόκιο; τόκος;

interest

endiaphéron

ανησυχία; ενδιαφέρον; προβληματισμός;

concern

ενδιαφέρων

endiaphérōn interesting

ενέργεια

enérgeia

αγωγή; διάβημα; δράση; ενέργεια; επενέργεια;

action

ενεργετικός

energetikós

ακμαίος; δραστήριος; ενεργετικός; ενεργός;

active

ενεργός

energós

ακμαίος; δραστήριος; ενεργετικός; ενεργός;

active

ενεργώ

energṓ

ενεργώ; επενεργώ; πράξη;

act

ενήλικας

enḗlikas

ενήλικας; ενήλικος;

adult

ενήλικος

enḗlikos

ενήλικας; ενήλικος;

adult

ενθάρρυνση

enthárrynsē

ενθάρρυνση; ενθαρρυντικός;

encouraging

ενθαρρυντικός

entharryntikós

ενθάρρυνση; ενθαρρυντικός;

encouraging

ενθαρρύνω

entharrýnō encourage

ενθουσιασμός

enthousiasmós enthusiasm

ενισχύω

enischýō

ενισχύω; πίσω; πλάτη; υποστηρίζω;

back

εννοώ

ennoṓ

εννοώ; παραδόπιστος; σημαίνω; τσιγκούνης;

mean

ενοικιάζομαι

enoikiázomai

αφήνω; ενοικιάζομαι;

let

ενοικιάζω

enoikiázō

ενοικιάζω; ενοίκιο; νοίκι; νοίκιασμα;

rent

ενοίκιο

enoíkio

ενοικιάζω; ενοίκιο; νοίκι; νοίκιασμα;

rent

ενοχλούμαι

enochloúmai

ενοχλούμαι; ενοχλώ; κόπος; σκοτίζομαι;

bother

ενοχλώ

enochlṓ

ενοχλώ; μπελάς; ταλαιπωρία; φασαρία;

trouble

enochlṓ

ενοχλούμαι; ενοχλώ; κόπος; σκοτίζομαι;

bother

ενσωματώνω

ensōmatṓnō incorporate

εντάξει

entáxei ok

εντελώς

entelṓs

αρκετά; εντελώς;

quite

entelṓs altogether

entelṓs

εντελώς; πέρα για πέρα;

completely

εντολή

entolḗ

διατάζω; εντολή; παραγγελία; παραγγέλλω; προσταγή;

order

entolḗ

διαταγή; διατάζω; εντολή; προσταγή; προστάζω;

command

εντοπίζω

entopízō

βούλα; εντοπίζω; μέρος; σπυρί;

spot

εντός

entós

εντός; μέσα;

within

εντύπωση

entýpōsē impression

εντυπωσιάζω

entypōsiázō impress

εντυπωσιακός

entypōsiakós

εμπιβλητικός; εντυπωσιακός;

impressive

ενώ

enṓ while

enṓ whereas

ενώνω

enṓnō

ενώνω; κατατάσσομαι; συνδέω; συνενώνω;

join

εξ ίσου

ex ísou

εξ ίσου; εξίσου;

equally

εξαδέλφη

exadélphē

εξαδέλφη; ξάδελφος;

cousin

εξαιρετικά

exairetiká

εξαιρετικά; πάρα πολύ;

extremely

εξαίσιος

exaísios

άριστος; εξαίσιος;

excellent

εξακολουθώ

exakolouthṓ

εξακολουθώ; κατακρατώ; κρατώ;

keep

εξαναγκάζω

exanankázō

εξαναγκάζω; κάνω; κατασκευάζω; φτιάχνω;

make

exanankázō

βία; δύναμη; εξαναγκάζω;

force

εξαργυρώνω

exargyrṓnō

εξαργυρώνω; μετρητά; χρήματα;

cash

εξαρτώμαι

exartṓmai depend

εξασφαλίζω

εξασφαλίζω

exasphalízō

βεβαιώνομαι; εξασφαλίζω;

ensure

εξέδρα

exédra

εξέδρα; στέκομαι;

stand

exédra

εξέδρα; πλατφόρμα;

platform

εξέλιξη

exélixē

ανάπτυξη; εξέλιξη;

development

εξερευνώ

exereunṓ explore

εξετάζω

exetázō examine

exetázō

εξετάζω; οθώνη; παραβάν;

screen

εξέταση

exétasē

διεργασία; εξέταση;

examination

exétasē exam

εξήγηση

exḗgēsē explanation

εξίσου

exísou

εξ ίσου; εξίσου;

equally

εξοικειωμένος

exoikeiōménos

γνωστός; εξοικειωμένος;

familiar

εξόν κι αν

exón ki΄an

εκτός εάν; εκτός κιαν; εξόν κι΄αν;

unless

εξοπλίζω

exoplízō

αρμόζων; εξοπλίζω; μου κάνει;

fit

εξοπλισμός

exoplismós equipment

εξορύσσω

exorýssō

δικός μου; εξορύσσω; μεταλλείο; νάρκη; ορυχείο;

mine

εξουσία

exousía

δύναμη; εξουσία; κύρος;

power

εξουσιάζω

exousiázō

έλεγχος; εξουσιάζω;

control

εξουσιοδότηση

exousiodótēsē

εξουσιοδότηση; επιτρο; παραγγελία; παραγγέλλω;

commission

εξουσιοδοτούμαι

exousiodotoúmai

διορίζομαι; εξουσιοδοτούμαι; επενδύω;

invest

εξοχή

exochḗ

εξοχή; πατρίδα; χώρα;

country

εξυπηρέτηση

Page 52: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

εξυπηρέτηση

exypērétēsē

εξυπηρέτηση; ρουσφέτι; σέρβις; υπηρεσία;

service

εξυπηρετικός

exypēretikós helpful

εξυπηρετώ

exypēretṓ

αρμόζω; βολεύω; εξυπηρετώ; κοστούμι; ταιριάζω με;

suit

εξωτερικός

exōterikós

εξωτερικός; ξένος;

foreign

εορτάζω

eortázō celebrate

εορτασμός

eortasmós

εορτασμός; εορτή;

celebration

εορτή

eortḗ

εορτασμός; εορτή;

celebration

επάγγελμα

epángelma

εμπόριο; επάγγελμα; επιτήδευμα;

trade

epángelma profession

επαγγελματίας

epangelmatías

επαγγελματίας; επαγγελματικός;

professional

επαγγελματικός

epangelmatikós

επαγγελματίας; επαγγελματικός;

professional

επαναθέτω

epanathétō

επαναθέτω; επανοθέτω; ίζημα; προκαταβολή; προσχώνω;

deposit

επανακτώ

epanaktṓ

ανακτώ; αναρρώνω; επανακτώ;

recover

επαναλαμβάνω

epanalambánō

επαναλαμβάνω; τα ξαναλέγω;

repeat

επανδρώνω

epandrṓnō

άνδρας; άνθρωπος; επανδρώνω;

man

επανοθέτω

epanothétō

επαναθέτω; επανοθέτω; ίζημα; προκαταβολή; προσχώνω;

deposit

επαρκής

eparkḗs sufficient

επαφή

epaphḗ contact

επεισόδιο

epeisódio

επεισόδιο; περιστατικό;

incident

επέκταση

epéktasē

απλώνω; διαδίδω; επέκταση; παίρνω έκταση; φουντώνω;

spread

επέκταση

epéktasē

έκταση; επέκταση; προέκταση;

extension

επεκτείνω

epekteínō

διαστέλλω; διευρύνω; επεκτείνω; φουσκώνω;

expand

epekteínō

εκτείνομαι; εκτείνω; επεκτείνω;

extend

επένδυση

epéndysē investment

επενδύω

ependýō

διορίζομαι; εξουσιοδοτούμαι; επενδύω;

invest

ependýō

γραμμή; επενδύω; παρατάσσω; ρυτίδα;

line

επενέργεια

epenérgeia

επενέργεια; επενεργώ; επιρροή;

influence

epenérgeia

αγωγή; διάβημα; δράση; ενέργεια; επενέργεια;

action

επενεργώ

epenergṓ

επενέργεια; επενεργώ; επιρροή;

influence

epenergṓ

ενεργώ; επενεργώ; πράξη;

act

επεξεργάζομαι

epexergázomai

διαδικασία; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι;

process

επεξηγώ

epexēgṓ

διευκρινίζω; εικονογραφώ; επεξηγώ;

illustrate

επηρεάζω

epēreázō

επηρεάζω; παριστάνω; συγκινώ;

affect

επί τόπου

epí tópou

αμέσως; επί τόπου; πάραυτα;

immediately

επιβάλλω

epibállō

διαπιστώνω; επιβάλλω; ιδρύω; καθιερώνω;

establish

επιβάτης

epibátēs passenger

επιβεβαιώνω

epibebaiṓnō

διαβεβαιώνω; επιβεβαιώνω;

confirm

επιβιβάζομαι

epibibázomai

επιβιβάζομαι; σανίδα;

board

επιδαψιλεύω

epidapsileúō

επιδαψιλεύω; μπόρα; ντους;

shower

επιδεξιότητα

epidexiótēta

επιδεξιότητα; ικανότητα; τέχνη; φιλοτεχνία;

skill

επιδιώκω

epidiṓkō

ασκώ; επιδιώκω; παγανίζω;

pursue

επιδοκιμάζω

epidokimázō

εγκρίνω; επιδοκιμάζω;

approve

επίδομα

epídoma

επίδομα; επωφελούμαι; καρπώνομαι; όφελος; ωφέλεια;

benefit

επίδραση

epídrasē

επίδραση; κρούση; ορμή; σύγκρουση;

impact

epídrasē

αποτέλεσμα; επίδραση;

effect

επιδρομή

epidromḗ

επιδρομή; επίθεση; επιτίθεμαι; κάνω επιδρομή;

attack

επιζώ

epizṓ survive

επίθεση

epíthesē

επιδρομή; επίθεση; επιτίθεμαι; κάνω επιδρομή;

attack

επιθετικός

epithetikós aggressive

επιθεώρηση

epitheṓrēsē inspection

επιθεωρητής

epitheōrētḗs

ελεγκτής; επιθεωρητής; επόπτης;

inspector

επιθυμία

epithymía

επιθυμία; καημός;

desire

επικίνδυνος

epikíndynos

επικίνδυνος; ριψοκίνδυνος;

dangerous

επικοινωνία

epikoinōnía communication

επικοινωνώ

epikoinōnṓ communicate

επικουρία

epikouría

αρωγή; βοήθεια; βοήθημα; βοηθός; επικουρία;

help

επικρίνω

epikrínō criticize

επίκριση

epíkrisē

επίκριση; κριτική;

criticism

επιλέγω

epilégō

διαλέγω; επιλέγω;

choose

επιλογή

epilogḗ option

epilogḗ

εκλεκτός; επιλογή;

choice

epilogḗ selection

επιμελούμαι

epimeloúmai

επιμελούμαι; περιποιούμαι;

tend

επιμένω

epiménō insist

επίπεδο

epípedo

αεροπλάνο; επίπεδο; πλάνη; ροκάνι; στάθμη;

plane

epípedo level

επίπεδος

epípedos

διαμέρισμα; επίπεδος;

flat

επιπλέον

epipléon

άλλωστε; επιπλέον;

moreover

επιπρόσθετος

epiprósthetos

επιπρόσθετος; πρόσθετος;

additional

επίπτωση

epíptōsē

επίπτωση; σημασία; συνέπεια;

consequence

epíptōsē

αποτέλεσμα; έκβαση; επίπτωση;

result

επιρροή

epirroḗ

επενέργεια; επενεργώ; επιρροή;

influence

επισημαίνω

episēmaínō

αιχμή; δείχνω; επισημαίνω; σημείο; στίγμα;

point

επίσημος

epísēmos formal

epísēmos

αξιοματικός; αξιωματικός; επίσημος;

official

επίσης

epísēs too

epísēs

επίσης; και;

also

επισκέπτομαι

episképtomai

επισκέπτομαι; επίσκεψη;

visit

επισκευάζω

episkeuázō

επισκευάζω; επισκευή;

repair

επισκευή

episkeuḗ

επισκευάζω; επισκευή;

repair

επίσκεψη

epískepsē

επισκέπτομαι; επίσκεψη;

visit

επισκόπηση

episkópēsē

επισκόπηση; προφίλ;

profile

επισκοπική έδρα

episkopikḗ édra

βλέπω; επισκοπική έδρα;

see

επισπεύδω

epispeúdō

επισπεύδω; ταχύτητα; τρέχω; φόρα;

speed

επιστήμη

epistḗmē science

Page 53: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

επιστρέφω

epistréphō

γυρίζω; επιστρέφω; επιστροφή; μετεπιστροφής;

return

επιστροφή

epistrophḗ

γυρίζω; επιστρέφω; επιστροφή; μετεπιστροφής;

return

επισυνάπτω

episynáptō

επισυνάπτω; συνδέω;

attach

επισύρω

episýrō

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

episýrō

ελκύω; έλκω; επισύρω; προσελκύω; τραβώ;

attract

επίτηδες

epítēdes

επίτηδες; εσκεμμένα; σκόπιμα;

deliberately

επιτήδευμα

epitḗdeuma

εμπόριο; επάγγελμα; επιτήδευμα;

trade

επιτίθεμαι

epitíthemai

επιδρομή; επίθεση; επιτίθεμαι; κάνω επιδρομή;

attack

επιτόκιο

epitókio

ενδιαφέρον; επιτόκιο; τόκος;

interest

επιτρέπω

epitrépō

επιτρέπω; καθιστώ ικανό;

enable

epitrépō

άδεια; επιτρέπω;

permit

epitrépō

αφήνω; επιτρέπω;

allow

επιτρο

epitro

εξουσιοδότηση; επιτρο; παραγγελία; παραγγέλλω;

commission

επιτροπή

epitropḗ committee

επιτυγχάνω

epitynchánō

επιτυγχάνω; πετυχαίνω;

succeed

επιτυχημένα

epitychēména

επιτυχημένα; με επιτυχία;

successfully

επιτυχημένος

epitychēménos

επιτυχημένος; πετυχημένος; πετυχυμένος;

successful

επιτυχία

epitychía success

επιχείρημα

epicheírēma

διαφωνία; επιχείρημα; λογομαχία;

argument

επιχείρηση

epicheírēsē

εγχείρηση; επιχείρηση; λειτουργία;

operation

επιχείρηση

epicheírēsē

δουλειά; δουλειές; επιχείρηση; υπόθεση;

business

επόμενος

epómenos

επόμενος; μετά;

next

επόπτης

epóptēs

ελεγκτής; επιθεωρητής; επόπτης;

inspector

εποχή

epochḗ

εποχή; ηλικία; περιόδος;

age

epochḗ

εποχή; νοστιμίζω; περίοδο; περιόδος; περίοδος;

season

επωφελούμαι

epōpheloúmai

επίδομα; επωφελούμαι; καρπώνομαι; όφελος; ωφέλεια;

benefit

εργάζομαι

ergázomai

δουλειά; δουλεύω; εργάζομαι; εργασία;

work

εργαζόμενος

ergazómenos

εργαζόμενος; που δουλεύει; που λειτουργεί;

working

εργαλεία

ergaleía

γρανάζια; εργαλεία; προσαρμόζω; ταχύτητα;

gear

εργαλείο

ergaleío

εργαλείο; ψωλή;

tool

ergaleío

εργαλείο; όργανο; υλοποιώ;

implement

εργασία

ergasía

δουλειά; δουλεύω; εργάζομαι; εργασία;

work

ergasía employment

εργασία σπιτιού

ergasía spitioú homework

εργαστήριο

ergastḗrio lab

εργοδότης

ergodótēs employer

εργοδοτώ

ergodotṓ

εργοδοτώ; χρησιμοποιώ;

employ

εργοστάσιο

ergostásio

εργοστάσιο; φυτεύω; φυτό;

plant

ερώτημα

erṓtēma

ανακρίνω; ερώτημα; ερώτηση; ζήτημα;

question

ερώτηση

erṓtēsē

ανακρίνω; ερώτημα; ερώτηση; ζήτημα;

question

ερωτοτροπώ

erōtotropṓ

αυλή; γήπεδο; διακυνδινεύω; δικαστήριο; ερωτοτροπώ;

court

εσείς

eseís

εσείς; εσύ; σας;

you

εσκεμμένα

eskemména

επίτηδες; εσκεμμένα; σκόπιμα;

deliberately

εστία

estía

εστία; εστιάζω; συγκεντρώνω;

focus

εστιάζω

estiázō

εστία; εστιάζω; συγκεντρώνω;

focus

εστιατόριο

estiatório restaurant

εσύ

esý

εσείς; εσύ; σας;

you

εσωτερικός

esōterikós inner

esōterikós

εσωτερικός; εσωτερικώς;

internal

εσωτερικώς

esōterikṓs

εσωτερικός; εσωτερικώς;

internal

εταιρία

etairía

εδραίος; εταιρία; σταθερός;

firm

etairía

εταιρία; θίασος; ομήγυρη; παρέα;

company

ετήσιος

etḗsios annual

ευαίσθητος

euaísthētos sensitive

ευάρεστος

euárestos

ευάρεστος; ευχάριστος;

pleasant

ευγενικός

eugenikós

είδος; ευγενικός; καλός;

kind

ευελπιστώ

euelpistṓ

ελπίδα; ελπίζω; ευελπιστώ;

hope

ευθύνη

euthýnē responsibility

ευθύς

euthýs

ευθύς; ίσιος;

straight

ευκαιρία

eukairía

ευκαιρία; πιθανότητα; συγκυρία; τύχη;

chance

εύκολα

eúkola easily

εύκολος

eúkolos

άνετος; εύκολος;

easy

ευπρεπέστατα

euprepéstata

ευπρεπέστατα; σωστά;

properly

ευπρεπής

euprepḗs

αρμόζων; ευπρεπής; καθωσπρέπει; πρέπων; σωστός;

proper

euprepḗs

ευπρεπής; εύσχημος; καθωσπρεπής; πρέπων;

decent

ευπροσήγορος

euprosḗgoros civil

ευρέως

euréōs

ευρέως; πλατέως;

widely

εύρημα

eúrēma finding

eúrēma

ανεύρεση; βρίσκω; εύρημα;

find

ευρύς

eurýs

ευρύς; φαρδύς;

broad

εύσχημος

eúschēmos

ευπρεπής; εύσχημος; καθωσπρεπής; πρέπων;

decent

ευτελής

eutelḗs

βάθρο; ευτελής;

base

ευτυχία

eutychía fortune

ευτυχισμένος

eutychisménos happy

ευχαριστημένος

eucharistēménos

ευχαριστημένος; ικανοποιημένος;

pleased

eucharistēménos

ευχαριστημένος; ικανοποιημένο; ικανοποιημένος;

content

ευχαρίστηση

eucharístēsē

αρέσκεια; ευχαρίστηση; ηδονή;

pleasure

ευχάριστος

eucháristos

ευάρεστος; ευχάριστος;

pleasant

ευχαριστώ

eucharistṓ thanks

eucharistṓ thank

eucharistṓ

ευχαριστώ; παρακαλώ;

please

ευχή

euchḗ

ευχή; εύχομαι; μακάρι;

wish

εύχομαι

eúchomai

ευχή; εύχομαι; μακάρι;

wish

εφάπαξ

ephápax

εφάπαξ; κάποτε; μια φορά; μία φορά;

once

εφαρμογή

epharmogḗ

αίτηση; άλειμμα; εφαρμογή; προσήλωση; χρήση;

application

Page 54: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

εφαρμόζω

epharmózō

αιτούμαι; βάζω; εφαρμόζω; κάνω αίτηση;

apply

εφεδρεία

ephedreía

εφεδρεία; εφεδρικός; παρακαταθήκη; παρακρατώ;

reserve

εφεδρικός

ephedrikós

εφεδρεία; εφεδρικός; παρακαταθήκη; παρακρατώ;

reserve

εφημερίδα

ephēmerída newspaper

ephēmerída

εφημερίδα; χαρτένιος; χαρτί;

paper

εφικτός

ephiktós

εφικτός; πιθανός;

possible

εφόσον

ephóson

από; αφού; εφόσον;

since

ephóson

για; εφόσον;

for

εχέγγυο

echéngyo

αντίκρισμα; εγγύηση; εγγυώμαι; εχέγγυο;

guarantee

εχεμύθεια

echemýtheia

αυτοπεποίθηση; εμπιστοσύνη; εχεμύθεια;

confidence

Έέγγραφο

éngrapho document

έγκλιση

énklisē

διάθεση; έγκλιση; κέφι;

mood

έγκυος

énkyos pregnant

έδαφος

édaphos

γη; έδαφος; προσαράσσω;

ground

édaphos

έδαφος; προσγειώνομαι; προσγειώνω;

land

έδρα

édra

έδρα; έδρανο; παγκάκι; πάγκος;

bench

édra

έδρα; καρέκλα;

chair

έδρανο

édrano

έδρα; έδρανο; παγκάκι; πάγκος;

bench

έθνος

éthnos nation

έκβαση

ékbasē

αποτέλεσμα; έκβαση; επίπτωση;

result

ékbasē

απορροία; έκβαση; κατάληξη;

outcome

έκδηλος

έκδηλος

ékdēlos

διαυγής; έκδηλος; ελευθερώνω; εναργής; καθαρός;

clear

έκθεση

ékthesē

δοκίμια; δοκίμιο; έκθεση;

essay

έκκληση

ékklēsē

έκκληση; έφεση; κάνω έκκληση; κάνω έφεση; τραβώ;

appeal

έκπληκτος

ékplēktos surprised

έκπληξη

ékplēxē surprise

έκπτωση

ékptōsē

έκπτωση; μείωση; σκόντο;

discount

έκτακτη ανάγκη

éktaktē anánkē emergency

έκταση

éktasē

έκταση; επέκταση; προέκταση;

extension

éktasē

βαθμός; έκταση;

extent

έκφραση

ékphrasē expression

έλεγχος

élenchos

έλεγχος; εξουσιάζω;

control

έλκω

élkō

ελκύω; έλκω; επισύρω; προσελκύω; τραβώ;

attract

élkō

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

έλλειψη

élleipsē

ανάγκη; έλλειψη; θέλω;

want

élleipsē

έλλειψη; υστέρημα;

lack

έμπορος

émporos dealer

έμφαση

émphasē emphasis

έμψυχος

émpsychos

έμψυχος; ζωντανός; που ζει;

living

ένα

éna

ένα; ένας; μια;

a

éna

ένα; ένας; μία;

an

éna

ένα; ένας; μία;

one

έναρξη

énarxē

αρχή; έναρξη;

beginning

έναρξη

énarxē

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

ένας

énas

ένα; ένας; μία;

one

énas

ένα; ένας; μια;

a

énas

ένα; ένας; μία;

an

ένας μόνος

énas mónos

ανύπαντρος; ένας μόνος; μονόκλινος; μονός; μόνος;

single

ένδειξη

éndeixē indication

έννοια

énnoia

αντίληψη; έννοια; ιδέα;

concept

énnoia

έννοια; σημασία;

meaning

énnoia

ανησυχώ; έννοια;

worry

ένοχος

énochos guilty

ένταση

éntasē tension

éntasē

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

έντιμος

éntimos

έντιμος; τίμιος;

honest

έντομο

éntomo insect

ένωση

énōsē

ένωση; σωματειακός;

union

έξη

éxē

έξη; συνήθεια;

habit

έξοδος

éxodos exit

έξοχος

éxochos

έξοχος; λαμπερός; φανταστικός;

brilliant

έξυπνος

éxypnos intelligent

έξω

éxō

έξω; έξω από;

out

έξω από

éxō apó

έξω; έξω από;

out

éxō apó outside

έπαθλο

épathlo

βραβείο; έπαθλο;

prize

έπαρση

éparsē

έπαρση; καμάρι; περιφάνια; υπεροψία; φιλοτιμία;

pride

έπειτα

épeita

έπειτα; μετά; μετά από;

after

épeita

εν συνέχεια; έπειτα; μετά; τότε;

then

έργο

érgo

γυρίζω ταινία; έργο; ταινία; φιλμ;

film

érgo

έργο; θεατρικό έργο; παίζω; παριστά΄νω; παριστάνω;

play

έρευνα

éreuna

ανασκόπηση; έρευνα; μελέτη;

survey

éreuna research

έρχομαι

érchomai come

έρωτας

érōtas

αγάπη; αγαπώ; έρωτας;

love

érōtas

έρωτας; σεξ; φύλο;

sex

έσοδο

ésodo

εισόδημα; έσοδο;

revenue

έτοιμος

étoimos

έτοιμος; πανέτοιμος;

ready

έτος

étos

έτος; χρονιά; χρόνος;

year

έτσι

étsi

έτσι; τόσο;

so

έφεση

éphesē

έκκληση; έφεση; κάνω έκκληση; κάνω έφεση; τραβώ;

appeal

έφοδος

éphodos

αναθέτω; έφοδος; κατηγορία; φροντίδα;

charge

έφυγα

éphyga

αριστερός; άφησα; έφυγα; που μένει;

left

έχ

éch

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχασα

échasa lost

έχε

éche

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχει

échei has

έχεις

Page 55: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

έχεις

écheis

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχετ

échet

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχετε

échete

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχουμε

échoume

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

έχω

échō

έχ; έχε; έχεις; έχετ; έχετε; έχουμε; έχω;

have

échō

έχω; κατέχω;

possess

έχω βάρος

échō báros

έχω βάρος; ζυγίζω;

weigh

Ζζαλίκι

zalíki

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

ζάχαρη

zácharē sugar

ζεσταίνω

zestaínō

ζεσταίνω; ζέστη; θερμαίνω;

heat

ζέστη

zéstē

ζεσταίνω; ζέστη; θερμαίνω;

heat

ζεστός

zestós warm

ζευγάρι

zeugári pair

ζευγαρώνω

zeugarṓnō

ζευγαρώνω; ταίρι; ύπαρχος; φιλαράκος;

mate

ζημιά

zēmiá

βλάβη; βλάπτω; ζημιά; ζημιές; κάνω ζημιά;

damage

ζημιές

zēmiés

βλάβη; βλάπτω; ζημιά; ζημιές; κάνω ζημιά;

damage

ζήτημα

zḗtēma

ανακρίνω; ερώτημα; ερώτηση; ζήτημα;

question

ζήτηση

zḗtēsē

απαίτηση; απαιτώ; ζήτηση; ζητώ;

demand

ζητώ

zētṓ

ζητώ; παρακαλώ; παράκληση;

request

zētṓ

απαίτηση; απαιτώ; ζήτηση; ζητώ;

demand

ζόρι

ζόρι

zóri

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

ζουζούνι

zouzoúni

ζουζούνι; μαμούδι;

bug

ζουμί

zoumí

ζουμί; χυμός;

juice

ζυγαριά

zygariá

ζυγαριά; ισοζύγιο; ισορροπία; πλάστιγγα;

balance

ζυγίζω

zygízō

έχω βάρος; ζυγίζω;

weigh

ζώ

zṓ

ζώ; ζωντανός; μένω;

live

ζωγραφιά

zōgraphiá painting

zōgraphiá drawing

ζωγραφίζω

zōgraphízō

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

ζωή

zōḗ

βίος; ζωή; ισόβιος;

life

ζώνη

zṓnē

ζώνη; ιμάντας;

belt

ζωντανός

zōntanós

ζώ; ζωντανός; μένω;

live

zōntanós

δροσερός; ζωντανός; νωπός; φρέσκος;

fresh

zōntanós

εν ζωή; ζωντανός; ζωτανός;

alive

zōntanós

έμψυχος; ζωντανός; που ζει;

living

ζώο

zṓo

ζώο; κτήνος;

animal

ζωτανός

zōtanós

εν ζωή; ζωντανός; ζωτανός;

alive

Ηη

ē

η; ο; οι; τα; το;

the

η εαυτή της

ē eautḗ tēs

αυτή η ίδια; η εαυτή της;

herself

η σύζηγος

ē sýzēgos

γυναίκα; η σύζηγος; η σύζυγος; σύζυγος;

wife

η σύζυγος

η σύζυγος

ē sýzygos

γυναίκα; η σύζηγος; η σύζυγος; σύζυγος;

wife

ηγεμόνας

ēgemónas

αρχηγός; ηγεμόνας; ηγέτης; ηγήτορας;

leader

ηγεμονία

ēgemonía

ηγεμονία; ηγεσία;

leadership

ηγεμονικός

ēgemonikós

βασιλικός; ηγεμονικός;

royal

ηγεσία

ēgesía

ηγεμονία; ηγεσία;

leadership

ηγέτης

ēgétēs

αρχηγός; ηγεμόνας; ηγέτης; ηγήτορας;

leader

ηγετικός

ēgetikós

ηγετικός; κορυφαίος;

leading

ηγήτορας

ēgḗtoras

αρχηγός; ηγεμόνας; ηγέτης; ηγήτορας;

leader

ηγούμαι

ēgoúmai

ηγούμαι; λουρί; μόλυβδος;

lead

ēgoúmai

ηγούμαι; κεφάλι;

head

ηδονή

ēdonḗ

αρέσκεια; ευχαρίστηση; ηδονή;

pleasure

ηδύς

ēdýs

γλυκός; ηδύς; καραμέλα;

sweet

ηλεκτρικός

ēlektrikós electrical

ηλεκτρονικός

ēlektronikós electronic

ηλικία

ēlikía

εποχή; ηλικία; περιόδος;

age

ημερολόγιο

ēmerológio calendar

ημερομηνία

ēmeromēnía

ημερομηνία; χουρμάς;

date

ημίχρονος

ēmíchronos

ήμισυ; ημίχρονος; μισός;

half

ηνωμένος

ēnōménos united

ησυχασμός

ēsychasmós

ειρήνη; ησυχασμός;

peace

ēsychasmós

ησυχασμός; ήσυχος;

quiet

ησυχασμός

ēsychasmós

ησυχασμός; ξεκουράζομαι; ραχάτι; υπόλοιπος;

rest

ηχηρός

ēchērós

βροντερός; ηχηρός;

loud

ηχογράφηση

ēchográphēsē

ηχογράφηση; ηχοληψία;

recording

ηχογραφώ

ēchographṓ

δίσκος; ηχογραφώ; καταγράφω; ρεκόρ;

record

ηχοληψία

ēcholēpsía

ηχογράφηση; ηχοληψία;

recording

Ήή

είτε; ή; ούτε;

either

ḗ or

ήδη

ḗdē

ήδη; κιόλας; κίολας;

already

ήλιος

ḗlios sun

ήμισυ

ḗmisy

ήμισυ; ημίχρονος; μισός;

half

ήρεμος

ḗremos

ακίνητος; ακόμα; αποστακτήριο; γαλήνιος; ήρεμος;

still

ḗremos

ήρεμος; νηνεμία;

calm

ήσυχος

ḗsychos

ησυχασμός; ήσυχος;

quiet

ήττα

ḗtta

απώλεια; ήττα; χαμός; χάσιμο;

loss

ήχος

ḗchos

ακούομαι; γερός; ήχος; φωνή;

sound

Θθα

tha shall

θα έπρεπε

tha éprepe should

θα πρέπει

tha prépei ought

θάλασσα

thálassa

θάλασσα; πέλαγος;

sea

θαμπώνω

thampṓnō

θαμπώνω; στοράκι; τυφλός;

blind

Page 56: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

θάνατος

thánatos death

θάρρος

thárros

γενναιότητα; θάρρος;

courage

θαύμα

thaúma

αναρωτιέμαι; διερωτώμαι; θαύμα; θαυμασμός;

wonder

θαυμάζω

thaumázō admire

θαυμάσιος

thaumásios

θαυμάσιος; υπέροχος;

wonderful

θαυμασμός

thaumasmós

αναρωτιέμαι; διερωτώμαι; θαύμα; θαυμασμός;

wonder

θέα

théa

άποψη; θέα;

view

θεατρικό έργο

theatrikó érgo

έργο; θεατρικό έργο; παίζω; παριστά΄νω; παριστάνω;

play

θείος

theíos uncle

θέληση

thélēsē

διαθήκη; θέληση; προαίρεση;

will

θέλω

thélō

ανάγκη; έλλειψη; θέλω;

want

θέμα

théma

αντικείμενο; θέμα; υπήκοος; υποκείμενο;

subject

théma topic

théma

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

théma theme

théma

θέμα; νοιάζομαι; ουσία; ύλη; υπόθεση;

matter

θεμέλιο

themélio

βάθρο; θεμέλιο; ίδρυμα; ίδρυση;

foundation

θεός

theós god

θεραπεύω

therapeúō

θεραπεύω; κέρασμα; κερνώ; μεταχειρίζομαι;

treat

θέρετρο

théretro

θέρετρο; καταφεύγω σε;

resort

θερινός

therinós

θερινός; καλοκαίρι;

summer

θερμαίνω

θερμαίνω

thermaínō

ζεσταίνω; ζέστη; θερμαίνω;

heat

θερμοκρασία

thermokrasía

θερμοκρασία; πυρετός;

temperature

θέση

thésē

θέση; κατάσταση;

status

thésē

θέση; τοποθεσία; τοποθετώ;

position

thésē

θέση; κατάσταση;

situation

θετικός

thetikós positive

θεωρία

theōría theory

θεωρώ

theōrṓ

θεωρώ; λαμβάνω υπόψιν;

consider

θήκη

thḗkē

βαλίτσα; θήκη; περιστατικό; υπόθεση;

case

thḗkē

θήκη; σκούφος; τραγιάσκα;

cap

θηλάζω

thēlázō

γλείφω; θηλάζω; ουφώ; ρουφώ;

suck

θηλυκός

thēlykós female

θίασος

thíasos

εταιρία; θίασος; ομήγυρη; παρέα;

company

θίγω

thígō

ελαφρύς; θίγω; μικρός; προσβάλλω;

slight

θολώνω

tholṓnō

θολώνω; σύννεφο;

cloud

θόρυβος

thórybos noise

θρανίο

thranío desk

θράσος

thrásos

αναίδεια; θράσος; θρασύτητα; μάγουλο;

cheek

θρασύτητα

thrasýtēta

αναίδεια; θράσος; θρασύτητα; μάγουλο;

cheek

θύελλα

thýella

θύελλα; καταιγίδα; τρικυμία;

storm

θυμάμαι

thymámai remember

θυμός

thymós

θυμός; οργή; φούρκα;

anger

θυμωμένος

θυμωμένος

thymōménos

θυμωμένος; κουζουλός; λωλός; τρελός;

mad

thymōménos

θυμωμένος; οργισμένος;

angry

θύρα

thýra

αυλόπορτα; θύρα; πύλη;

gate

θυρίδα

thyrída counter

θώκος

thṓkos

γραφείο; θώκος;

office

θωπεύω

thōpeúō

εγκεφαλικό; θωπεύω; χαιδεύω; χαϊδεύω; χτύπημα;

stroke

θώρακας

thṓrakas

θώρακας; κάσα; στήθος;

chest

θωριά

thōriá

άποψη; θωριά; όψη; πλευρά;

aspect

Ιιατρείο

iatreío surgery

ιατρική

iatrikḗ

ιατρική; φάρμακο;

medicine

ιατρικός

iatrikós medical

ιατρός

iatrós doctor

ιδανικός

idanikós ideal

ιδέα

idéa idea

idéa

αντίληψη; έννοια; ιδέα;

concept

ιδιαίτερος

idiaíteros

ιδιαίτερος; ιδιωτικός; φαντάρος;

private

idiaíteros

ιδιαίτερος; ξεχωριστός; χωρίζω; χωριστός;

separate

ιδιοκτήτης

idioktḗtēs

ιδιοκτήτης; κάτοχος; κτήτορας;

owner

ιδιώς

idiṓs

ειδικά; ιδιώς;

especially

ιδιωτικός

idiōtikós

ιδιαίτερος; ιδιωτικός; φαντάρος;

private

ιδρύω

idrýō

διαπιστώνω; επιβάλλω; ιδρύω; καθιερώνω;

establish

ιθαγενής

ιθαγενής

ithagenḗs

ιθαγενής; ντόπιος;

native

ιθύνω

ithýnō

αποφασίζω; βασιλεύω; διέπω; ιθύνω; κανόνας;

rule

ικανοποιημένο

ikanopoiēméno

ευχαριστημένος; ικανοποιημένο; ικανοποιημένος;

content

ικανοποιημένος

ikanopoiēménos

ευχαριστημένος; ικανοποιημένο; ικανοποιημένος;

content

ikanopoiēménos

ευχαριστημένος; ικανοποιημένος;

pleased

ικανοποίηση

ikanopoíēsē

αρέσκεια; ικανοποίηση;

satisfaction

ικανός

ikanós capable

ikanós able

ικανότητα

ikanótēta ability

ikanótēta

επιδεξιότητα; ικανότητα; τέχνη; φιλοτεχνία;

skill

ιλύς

ilýs

βόρβορος; ιλύς; λάσπη;

mud

ιμάντας

imántas

ζώνη; ιμάντας;

belt

ιός

iós virus

ιππεύω

ippeúō

ατραξιόν; βόλτα; ιππεύω; ποδηλατώ;

ride

ισόβιος

isóbios

βίος; ζωή; ισόβιος;

life

ισοζύγιο

isozýgio

ζυγαριά; ισοζύγιο; ισορροπία; πλάστιγγα;

balance

ισοπαλία

isopalía

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

ισορροπία

isorropía

ζυγαριά; ισοζύγιο; ισορροπία; πλάστιγγα;

balance

ισότιμος

isótimos

αντίστοιχος; ισότιμος;

equivalent

ιστορία

istoría

ιστορία; παραμύθι;

story

istoría

ιστορία; μύθος;

tale

ιστορικός

Page 57: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

ιστορικός

istorikós historical

ισχνός

ischnós

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

ισχυρίζομαι

ischyrízomai

διεκδίκηση; διεκδικώ; ισχυρίζομαι; ισχυρισμός;

claim

ισχυρισμός

ischyrismós

διεκδίκηση; διεκδικώ; ισχυρίζομαι; ισχυρισμός;

claim

ισχυρός

ischyrós

δυναμικός; δυνατός; ισχυρός;

powerful

Ίίδιος

ídios same

ίδρυμα

ídryma

εμπέδωση; ίδρυμα; ίδρυση;

establishment

ídryma

βάθρο; θεμέλιο; ίδρυμα; ίδρυση;

foundation

ίδρυση

ídrysē

βάθρο; θεμέλιο; ίδρυμα; ίδρυση;

foundation

ídrysē

εμπέδωση; ίδρυμα; ίδρυση;

establishment

ίζημα

ízēma

επαναθέτω; επανοθέτω; ίζημα; προκαταβολή; προσχώνω;

deposit

ίουλος

íoulos

ίουλος; κάτω; πούπουλο;

down

ίσιος

ísios

ευθύς; ίσιος;

straight

ísios

ίσιος; ίσος;

equal

ίσος

ísos

ίσιος; ίσος;

equal

ísos

ακόμα; ακόμα και; ίσος;

even

ίσως

ísōs possibly

ίχνη

íchnē

ανιχνεύω; ίχνη; μονοπάτι; πίστα;

track

ίχνος

íchnos

ίχνος; κλειδί;

clue

Κκαβγάς

kabgás

καβγάς; κοπηλατώ; κωπηλατώ; σειρά;

row

κάγκελο

kánkelo

εμποδίζω; κάγκελο; μπαρ; ράβδος; φράζω;

bar

καδένα

kadéna

αλυσίδα; καδένα;

chain

καημένος

kaēménos

καημένος; πενιχρός; φτωχός;

poor

καημός

kaēmós

επιθυμία; καημός;

desire

καθαρά

kathará

καθαρά; ξεκάθαρα;

clearly

καθαρίζω

katharízō

εκκαθαρίζω; καθαρίζω; καθαρός;

clean

καθαρός

katharós

εκκαθαρίζω; καθαρίζω; καθαρός;

clean

katharós

διαυγής; έκδηλος; ελευθερώνω; εναργής; καθαρός;

clear

κάθε

káthe

κάθε; ο καθένας;

each

káthe every

καθηγητής

kathēgētḗs

δασκάλα; δάσκαλος; καθηγητής; καθηγήτρια;

teacher

kathēgētḗs professor

καθηγήτρια

kathēgḗtria

δασκάλα; δάσκαλος; καθηγητής; καθηγήτρια;

teacher

καθήκον

kathḗkon

δασμοί; καθήκον;

duty

kathḗkon

άθλος; δουλειά; καθήκον;

task

καθημερινός

kathēmerinós daily

καθησυχάζω

kathēsycházō

άνεση; καθησυχάζω; παρηγορώ;

comfort

καθιερώνω

kathierṓnō

διαπιστώνω; επιβάλλω; ιδρύω; καθιερώνω;

establish

καθίζω

kathízō

καθίζω; κάθισμα;

seat

κάθισμα

κάθισμα

káthisma

καθίζω; κάθισμα;

seat

καθιστώ ικανό

kathistṓ ikanó

επιτρέπω; καθιστώ ικανό;

enable

καθιστώ ικανόν

kathistṓ ikanón

καθιστώ ικανόν; προκρίνομαι;

qualify

καθοδήγηση

kathodḗgēsē

καθοδήγηση; χειραγωγία;

guidance

καθοδηγώ

kathodēgṓ

καθοδηγώ; σκηνοθετώ;

direct

kathodēgṓ

καθοδηγώ; ξεναγός; ξεναγώ; οδηγός;

guide

κάθομαι

káthomai sit

καθορίζω

kathorízō specify

kathorízō

αποφασίζω; καθορίζω; προσδιορίζω; υπολογίζω;

determine

kathorízō

καθορίζω; μνημονεύω; παραθέτω;

quote

καθορισμένος

kathorisménos

καθορισμένος; σετ; τοποθ; τοποθετώ;

set

καθρεφτάκι

kathrephtáki

αντικατοπτρίζω; καθρεφτάκι; καθρέφτης;

mirror

καθρέφτης

kathréphtēs

αντικατοπτρίζω; καθρεφτάκι; καθρέφτης;

mirror

καθυστέρηση

kathystérēsē

καθυστέρηση; παρέκλυση;

delay

καθωσπρέπει

kathōsprépei

αρμόζων; ευπρεπής; καθωσπρέπει; πρέπων; σωστός;

proper

καθωσπρεπής

kathōsprepḗs

ευπρεπής; εύσχημος; καθωσπρεπής; πρέπων;

decent

και

kai

επίσης; και;

also

kai and

και οι δυο

kai oi dyo both

καινούριος

kainoúrios

καινούριος; νέος;

new

καινοφανής

kainophanḗs

καινοφανής; μυθιστόρημα;

novel

καίριος

καίριος

kaírios critical

καιρός

kairós

καιρός; φορά; χρόνος; ώρα;

time

kairós weather

καίω

kaíō burn

κακός

kakós

άσχημος; κακός;

bad

καλά

kalá

αναβλύζω; καλά; λοιπόν; πηγάδι;

well

καλάθι

kaláthi

καλάθι; κοφίνι; πανέρι;

basket

καλεσμένος

kalesménos

καλεσμένος; φιλοξενούμενος;

guest

καλοδεχόμενος

kalodechómenos

καλοδεχόμενος; καλωσορίζω; υποδοχή;

welcome

καλοκαίρι

kalokaíri

θερινός; καλοκαίρι;

summer

καλός

kalós

αγαθός; καλός;

good

kalós

είδος; ευγενικός; καλός;

kind

κάλτσα

káltsa sock

καλύπτω

kalýptō

καλύπτω; σκαεπάζω;

cover

καλύτερος

kalýteros

καλύτερος; νικώ; ο καλύτερος;

best

kalýteros

καλύτερος; καλύτερος από;

better

καλύτερος από

kalýteros apó

καλύτερος; καλύτερος από;

better

καλώδιο

kalṓdio cable

καλωσορίζω

kalōsorízō

καλοδεχόμενος; καλωσορίζω; υποδοχή;

welcome

καμάρι

kamári

έπαρση; καμάρι; περιφάνια; υπεροψία; φιλοτιμία;

pride

kamári

γιός; καμάρι; υιός;

son

καμαρωτός

kamarōtós

καμαρωτός; περήφανος; περίφανος;

proud

Page 58: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

κάμερα

kámera camera

καμπάνα

kampána

καμπάνα; κουδούνι;

bell

καμπάνια

kampánia

εκστρατεία; καμπάνια;

campaign

καμπή

kampḗ

διαστροφή; καμπή; πλοκή; στραμπουλίζω; στροφή;

twist

καμπύλη

kampýlē

καμπύλη; καμπυλώνω; κυρτώνω;

curve

καμπυλώνεται

kampylṓnetai

γέρνω; καμπυλώνεται; σκύβω; στροφή;

bend

καμπυλώνω

kampylṓnō

καμπύλη; καμπυλώνω; κυρτώνω;

curve

κανάλι

kanáli

διοχετεύω; κανάλι; ρείθρο;

channel

κανείς

kaneís anyone

kaneís nobody

κανένας

kanénas none

kanénas

κανένας; όχι;

no

kanénas anybody

κανόνας

kanónas

αποφασίζω; βασιλεύω; διέπω; ιθύνω; κανόνας;

rule

κανονίζω

kanonízō

εγκαθίσταμαι; κανονίζω;

settle

κανονικά

kanoniká normally

κανονικός

kanonikós

κανονικός; φυσιολογικός;

normal

κάνω

kánō

εξαναγκάζω; κάνω; κατασκευάζω; φτιάχνω;

make

kánō

δεσμεύω; διαπράττω; κάνω;

commit

kánō do

κάνω αέρα

kánō aéra

ανεμιστήρας; βεντάλια; κάνω αέρα; οπαδός;

fan

κάνω αίτηση

kánō aítēsē

αιτούμαι; βάζω; εφαρμόζω; κάνω αίτηση;

apply

κάνω έκκληση

κάνω έκκληση

kánō ékklēsē

έκκληση; έφεση; κάνω έκκληση; κάνω έφεση; τραβώ;

appeal

κάνω εντύπωση

kánō entýpōsē

απεργία; απεργώ; κάνω εντύπωση; χτυπήμα; χτυπώ;

strike

κάνω επιδρομή

kánō epidromḗ

επιδρομή; επίθεση; επιτίθεμαι; κάνω επιδρομή;

attack

κάνω έφεση

kánō éphesē

έκκληση; έφεση; κάνω έκκληση; κάνω έφεση; τραβώ;

appeal

κάνω ζημιά

kánō zēmiá

βλάβη; βλάπτω; ζημιά; ζημιές; κάνω ζημιά;

damage

κάνω κλικ

kánō klik

κάνω κλικ; κλικ;

click

κάνω πλάκα

kánō pláka

κάνω πλάκα; κατσικάκι; παιδί; πιτσιρίκος;

kid

kánō pláka

αστείο; αστιεύομαι; κάνω πλάκα; σκέρτσο;

joke

κάνω τάκλινγκ

kánō táklinnk

αντιμετωπίζω; κάνω τάκλινγκ;

tackle

καπαρώνω

kaparṓnō

βιβλιάριο; βιβλίο; καπαρώνω; κλείνω θέσω;

book

καπέλλο

kapéllo

καπέλλο; καπέλο; πίλος;

hat

καπέλο

kapélo

καπέλλο; καπέλο; πίλος;

hat

καπνίζω

kapnízō

καπνίζω; καπνοί; καπνός;

smoke

καπνοί

kapnoí

καπνίζω; καπνοί; καπνός;

smoke

καπνός

kapnós

καπνίζω; καπνοί; καπνός;

smoke

κάποιος

kápoios someone

kápoios somebody

κάποτε

kápote

εφάπαξ; κάποτε; μια φορά; μία φορά;

once

κάπου

kápou somewhere

κάπως

kápōs somewhat

kápōs somehow

κάπως

kápōs

αρκετά; κάπως;

rather

καραμέλα

karaméla

γλυκός; ηδύς; καραμέλα;

sweet

karaméla candy

καραούλι

karaoúli

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

καρδιά

kardiá heart

καρέ

karé

ανακόπτω; αναχαιτίζω; ελέγχω; καρέ; σταματώ;

check

καρέκλα

karékla

έδρα; καρέκλα;

chair

καριέρα

kariéra career

καρκίνος

karkínos cancer

καρπός

karpós

καρπός; φρούτο;

fruit

καρπώνομαι

karpṓnomai

επίδομα; επωφελούμαι; καρπώνομαι; όφελος; ωφέλεια;

benefit

karpṓnomai

απολαμβάνω; διασκεδάζω; καρπώνομαι; χαίρω;

enjoy

κάρτα

kárta card

καρτερία

kartería

καρτερία; υπομονή;

patience

καρφί

karphí

καρφί; νύχι; πρόκα;

nail

καρφίτσα

karphítsa

γόμφος; καρφίτσα;

pin

κάσα

kása

κάσα; κουτί; πυγμαχώ;

box

kása

θώρακας; κάσα; στήθος;

chest

κασμάς

kasmás

διαλέγω; κασμάς; μαζεύω; συλλέγω;

pick

καστανός

kastanós

καστανός; καφέ;

brown

κατ εξοχήν

kat exochḗn

κατ εξοχήν; κυρίως; προ πάντων;

primarily

κατά

katá

εναντίον; κατά; κόντρα σε;

against

κατά γράμμα

katá grámma

κατά γράμμα; κυριολεκτικά;

literally

κατά μήκος

katá mḗkos along

κατά πλάτος

katá plátos

απέναντι; κατά πλάτος;

across

καταγράφω

katagráphō

δίσκος; ηχογραφώ; καταγράφω; ρεκόρ;

record

καταδικάζω

katadikázō

καταδικάζω; καταδίκη; πρόταση;

sentence

καταδίκη

katadíkē

καταδικάζω; καταδίκη; πρόταση;

sentence

καταδότης

katadótēs

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

κατάθλιψη

katáthlipsē

κατάθλιψη; ύφεση;

depression

καταιγίδα

kataigída

θύελλα; καταιγίδα; τρικυμία;

storm

κατακλύζω

kataklýzō

κατακλύζω; πακετάρω; πακέτο; συσκευάζω; τράπουλα;

pack

κατακρατώ

katakratṓ

εξακολουθώ; κατακρατώ; κρατώ;

keep

κατακυρώνω

katakyrṓnō

απονέμω; βραβείο; κατακυρώνω;

award

καταλαβαίνω

katalabaínō

καταλαβαίνω; κατανοώ;

understand

κατάληξη

katálēxē

απορροία; έκβαση; κατάληξη;

outcome

κατάλληλος

katállēlos

βολικός; κατάλληλος; πρόσφορος;

suitable

katállēlos

κατάλληλος; οικειοποιούμαι; σφετερίζομαι;

appropriate

καταμέτρηση

katamétrēsē

καταμέτρηση; μέτρηση;

measurement

κατανόηση

katanóēsē understanding

κατανομή

katanomḗ

διανομή; κατανομή;

distribution

Page 59: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

κατανοώ

katanoṓ

καταλαβαίνω; κατανοώ;

understand

katanoṓ

αναγνωρίζω; εκτιμώ; κατανοώ;

appreciate

καταπολεμώ

katapolemṓ

καταπολεμώ; μάχη; μάχομαι; πολεμώ με; συμπλέκομαι;

fight

καταπραΰνω

katapraǘnō

άνεση; καταπραΰνω;

ease

κατασκευάζω

kataskeuázō

εξαναγκάζω; κάνω; κατασκευάζω; φτιάχνω;

make

κατασκευαστής

kataskeuastḗs manufacturer

κατασκευή

kataskeuḗ

ανέγερση; κατασκευή;

construction

κατάσταση

katástasē

θέση; κατάσταση;

status

katástasē

δήλωση; κατάσταση;

statement

katástasē

δηλώνω; κατάσταση; κρατίδιο; κράτος;

state

katástasē

θέση; κατάσταση;

situation

katástasē

κατάσταση; πάθηση;

condition

καταστρέφω

katastréphō destroy

καταστροφή

katastrophḗ

καταστροφή; όλεθρος; συμφορά;

disaster

κατατάσσομαι

katatássomai

ενώνω; κατατάσσομαι; συνδέω; συνενώνω;

join

καταφέρνω

kataphérnō

αντεπεξέρχομαι; διευθύνω; καταφέρνω;

manage

καταφεύγω

katapheúgō

καταφεύγω; καταφύγιο; προστατεύω; σταλός;

shelter

καταφεύγω σε

katapheúgō se

θέρετρο; καταφεύγω σε;

resort

καταφύγιο

kataphýgio

καταφεύγω; καταφύγιο; προστατεύω; σταλός;

shelter

κατάχρηση

katáchrēsē

βρίζω; βρισιά; κατάχρηση; καταχρώμαι; λοιδορία;

abuse

καταχρώμαι

katachrṓmai

βρίζω; βρισιά; κατάχρηση; καταχρώμαι; λοιδορία;

abuse

καταχώρηση

katachṓrēsē

είσοδος; καταχώρηση; λήμμα;

entry

καταχωρώ

katachōrṓ

εγγράφομαι; καταχωρώ;

register

κατεργάζομαι

katergázomai

διαδικασία; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι;

process

κατεύθυνση

kateúthynsē direction

κατέχω

katéchō

δικός μου; κατέχω; της];

own

katéchō

έχω; κατέχω;

possess

κατηγορία

katēgoría

αναθέτω; έφοδος; κατηγορία; φροντίδα;

charge

katēgoría

κατηγορία; πρωτάθλημα; συνασπισμός;

league

κατηγορώ

katēgorṓ accuse

κάτι

káti something

κάτοικος

kátoikos

κάτοικος; μόνιμος;

resident

κατορθώνω

katorthṓnō achieve

κατουσίαν

katousían

κατουσίαν; ουσιαστικά; σχεδόν;

virtually

κατοχή

katochḗ possession

κάτοχος

kátochos

ιδιοκτήτης; κάτοχος; κτήτορας;

owner

κατοχυρώνω

katochyrṓnō

κατοχυρώνω; προστατεύω;

protect

κατράμι

katrámi

γήπεδο; κατράμι; κλυδωνίζομαι;

pitch

κατσικάκι

katsikáki

κάνω πλάκα; κατσικάκι; παιδί; πιτσιρίκος;

kid

κάτω

kátō

ίουλος; κάτω; πούπουλο;

down

κάτω από

kátō apó

από κάτω; κάτω από;

below

kátō apó under

καύσιμα

kaúsima

καύσιμα; καύσιμο; τροφοδοτώ;

fuel

καύσιμο

καύσιμο

kaúsimo

καύσιμα; καύσιμο; τροφοδοτώ;

fuel

καυτός

kautós hot

καφέ

kaphé

καστανός; καφέ;

brown

καφές

kaphés coffee

καχύποπτος

kachýpoptos

καχύποπτος; ύποπτος;

suspicious

κέικ

kéik cake

κείμαι

keímai

κείμαι; ψεύδομαι;

lie

κείμενο

keímeno

απόσπασμα; διάβαση; κείμενο;

passage

keímeno text

κελί

kelí

κελί; κύτταρο;

cell

κενό

kenó

άγραφος; άγραφτος; ανέκφραστος; κενό; λευκός;

blank

kenó

κενό; χάσμα;

gap

κέντρισμα

kéntrisma

κέντρισμα; νύξη; σαρκασμός; σκάβω;

dig

κέρασμα

kérasma

θεραπεύω; κέρασμα; κερνώ; μεταχειρίζομαι;

treat

κερδίζω

kerdízō

απολαβή; κερδίζω;

gain

kerdízō

κερδίζω; νικώ;

win

kerdízō earn

κέρδος

kérdos

απολαβή; κέρδος; ωφέλεια;

profit

κερνώ

kernṓ

θεραπεύω; κέρασμα; κερνώ; μεταχειρίζομαι;

treat

κεφάλι

kepháli

ηγούμαι; κεφάλι;

head

κέφι

képhi

διασκέδαση; κέφι; πλάκα;

fun

képhi

διάθεση; έγκλιση; κέφι;

mood

κηδεία

κηδεία

kēdeía funeral

κήπος

kḗpos garden

κθκλοφορία

kthklophoría

κθκλοφορία; νόμισμα; συνάλλαγμα;

currency

κιθάρα

kithára guitar

κίνηση

kínēsē

κίνηση; κινώ; μετακομίζω; σαλεύω; συγκινώ;

move

κινητός

kinētós mobile

κινώ

kinṓ

κίνηση; κινώ; μετακομίζω; σαλεύω; συγκινώ;

move

κιόλας

kiólas

ήδη; κιόλας; κίολας;

already

κίολας

kíolas

ήδη; κιόλας; κίολας;

already

κίτρινος

kítrinos

δειλός; κίτρινος;

yellow

κλαδί

kladí

κλαδί; κλάδος; υποκατάστημα;

branch

κλάδος

kládos

κλαδί; κλάδος; υποκατάστημα;

branch

κλαίω

klaíō

κλαίω; κραυγή; φωνάζω;

cry

κλάση

klásē

κλάση; τάξη; υπάγω;

class

κλέβω

klébō

βουτώ; κλέβω;

steal

κλειδαριά

kleidariá lock

κλειδί

kleidí key

kleidí

ίχνος; κλειδί;

clue

κλείνω

kleínō

αποπνιχτικός; κλείνω; κολλητός; κοντά; πνιγηρός;

close

κλείνω θέσω

kleínō thésō

βιβλιάριο; βιβλίο; καπαρώνω; κλείνω θέσω;

book

κλειστό

kleistó

κλειστό; κλειστός;

closed

κλειστός

Page 60: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

κλειστός

kleistós

κλειστό; κλειστός;

closed

κλήρος

klḗros

κλήρος; μοίρα;

lot

klḗros

κλήρος; μοιρά; μοίρα; μοιράζομαι; μοιράζω;

share

κλήση

klḗsē

κλήση; τηλεφωνώ;

call

κλικ

klik

κάνω κλικ; κλικ;

click

κλίμα

klíma climate

κλίμακα

klímaka

κλίμακα; κλίμακας; κλιμάκωση; λέπι;

scale

κλίμακας

klímakas

κλίμακα; κλίμακας; κλιμάκωση; λέπι;

scale

κλιμάκωση

klimákōsē

κλίμακα; κλίμακας; κλιμάκωση; λέπι;

scale

κλοτσώ

klotsṓ kick

κλου

klou

κλου; στιγμιότυπο; τονίζω;

highlight

κλυδωνίζομαι

klydōnízomai

γήπεδο; κατράμι; κλυδωνίζομαι;

pitch

κόβω

kóbō

κόβω; κοπή; κόψιμο;

cut

κόβω σε φέτες

kóbō se phétes

κόβω σε φέτες; φέτα;

slice

κοιμάμαι

koimámai

κοιμάμαι; τσίμπλα; ύπνος;

sleep

κοιμώμενος

koimṓmenos asleep

κοινός

koinós

κοινός; συνηθισμένος;

common

koinós public

koinós

άρθρωση; γόμφος; κοινός; κοψίδι; τσιγαριλίκι;

joint

κοινότητα

koinótēta community

κοινωνία

koinōnía society

κοιτάζω

koitázō

βλέμμα; εμφάνιση; κοιτάζω; φαίνομαι;

look

κόκαλο

kókalo

κόκαλο; κόκκαλο; οστούν;

bone

κόκκαλο

kókkalo

κόκαλο; κόκκαλο; οστούν;

bone

κόκκινος

kókkinos red

κολάρο

koláro

γιακάς; κολάρο; λουρί;

collar

κόλαση

kólasē hell

κολέγιο

kolégio college

κολλάω

kolláō

κολλάω; προσβάλλομαι; συμβόλαιο; συστέλλομαι;

contract

κολλητός

kollētós

κολλητός; φιλαράκος;

buddy

kollētós

αποπνιχτικός; κλείνω; κολλητός; κοντά; πνιγηρός;

close

κολλώ

kollṓ

κολλώ; παλούκι; χώνω;

stick

κόλπο

kólpo

κόλπο; κομπίνα; ξεγελώ; τρικ;

trick

κολύμπι

kolýmpi swimming

κολυμπώ

kolympṓ swim

κόμης

kómēs

κόμης; μετρώ;

count

κομητεία

komēteía county

κομμάτι

kommáti

κομμάτι; πράγμα;

item

κόμματος

kómmatos

κόμματος; πουλί;

bird

κομπίνα

kompína

κόλπο; κομπίνα; ξεγελώ; τρικ;

trick

κομψός

kompsós smart

κοντά

kontá

αποπνιχτικός; κλείνω; κολλητός; κοντά; πνιγηρός;

close

kontá near

kontá

κοντά; κοντινός;

nearby

κοντινός

kontinós

κοντά; κοντινός;

nearby

κοντολογίς

kontologís

κοντολογίς; σύντομα;

briefly

κοντός

kontós short

κόντρα σε

kóntra se

εναντίον; κατά; κόντρα σε;

against

κοπανίζω

kopanízō

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

κοπή

kopḗ

κόβω; κοπή; κόψιμο;

cut

κοπηλατώ

kopēlatṓ

καβγάς; κοπηλατώ; κωπηλατώ; σειρά;

row

κόπος

kópos

ενοχλούμαι; ενοχλώ; κόπος; σκοτίζομαι;

bother

κόρη

kórē daughter

κορίτσι

korítsi girl

κορμί

kormí

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

κορμός δέντρου

kormós déntrou log

κορμοστασιά

kormostasiá

ανάστημα; κορμοστασιά; μπόι; χτίζω;

build

κορυφαίος

koryphaíos

κορυφαίος; κορυφή;

top

koryphaíos

ηγετικός; κορυφαίος;

leading

κορυφή

koryphḗ

κορυφαίος; κορυφή;

top

koryphḗ

κορυφή; κορυφώνω;

peak

κορυφώνω

koryphṓnō

κορυφή; κορυφώνω;

peak

κοσμικός

kosmikós

κοσμικός; ξαπλώνω; στρώνω; τοποθετώ χάμω;

lay

κόσμος

kósmos

κόσμος; υφήλιος;

world

kósmos

άνθρωποι; άνθρωπος; κόσμος;

people

κοστίζω

kostízō

δαπάνη; κοστίζω; κόστος;

cost

κόστος

kóstos

δαπάνη; κοστίζω; κόστος;

cost

κοστούμι

kostoúmi

αρμόζω; βολεύω; εξυπηρετώ; κοστούμι; ταιριάζω με;

suit

κοτόπουλο

kotópoulo chicken

κουβαλώ

koubalṓ

κουβαλώ; μεταφέρω;

carry

κουβάρι

koubári

κουβάρι; μπάλα;

ball

κουδούνι

koudoúni

καμπάνα; κουδούνι;

bell

κουζίνα

kouzína kitchen

κουζουλός

kouzoulós

θυμωμένος; κουζουλός; λωλός; τρελός;

mad

κουκίδα

koukída

βάζω σημείο; κουκίδα;

dot

κουμπί

koumpí button

κούνια

koúnia

κούνια; κουνώ;

swing

κουνώ

kounṓ

κουνώ; σαλεύω; σείω; ταράζω;

shake

kounṓ

κουνώ; λικνίζω; πέτρα; ροκ;

rock

kounṓ

κούνια; κουνώ;

swing

κουρασμένος

kourasménos tired

κουρδίζω

kourdízō

κουρδίζω; μελωδία;

tune

kourdízō

αιολική; άνεμος; κουρδίζω;

wind

κούρσα

koúrsa car

κουτί

koutí

κάσα; κουτί; πυγμαχώ;

box

koutí

κουτί; μπορώ;

can

κοφίνι

kophíni

καλάθι; κοφίνι; πανέρι;

basket

Page 61: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

κοφτερός

kophterós

αιφνίδιος; κοφτερός; μυτερός; οξυδερκής;

sharp

κοχή

kochḗ

άκρη; κοχή; περιστόμιο; χείλος;

edge

κοψίδι

kopsídi

άρθρωση; γόμφος; κοινός; κοψίδι; τσιγαριλίκι;

joint

κόψιμο

kópsimo

κόβω; κοπή; κόψιμο;

cut

κραδασμός

kradasmós

κραδασμός; κρούση; σοκ;

shock

κρασί

krasí

κρασί; οίνος;

wine

κρατίδιο

kratídio

δηλώνω; κατάσταση; κρατίδιο; κράτος;

state

κράτος

krátos

δηλώνω; κατάσταση; κρατίδιο; κράτος;

state

κρατώ

kratṓ

διατηρώ; κρατώ; παρακρστώ; συγκατακρατώ;

retain

kratṓ

εξακολουθώ; κατακρατώ; κρατώ;

keep

kratṓ

αμπάρι; κρατώ; συγκρατώ;

hold

κραυγή

kraugḗ

κλαίω; κραυγή; φωνάζω;

cry

κραχ

krach

κραχ; πάταγος; πέφτω; προσκρούω; σύγκρουση;

crash

κρέας

kréas

κρέας; σάρκα;

meat

κρεβάτι

krebáti bed

κρεβατοκάμαρα

krebatokámara

κρεβατοκάμαρα; υπνοδωμάτιο;

bedroom

κρέμα

kréma cream

κρεμώ

kremṓ

απαγχονίζω; κρεμώ;

hang

κρένω

krénō

κρένω; μιλώ;

speak

κρίκος

kríkos

κρίκος; συνδέω;

link

κρίμα

κρίμα

kríma

κρίμα; ντροπή;

shame

κρίνω

krínō

δικάζω; δικαστής; κρίνω; κριτής;

judge

κριτής

kritḗs

δικάζω; δικαστής; κρίνω; κριτής;

judge

κριτική

kritikḗ

αναθεωρώ; ανασκόπηση; ανασκοπώ; κριτική;

review

kritikḗ

επίκριση; κριτική;

criticism

κρούση

kroúsē

επίδραση; κρούση; ορμή; σύγκρουση;

impact

kroúsē

κραδασμός; κρούση; σοκ;

shock

κρύβομαι

krýbomai

κρύβομαι; κρύβω;

hide

κρύβω

krýbō

κρύβομαι; κρύβω;

hide

κρυολόγημα

kryológēma

κρυολόγημα; κρύος; πούντα;

cold

κρύος

krýos

κρυολόγημα; κρύος; πούντα;

cold

κτήμα

ktḗma

ακίνητο; κτήμα; περιουσία; σπίτι;

property

κτήνος

ktḗnos

ζώο; κτήνος;

animal

κτήριο

ktḗrio

κτήριο; χτήριο;

building

κτήτορας

ktḗtoras

ιδιοκτήτης; κάτοχος; κτήτορας;

owner

κυβέρνηση

kybérnēsē

διοίκηση; διοικητικός; κυβέρνηση; χορήγηση;

administration

kybérnēsē government

κυκεώνας

kykeṓnas

κυκεώνας; παραζάλη; σύγχυση;

confusion

κύκλος

kýklos

κύκλος; ποδηλατώ;

cycle

κυκλοφορία

kyklophoría

δοσοληψία; κυκλοφορία;

traffic

κυκλοφορώ

κυκλοφορώ

kyklophorṓ

βγάζω; δημοσιεύω; εκκρίνω; κυκλοφορώ; λύτρωση;

release

kyklophorṓ

διαβατήριο; κυκλοφορώ; πέρασμα; περνώ; στενά;

pass

κύλινδρος

kýlindros

κύλινδρος; κυλώ; ψωμάκι;

roll

κυλώ

kylṓ

κύλινδρος; κυλώ; ψωμάκι;

roll

κύμα

kýma wave

κυνηγώ

kynēgṓ hunt

κυρία

kyría lady

κύριε

kýrie sir

κυριολεκτικά

kyriolektiká

κατά γράμμα; κυριολεκτικά;

literally

κυρίος

kyríos

κυρίος; κύριος; κυριότερος;

main

κύριος

kýrios

αφέντης; δεξιοτέχνης; διαφεντεύω; κύριος; μετρ;

master

kýrios

κυρίος; κύριος; κυριότερος;

main

κυριότερος

kyrióteros

κυρίος; κύριος; κυριότερος;

main

κυρίως

kyríōs

κατ εξοχήν; κυρίως; προ πάντων;

primarily

κύρος

kýros

αντικρίζω; αντιμετωπίζω; κύρος; μούτρο; πρόσωπο;

face

kýros

δύναμη; εξουσία; κύρος;

power

κυρτώνω

kyrtṓnō

καμπύλη; καμπυλώνω; κυρτώνω;

curve

κύρωση

kýrōsē

κύρωση; ποινή; πρόστιμο;

penalty

κύτταρο

kýttaro

κελί; κύτταρο;

cell

κώδικας

kṓdikas code

κωμικός

kōmikós

αστείος; κωμικός; περίεργος;

funny

κωπηλατώ

kōpēlatṓ

καβγάς; κοπηλατώ; κωπηλατώ; σειρά;

row

Λλάδι

ládi

λάδι; πετρέλαιο;

oil

λάθος

láthos wrong

láthos

λάθος; παρανοώ;

mistake

láthos

αναληθής; λάθος; ψευδής; ψεύτικος; ψεύτικός;

false

láthos

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

láthos error

λαϊκός

laïkós

δημοφιλής; λαϊκός;

popular

λαιμός

laimós throat

laimós

αυχένας; λαιμός; σβέρκος;

neck

λαμβάνω

lambánō

λαμβάνω; παραλαμβάνω;

receive

λαμβάνω υπόψιν

lambánō ypópsin

θεωρώ; λαμβάνω υπόψιν;

consider

λαμπερός

lamperós

λαμπερός; υποσχόμενος;

bright

lamperós

έξοχος; λαμπερός; φανταστικός;

brilliant

λαμπρός

lamprós

λαμπρός; μεγάλος; σπουδαίος;

grand

λάμπω

lámpō shine

λάσκος

láskos

λάσκος; λυτός; μπόσικος; ξεκάρφωτος; χαλαρός;

loose

λάσπη

láspē

βόρβορος; ιλύς; λάσπη;

mud

λαχανικό

lachanikó vegetable

λεiος

leios

λεiος; λείος;

smooth

λείος

leíos

λεiος; λείος;

smooth

λειτουργία

Page 62: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

λειτουργία

leitourgía

εγχείρηση; επιχείρηση; λειτουργία;

operation

leitourgía

δεξίωση; λειτουργία; λειτουργώ;

function

λειτουργώ

leitourgṓ

δεξίωση; λειτουργία; λειτουργώ;

function

leitourgṓ

εγχειρίζω; λειτουργώ;

operate

λέξη

léxē word

λέπι

lépi

κλίμακα; κλίμακας; κλιμάκωση; λέπι;

scale

λεπτό

leptó

λεπτό; λεπτομερής; μικροσκοπικός;

minute

λεπτομέρεια

leptoméreia

απαριθμώ; λεπτομέρεια;

detail

λεπτομερής

leptomerḗs

λεπτό; λεπτομερής; μικροσκοπικός;

minute

leptomerḗs

διεξοδικός; λεπτομερής;

detailed

λεπτός

leptós

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

λερωμένος

lerōménos

βρώμικος; λερωμένος;

dirty

λέσχη

léschē

λέσχη; ρόπαλο;

club

λευκό

leukó

άσπρος; λευκό; λευκός;

white

λευκός

leukós

άσπρος; λευκό; λευκός;

white

leukós

άγραφος; άγραφτος; ανέκφραστος; κενό; λευκός;

blank

λεφτά

lephtá money

λέω

léō

αφηγούμαι; διηγούμαι; λέω; ξεχωρίζω;

tell

léō say

λεωφορείο

leōphoreío bus

λήμμα

lḗmma

είσοδος; καταχώρηση; λήμμα;

entry

λήξη

lḗxē

λήξη; ποόρισμα; συμπέρασμα; τέλος;

conclusion

λήψη

lḗpsē

αντίκρυσμα; γλέντι; λήψη; ρεσεψιόν; υποδοχή;

reception

λίβρα

líbra

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

λίγα

líga

λίγα; λίγες; λίγοι; λιγοστός;

few

λίγες

líges

λίγα; λίγες; λίγοι; λιγοστός;

few

λιγνός

lignós

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

λίγο

lígo

ελαφρώς; λίγο;

slightly

lígo

λίγο; μικρός;

little

λίγοι

lígoi

λίγα; λίγες; λίγοι; λιγοστός;

few

lígoi

λίγοι; μερικοί; μερικός;

some

λιγοστός

ligostós

λίγα; λίγες; λίγοι; λιγοστός;

few

λιγότερος

ligóteros less

λικνίζω

liknízō

κουνώ; λικνίζω; πέτρα; ροκ;

rock

λίμα

líma

λίμα; λιμάρω; πίφερο; υποβάλλω;

file

λιμάρω

limárō

λίμα; λιμάρω; πίφερο; υποβάλλω;

file

λίμνη

límnē lake

λιμνούλα

limnoúla

λιμνούλα; πισίνα;

pool

λίμπρα

límpra

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

λίπος

lípos

λίπος; χόνδρος; χοντρός;

fat

λίρα

líra

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

λίστα

lísta list

λογαριάζω

logariázō

λογαριάζω; υπολογίζω;

calculate

λογαριασμός

logariasmós

αναφορά; λογαριασμός; σημασία;

account

logariasmós

λογαριασμός; νομοσχέδιο; ράμφος;

bill

λογικός

logikós logical

logikós reasonable

λογισμικό

logismikó software

λογομαχία

logomachía

ανταλλάσσω; διαφωνία; λογομαχία; συνάλλαγμα;

exchange

logomachía

διαφωνία; επιχείρημα; λογομαχία;

argument

λόγος

lógos

αιτία; αιτιολογία; λόγος;

reason

λογοτεχνία

logotechnía literature

λοιδορία

loidoría

βρίζω; βρισιά; κατάχρηση; καταχρώμαι; λοιδορία;

abuse

λοιπόν

loipón

αναβλύζω; καλά; λοιπόν; πηγάδι;

well

λουλούδι

louloúdi flower

λουρί

lourí

γιακάς; κολάρο; λουρί;

collar

lourí

ηγούμαι; λουρί; μόλυβδος;

lead

λουρίδα

lourída

γδύνομαι; γδύνω; γυμνώνω; εκδύω; λουρίδα;

strip

λουτρό

loutró

λουτρό; μπανιέρα; μπάνιο;

bath

loutró bathroom

λύμα

lýma

απόβλητα; λύμα; σπατάλη; σπαταλώ;

waste

λύνω

lýnō

αποφασίζω; διασκέπτομαι; διευθετώ; λύνω;

resolve

lýnō solve

λυπάμαι

lypámai

λυπάμαι; λύπη; μεταμελούμαι; μετανιώνω; μετανοίωνω;

regret

λύπη

λύπη

lýpē

λυπάμαι; λύπη; μεταμελούμαι; μετανιώνω; μετανοίωνω;

regret

λυπημένος

lypēménos sad

λύση

lýsē

διάλυμα; λύση;

solution

λυτός

lytós

λάσκος; λυτός; μπόσικος; ξεκάρφωτος; χαλαρός;

loose

λύτρωση

lýtrōsē

βγάζω; δημοσιεύω; εκκρίνω; κυκλοφορώ; λύτρωση;

release

λωλός

lōlós

θυμωμένος; κουζουλός; λωλός; τρελός;

mad

Μμαγαζί

magazí

αποθηκεύω; βάζω; μαγαζί;

store

magazí

μαγαζί; προδίδω; ψωνίζω;

shop

μαγαρίζω

magarízō soil

μάγειρας

mágeiras

μάγειρας; μαγειρεύω;

cook

μαγειρεύω

mageireúō

μάγειρας; μαγειρεύω;

cook

μάγουλο

mágoulo

αναίδεια; θράσος; θρασύτητα; μάγουλο;

cheek

μαζεύομαι

mazeúomai

μαζεύομαι; μαζεύω; περισυλλέγω; συγκεντρώνομαι;

gather

μαζεύω

mazeúō

μαζεύομαι; μαζεύω; περισυλλέγω; συγκεντρώνομαι;

gather

mazeúō

διαλέγω; κασμάς; μαζεύω; συλλέγω;

pick

μαζί

mazí together

mazí

μαζί; με;

with

μάης

máēs

είθε; μάης; μπορώ;

may

μαθαίνω

mathaínō learn

μάθημα

máthēma lesson

μακάρι

Page 63: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

μακάρι

makári

ευχή; εύχομαι; μακάρι;

wish

μακέτα

makéta

μακέτα; μανεκέν; μοντέλο;

model

μακριά

makriá far

makriá

μακριά; μακρυά;

away

makriá off

μακρυά

makryá

μακριά; μακρυά;

away

μακρύς

makrýs

μακρύς; μεγάλος;

long

μαλακά

malaká

μαλακά; με το μαλακό;

gently

μαλακός

malakós soft

μάλαμα

málama

μάλαμα; χρυσός;

gold

μαλλιά

malliá

μαλλιά; τρίχα;

hair

μάλλον

mállon

μάλλον; πιανάν; πιθανά; πιθανόν;

likely

μαμούδι

mamoúdi

ζουζούνι; μαμούδι;

bug

μανεκέν

manekén

μακέτα; μανεκέν; μοντέλο;

model

μάνι-μάνι

máni-máni quickly

μαντεύω

manteúō

εικασία; μαντεύω;

guess

μάντρα

mántra

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

mántra

μάντρα; σταλός; στυλό; στυλός;

pen

μάρκετινγκ

márketinnk marketing

μάρτιος

mártios

βαδίζω; μάρτιος;

march

μάρτυρας

mártyras

είμαι μάρτυρας; μάρτυρας; μαρτυρώ;

witness

μαρτυρία

μαρτυρία

martyría

αποδείξεις; απόδειξη; μαρτυρία; στοιχεία;

evidence

μαρτυρώ

martyrṓ

είμαι μάρτυρας; μάρτυρας; μαρτυρώ;

witness

μάτι

máti

δακτυλίδι; δαχτυλίδι; μάτι; παλαίστρα; τηλεφωνώ;

ring

máti

μάτι; οφθαλμός;

eye

μάτσο

mátso

δέσμη; μάτσο; τσαμπί;

bunch

μαύρος

maúros black

μαχαλάς

machalás

μαχαλάς; περιοχή; περιφέρεια;

district

machalás

μαχαλάς; τέταρτο;

quarter

μάχη

máchē battle

máchē

καταπολεμώ; μάχη; μάχομαι; πολεμώ με; συμπλέκομαι;

fight

μάχομαι

máchomai

καταπολεμώ; μάχη; μάχομαι; πολεμώ με; συμπλέκομαι;

fight

με

me

εμένα; με; μου;

me

me

μαζί; με;

with

με επιτυχία

me epitychía

επιτυχημένα; με επιτυχία;

successfully

με πολλή κίνηση

me pollḗ kínēsē

απασχολημένος; με πολλή κίνηση;

busy

με το μαλακό

me to malakó

μαλακά; με το μαλακό;

gently

μεγάλος

megálos big

megálos large

megálos

μακρύς; μεγάλος;

long

megálos

λαμπρός; μεγάλος; σπουδαίος;

grand

megálos

απίθανος; μεγάλος;

great

μεγαλύτερος

megalýteros

μεγαλύτερος; πρεσβύτερος;

senior

μεγαλωνω

megalōnō

αυξάνομαι; μεγαλωνω; μεγαλώνω;

grow

μεγαλώνω

megalṓnō

αυξάνομαι; μεγαλωνω; μεγαλώνω;

grow

μέγεθος

mégethos size

μέθοδος

méthodos method

méthodos

μέθοδος; πλησιάζω; προσεγγίζω; προσέγγιση;

approach

μεθόριος

methórios

μεθόριος; ρέλι; σύνορο;

border

μεθυσμένος

methysménos

μεθυσμένος; φέσι;

drunk

μειώνομαι

meiṓnomai

μειώνομαι; μου πέφτει; ρανίδα; ρίχνω; σταγόνα;

drop

μειώνω

meiṓnō

ελαττώνω; μειώνω; περιορίζω;

reduce

μείωση

meíōsē

έκπτωση; μείωση; σκόντο;

discount

μελαχρινός

melachrinós

μελαχρινός; μουχρός; σκοτάδι; σκοτεινός; σκούρος;

dark

μελέτη

melétē

ανασκόπηση; έρευνα; μελέτη;

survey

melétē

γραφείο; μελέτη; μελετώ; σπουδάζω; σπουδές;

study

μελετώ

meletṓ

γραφείο; μελέτη; μελετώ; σπουδάζω; σπουδές;

study

μέλι

méli honey

μελλοντικός

mellontikós future

μέλος

mélos

μέλος; στέλεχος;

member

μελωδία

melōdía

κουρδίζω; μελωδία;

tune

μένω

ménō

ζώ; ζωντανός; μένω;

live

ménō stay

μέρα

méra day

μεριά

meriá

μεριά; πλευρά;

side

μερίδιο

μερίδιο

merídio

μερίδιο; μερος; χωρίζω;

part

μερικές φορές

merikés phorés sometimes

μερικοί

merikoí

λίγοι; μερικοί; μερικός;

some

μερικός

merikós

λίγοι; μερικοί; μερικός;

some

μερος

meros

μερίδιο; μερος; χωρίζω;

part

μέρος

méros

βούλα; εντοπίζω; μέρος; σπυρί;

spot

méros

μέρος; τοποθετώ; τόπος;

place

μέσα

mésa inside

mésa

εντός; μέσα;

within

μέσα ενημέρωσης

mésa enēmérōsēs media

μέσα σε

mésa se

μέσα σε; σε;

in

mésa se into

μεσαίος

mesaíos

μεσαίος; μέσον; μέτριος;

medium

mesaíos

μεσαίος; μέση;

middle

μεσάνυχτα

mesánychta midnight

μέση

mésē

μεσαίος; μέση;

middle

μεσημβρινός

mesēmbrinós

μεσημβρινός; νότιος;

southern

μεσημεριανό

mesēmerianó

μεσημεριανό; το μεσημεριανό;

lunch

μεσίτης

mesítēs

μεσίτης; παράγων; πράκτορας;

agent

μέσον

méson

μεσαίος; μέσον; μέτριος;

medium

μέσος

mésos

μέσος; μέσος όρος;

average

μέσος όρος

mésos óros

μέσος; μέσος όρος;

average

μεστός

Page 64: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

μεστός

mestós

γεμάτος; μεστός; ολικός; πλήρης;

full

μετά

metá

επόμενος; μετά;

next

metá

εν συνέχεια; έπειτα; μετά; τότε;

then

metá

έπειτα; μετά; μετά από;

after

μετά από

metá apó

έπειτα; μετά; μετά από;

after

μετά χριστόν

metá christón

διαφήμηση; μετά χριστόν;

ad

μετάβαση

metábasē transition

μεταβολή

metabolḗ

αλλάζω; μεταβολή; μετατροπή; παραλλαγή; παραλλάζω;

change

μετακινώ

metakinṓ

αλλάζω; μετακινώ; μετατοπίζω;

shift

μετακομίζω

metakomízō

απομακρύνω; αφαιρώ; μετακομίζω;

remove

metakomízō

κίνηση; κινώ; μετακομίζω; σαλεύω; συγκινώ;

move

μεταλλείο

metalleío

δικός μου; εξορύσσω; μεταλλείο; νάρκη; ορυχείο;

mine

μέταλλο

métallo metal

μεταμελούμαι

metameloúmai

λυπάμαι; λύπη; μεταμελούμαι; μετανιώνω; μετανοίωνω;

regret

μετανιώνω

metaniṓnō

λυπάμαι; λύπη; μεταμελούμαι; μετανιώνω; μετανοίωνω;

regret

μετανοίωνω

metanoíōnō

λυπάμαι; λύπη; μεταμελούμαι; μετανιώνω; μετανοίωνω;

regret

μεταξύ

metaxý between

μετατοπίζω

metatopízō

αλλάζω; μετακινώ; μετατοπίζω;

shift

μετατρέπω

metatrépō convert

μετατροπή

metatropḗ

αλλάζω; μεταβολή; μετατροπή; παραλλαγή; παραλλάζω;

change

μεταφέρω

μεταφέρω

metaphérō

κουβαλώ; μεταφέρω;

carry

μεταφράζω

metaphrázō translate

μεταχειρίζομαι

metacheirízomai

θεραπεύω; κέρασμα; κερνώ; μεταχειρίζομαι;

treat

metacheirízomai

μεταχειρίζομαι; χειρίζομαι; χερούλι;

handle

μετεπιστροφής

metepistrophḗs

γυρίζω; επιστρέφω; επιστροφή; μετεπιστροφής;

return

μετρ

metr

αφέντης; δεξιοτέχνης; διαφεντεύω; κύριος; μετρ;

master

μέτρηση

métrēsē

καταμέτρηση; μέτρηση;

measurement

μετρητά

metrētá

εξαργυρώνω; μετρητά; χρήματα;

cash

μέτριος

métrios

μεσαίος; μέσον; μέτριος;

medium

μετρώ

metrṓ

κόμης; μετρώ;

count

μέτωπο

métōpo

μέτωπο; μροστινός; πρόσοψη; πρώτη γραμμή;

front

μέχρι

méchri

μέχρι; ταμείο;

till

méchri

μέχρι; ώσπου;

until

μήκος

mḗkos length

μήλο

mḗlo apple

μήνας

mḗnas month

μήνυμα

mḗnyma

άγγελμα; μήνυμα;

message

μητέρα

mētéra mother

μηχανεύομαι

mēchaneúomai

μηχανεύομαι; μηχανικός;

engineer

μηχανή

mēchanḗ motor

mēchanḗ engine

μηχάνημα

mēchánēma machine

μηχάνημα

mēchánēma

μηχάνημα; συσκευή; τέχνασμα;

device

μηχανικός

mēchanikós

μηχανεύομαι; μηχανικός;

engineer

μια

mia

ένα; ένας; μια;

a

μία

mía

ένα; ένας; μία;

one

mía

ένα; ένας; μία;

an

μια φορά

mia phorá

εφάπαξ; κάποτε; μια φορά; μία φορά;

once

μία φορά

mía phorá

εφάπαξ; κάποτε; μια φορά; μία φορά;

once

μίγμα

mígma mixture

mígma

ανακατεύω; ανακατώνω; αναμιγνύω; μίγμα;

mix

μικρό δάσος

mikró dásos

μικρό δάσος; ξύλο;

wood

μικρός

mikrós small

mikrós

ελαφρύς; θίγω; μικρός; προσβάλλω;

slight

mikrós

ασήμαντος; ελάσσων; μικρός; υπεξούσιος;

minor

mikrós

λίγο; μικρός;

little

mikrós

μικρός; νέος;

young

μικροσκοπικός

mikroskopikós

λεπτό; λεπτομερής; μικροσκοπικός;

minute

mikroskopikós

μικροσκοπικός; τοσοδούλης;

tiny

μικρότερος

mikróteros

μικρότερος; νεώτερος; υφιστάμενος;

junior

μιλώ

milṓ

μιλώ; ομιλία;

talk

milṓ

κρένω; μιλώ;

speak

μισθός

misthós salary

μισός

misós

ήμισυ; ημίχρονος; μισός;

half

μίσος

mísos

μίσος; μισώ;

hate

μισώ

μισώ

misṓ

μίσος; μισώ;

hate

μλοκ

mlok

μλοκ; στηρίγματα; φραγμός;

block

μνήμη

mnḗmē

ανάμνηση; μνήμη;

memory

μνημονεύω

mnēmoneúō

καθορίζω; μνημονεύω; παραθέτω;

quote

μοιρά

moirá

διχοτομία; μοιρά; μοίρα; μοιράζω; σχίσιμο;

split

moirá

κλήρος; μοιρά; μοίρα; μοιράζομαι; μοιράζω;

share

μοίρα

moíra

κλήρος; μοιρά; μοίρα; μοιράζομαι; μοιράζω;

share

moíra

κλήρος; μοίρα;

lot

moíra

διχοτομία; μοιρά; μοίρα; μοιράζω; σχίσιμο;

split

μοιράζομαι

moirázomai

κλήρος; μοιρά; μοίρα; μοιράζομαι; μοιράζω;

share

μοιράζω

moirázō

κλήρος; μοιρά; μοίρα; μοιράζομαι; μοιράζω;

share

moirázō

απονέμω; διανέμω; μοιράζω;

distribute

moirázō

διχοτομία; μοιρά; μοίρα; μοιράζω; σχίσιμο;

split

moirázō

αγορά; μοιράζω;

deal

μοκέτα

mokéta carpet

μόλις

mólis

δίκαιος; μόλις;

just

μολονότι

molonóti

αν και; μολονότι;

though

μόλυβδος

mólybdos

ηγούμαι; λουρί; μόλυβδος;

lead

μονάδα

monáda unit

μοναδικός

monadikós unique

μοναχός

monachós

μοναχός; μόνος;

alone

μόνιμος

mónimos

κάτοικος; μόνιμος;

resident

μόνο

móno only

Page 65: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

μονόκλινος

monóklinos

ανύπαντρος; ένας μόνος; μονόκλινος; μονός; μόνος;

single

μονοπάτι

monopáti

διαδρομή; μονοπάτι;

path

monopáti

ανιχνεύω; ίχνη; μονοπάτι; πίστα;

track

μονός

monós

ανύπαντρος; ένας μόνος; μονόκλινος; μονός; μόνος;

single

monós odd

μόνος

mónos

μοναχός; μόνος;

alone

mónos lonely

mónos

ανύπαντρος; ένας μόνος; μονόκλινος; μονός; μόνος;

single

μοντέλο

montélo

μακέτα; μανεκέν; μοντέλο;

model

μορφή

morphḗ

δελτίο; μορφή;

form

μορφώνω

morphṓnō

διαμορφώνω; μορφώνω; σχήμα; σχηματίζω;

shape

μόρφωση

mórphōsē education

μου

mou

εμένα; με; μου;

me

μου κάνει

mou kánei

αρμόζων; εξοπλίζω; μου κάνει;

fit

μου πέφτει

mou péphtei

μειώνομαι; μου πέφτει; ρανίδα; ρίχνω; σταγόνα;

drop

μουσική

mousikḗ music

μουστερής

mousterḗs

μουστερής; πελάτης;

customer

μούστος

moústos

μούστος; πρέπει; πρέπει / έπρεπε;

must

μούτρο

moútro

αντικρίζω; αντιμετωπίζω; κύρος; μούτρο; πρόσωπο;

face

μουχρός

mouchrós

μελαχρινός; μουχρός; σκοτάδι; σκοτεινός; σκούρος;

dark

μπαίνω

μπαίνω

mpaínō

εισέρχομαι; μπαίνω;

enter

μπακάλικο

mpakáliko grocery

μπάλα

mpála

κουβάρι; μπάλα;

ball

μπαμπάς

mpampás dad

μπανιέρα

mpaniéra

λουτρό; μπανιέρα; μπάνιο;

bath

μπάνιο

mpánio

λουτρό; μπανιέρα; μπάνιο;

bath

μπαρ

mpar

εμποδίζω; κάγκελο; μπαρ; ράβδος; φράζω;

bar

μπέιζμπολ

mpéizmpol baseball

μπελάς

mpelás

ενοχλώ; μπελάς; ταλαιπωρία; φασαρία;

trouble

μπισκότο

mpiskóto cookie

μπλε

mple blue

μπλέκω

mplékō

εμπλέκομαι; εμπλέκω; μπλέκω; περιλαμβάνω;

involve

μπλιγούρι

mpligoúri

γεύμα; μπλιγούρι;

meal

μπόι

mpói

ανάστημα; κορμοστασιά; μπόι; χτίζω;

build

μπολάκι

mpoláki bowl

μπόρα

mpóra

επιδαψιλεύω; μπόρα; ντους;

shower

μπόρεσα

mpóresa

μπόρεσα; μπορούσα;

could

μπορούσα

mporoúsa

μπόρεσα; μπορούσα;

could

mporoúsa

δύναμη; μπορούσα;

might

μπορώ

mporṓ

κουτί; μπορώ;

can

mporṓ

είθε; μάης; μπορώ;

may

μπόσικος

μπόσικος

mpósikos

λάσκος; λυτός; μπόσικος; ξεκάρφωτος; χαλαρός;

loose

μπότα

mpóta

μπότα; πορτ-μπαγάζ;

boot

μπουκάλι

mpoukáli

εμφιαλώνω; μπουκάλι;

bottle

μπράτσο

mprátso

βραχίων; μπράτσο; όπλο; χέρι;

arm

μπριζόλα

mprizóla steak

μπρος

mpros

εμπρός; μπρος; μπροστινός;

forward

μπροστά από

mprostá apó

μπροστά από; πριν; πριν από; προτού;

before

μπροστινός

mprostinós

εμπρός; μπρος; μπροστινός;

forward

μπύρα

mpýra beer

μροστινός

mrostinós

μέτωπο; μροστινός; πρόσοψη; πρώτη γραμμή;

front

μυαλό

myaló

μυαλό; νοιάζομαι; νούς; πειράζω; φυλάξου;

mind

μύγα

mýga

μύγα; πετώ;

fly

μυθιστόρημα

mythistórēma

καινοφανής; μυθιστόρημα;

novel

μύθος

mýthos

ιστορία; μύθος;

tale

μυρίζω

myrízō

μυρίζω; μυρωδιά; οσφαίνομαι;

smell

μυρωδιά

myrōdiá

μυρίζω; μυρωδιά; οσφαίνομαι;

smell

μύς

mýs muscle

μυστικό

mystikó

απόρρητος; μυστικό; μυστικός;

secret

μυστικός

mystikós

απόρρητος; μυστικό; μυστικός;

secret

μυτερός

myterós

αιφνίδιος; κοφτερός; μυτερός; οξυδερκής;

sharp

μύτη

mýtē nose

μωβ

mōb purple

μωρό

mōró baby

Νναι

nai yes

νάρκη

nárkē

δικός μου; εξορύσσω; μεταλλείο; νάρκη; ορυχείο;

mine

ναυαγώ

nauagṓ

βυθίζομαι; βυθίζω; ναυαγώ; νεροχύτης;

sink

νέα

néa

ειδήσεις; νέα;

news

νεαρός

nearós

νεαρός; νεότητα;

youth

νεκρός

nekrós

νεκρός; πεθαμένος;

dead

νέος

néos

μικρός; νέος;

young

néos

καινούριος; νέος;

new

νεότητα

neótēta

νεαρός; νεότητα;

youth

νερό

neró

νερό; ποτίζω; ύδωρ;

water

νεροχύτης

nerochýtēs

βυθίζομαι; βυθίζω; ναυαγώ; νεροχύτης;

sink

νευρικός

neurikós nervous

νεύρο

neúro nerve

νεύω

neúō

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

νεώτερος

neṓteros

μικρότερος; νεώτερος; υφιστάμενος;

junior

νηνεμία

nēnemía

ήρεμος; νηνεμία;

calm

νησί

nēsí island

νικημένος

Page 66: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

νικημένος

nikēménos

νικημένος; ξεπερνώ;

overcome

νικητής

nikētḗs winner

νικώ

nikṓ

καλύτερος; νικώ; ο καλύτερος;

best

nikṓ

δέρνω; νικώ; χτυπώ;

beat

nikṓ

κερδίζω; νικώ;

win

νισάφι

nisáphi enough

νιώθω

niṓthō

αισθάνομαι; νιώθω; υφή;

feel

νόημα

nóēma

αισθάνομαι; αίσθημα; αίσθηση; νόημα; σωφροσύνη;

sense

νοιάζομαι

noiázomai

νοιάζομαι; προσέχω; προσοχή; φροντίδα; φροντίζω;

care

noiázomai

θέμα; νοιάζομαι; ουσία; ύλη; υπόθεση;

matter

noiázomai

μυαλό; νοιάζομαι; νούς; πειράζω; φυλάξου;

mind

νοίκι

noíki

ενοικιάζω; ενοίκιο; νοίκι; νοίκιασμα;

rent

νοικιάζω

noikiázō hire

νοίκιασμα

noíkiasma

ενοικιάζω; ενοίκιο; νοίκι; νοίκιασμα;

rent

νόμιζα

nómiza

νόμιζα; σκεφτόμουν; σκέψη;

thought

νομίζω

nomízō

νομίζω; σκέπτομαι; σκέφτομαι;

think

νόμιμος

nómimos legal

νόμισμα

nómisma

κθκλοφορία; νόμισμα; συνάλλαγμα;

currency

νόμος

nómos law

νομοσχέδιο

nomoschédio

λογαριασμός; νομοσχέδιο; ράμφος;

bill

νοσοκόμα

nosokóma

βάγια; νοσοκόμα;

nurse

νοσοκομείο

nosokomeío hospital

νόσος

νόσος

nósos

αρρώστια; ασθένεια; νόσος;

disease

νοστιμίζω

nostimízō

εποχή; νοστιμίζω; περίοδο; περιόδος; περίοδος;

season

νότιος

nótios

μεσημβρινός; νότιος;

southern

νότος

nótos south

νουθετώ

nouthetṓ

διάλεξη; νουθετώ;

lecture

νούς

noús

μυαλό; νοιάζομαι; νούς; πειράζω; φυλάξου;

mind

ντόπιος

ntópios

ιθαγενής; ντόπιος;

native

ντους

ntous

επιδαψιλεύω; μπόρα; ντους;

shower

ντροπή

ntropḗ

κρίμα; ντροπή;

shame

ντύνομαι

ntýnomai

ντύνομαι; ντύνω; φόρεμα;

dress

ντύνω

ntýnō

ντύνομαι; ντύνω; φόρεμα;

dress

νύξη

nýxē

κέντρισμα; νύξη; σαρκασμός; σκάβω;

dig

νύχι

nýchi

καρφί; νύχι; πρόκα;

nail

νύχτα

nýchta night

νυχτερίδα

nychterída

νυχτερίδα; ρόπαλο;

bat

νωπός

nōpós

δροσερός; ζωντανός; νωπός; φρέσκος;

fresh

νωρίς

nōrís

νωρίς; πρώιμος;

early

Ξξάδελφος

xádelphos

εξαδέλφη; ξάδελφος;

cousin

ξακουστός

xakoustós

γνωστός; διάσημος; ξακουστός;

famous

ξαλαφρώνω

ξαλαφρώνω

xalaphrṓnō

ανακουφίζω; ξαλαφρώνω;

relieve

ξανά

xaná

άλλη μία φορά; ξανά; πάλι;

again

ξανθός

xanthós

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

xanthós

δίκαιος; ξανθός; πανηγύρι;

fair

ξαπλώνω

xaplṓnō

κοσμικός; ξαπλώνω; στρώνω; τοποθετώ χάμω;

lay

ξαφνικά

xaphniká

αιφνιδιαστικά; ξαφνικά;

suddenly

ξαφνικός

xaphnikós

αιφνίδιος; ξαφνικός;

sudden

ξεγελώ

xegelṓ

κόλπο; κομπίνα; ξεγελώ; τρικ;

trick

ξεδιαλέγω

xedialégō

είδος; ξεδιαλέγω; τακτοποιώ; τύπος;

sort

ξεκάθαρα

xekáthara

καθαρά; ξεκάθαρα;

clearly

ξεκάρφωτος

xekárphōtos

λάσκος; λυτός; μπόσικος; ξεκάρφωτος; χαλαρός;

loose

ξεκίνημα

xekínēma

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

ξεκίνηση

xekínēsē

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

ξεκινώ

xekinṓ

αρχή; αρχίζω; έναρξη; ξεκίνημα; ξεκίνηση; ξεκινώ;

start

ξεκουράζομαι

xekourázomai

ησυχασμός; ξεκουράζομαι; ραχάτι; υπόλοιπος;

rest

ξεναγός

xenagós

καθοδηγώ; ξεναγός; ξεναγώ; οδηγός;

guide

ξεναγώ

xenagṓ

καθοδηγώ; ξεναγός; ξεναγώ; οδηγός;

guide

ξενοδοχείο

xenodocheío hotel

ξένος

ξένος

xénos

εξωτερικός; ξένος;

foreign

ξεπερνώ

xepernṓ

νικημένος; ξεπερνώ;

overcome

ξέρω

xérō

γνωρίζω; ξέρω;

know

ξεσκεπάζω

xeskepázō

εκθέτω; ξεσκεπάζω;

expose

ξεφεύγω

xepheúgō

δραπετεύω; ξεφεύγω;

escape

ξεφορτώνομαι

xephortṓnomai

ξεφορτώνομαι; πετώ; ρίχνω;

dump

ξεχνώ

xechnṓ forget

ξεχωρίζω

xechōrízō

αφηγούμαι; διηγούμαι; λέω; ξεχωρίζω;

tell

ξεχωριστός

xechōristós

ιδιαίτερος; ξεχωριστός; χωρίζω; χωριστός;

separate

ξηρός

xērós

ξηρός; στεγνός;

dry

ξοδεύω

xodeúō spend

ξόρκι

xórki

διάστημα; ξόρκι; ορθογραφώ; συλλαβίζω;

spell

ξύλινος

xýlinos wooden

ξύλο

xýlo

μικρό δάσος; ξύλο;

wood

ξύνω

xýnō

αμυχή; γρατσουνιά; γρατσουνίζω; ξύνω;

scratch

ξυπνώ

xypnṓ

αγρυπνία νεκρού; απονέρια; ξυπνώ;

wake

Οο

o

η; ο; οι; τα; το;

the

ο δικός μας

o dikós mas our

ο δικός τους

o dikós tous their

ο εαυτός μου

o eautós mou

εγώ ο ίδιος; ο εαυτός μου;

myself

ο εαυτός σου

Page 67: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

ο εαυτός σου

o eautós sou yourself

ο εαυτός του

o eautós tou

αυτός ο ίδιος; ο εαυτός του;

himself

ο εξαποδώ

o exapodṓ

διάβολος; ο εξαποδώ;

devil

ο ηθοποιός

o ēthopoiós actor

ο καθένας

o kathénas

κάθε; ο καθένας;

each

ο καλύτερος

o kalýteros

καλύτερος; νικώ; ο καλύτερος;

best

ο οποίος

o opoíos

ο οποίος; ποιός;

who

ο περισσότερος

o perissóteros

ο περισσότερος; ο πιο πολύς; πλέον;

most

ο πιο πολύς

o pio polýs

ο περισσότερος; ο πιο πολύς; πλέον;

most

ο σύζυγος

o sýzygos

ο σύζυγος; σύζυγος;

husband

ογκώδης

onkṓdēs

ογκώδης; τεράστιος;

massive

οδηγός

odēgós

καθοδηγώ; ξεναγός; ξεναγώ; οδηγός;

guide

odēgós driver

οδηγώ

odēgṓ drive

οδός

odós

δρόμος; οδός;

street

οθόνη

othónē

οθόνη; παρακολουθώ;

monitor

othónē

δείχνω; εκδήλωση; εκθέτω; οθόνη; παρουσιάζω;

display

οθώνη

othṓnē

εξετάζω; οθώνη; παραβάν;

screen

οι

oi

η; ο; οι; τα; το;

the

οι ένορκοι

oi énorkoi jury

οικειοποιούμαι

oikeiopoioúmai

κατάλληλος; οικειοποιούμαι; σφετερίζομαι;

appropriate

οικογένεια

οικογένεια

oikogéneia

οικογένεια; οικογένια;

family

οικογένια

oikogénia

οικογένεια; οικογένια;

family

οικοδεσπότης

oikodespótēs

οικοδεσπότης; φιλοξενώ;

host

οικονομική

oikonomikḗ

οικονομική; οικονομολογία;

economics

οικονομικός

oikonomikós financial

οικονομολογία

oikonomología

οικονομική; οικονομολογία;

economics

οίκος

oíkos

οίκος; σπίτι; στεγάζω;

house

οινόπνευμα

oinópneuma

αλκοόλ; οινόπνευμα;

alcohol

οίνος

oínos

κρασί; οίνος;

wine

ολικός

olikós

ολικός; σύνολο;

total

olikós

γεμάτος; μεστός; ολικός; πλήρης;

full

ολίσθημα

olísthēma

γλίστρημα; γλιστρώ; ολίσθημα; παραδρομή;

slip

ολόκληρος

olóklēros entire

olóklēros

ολόκληρος; ολοκληρώνω; περατώνω;

complete

olóklēros

ακέραιος; άρτιος; ολόκληρος;

whole

ολοκληρώνω

oloklērṓnō

ολόκληρος; ολοκληρώνω; περατώνω;

complete

ομάδα

omáda

ομάδα; όμιλος; συγκρότημα; σύμπλεγμα;

group

omáda team

ομαλός

omalós

ομαλός; τακτικός;

regular

ομήγυρη

omḗgyrē

εταιρία; θίασος; ομήγυρη; παρέα;

company

ομιλητής

omilētḗs speaker

ομιλία

omilía

μιλώ; ομιλία;

talk

ομοσπονδιακός

omospondiakós federal

ομοσπωνδiα

omospōndia

ομοσπωνδiα; σχέση;

association

ονειρεύομαι

oneireúomai

ονειρεύομαι; όνειρο;

dream

ονομάζω

onomázō

όνομα; ονομάζω; ονομασία;

name

ονομασία

onomasía

όνομα; ονομάζω; ονομασία;

name

οξυδερκής

oxyderkḗs

αιφνίδιος; κοφτερός; μυτερός; οξυδερκής;

sharp

οπαδοί

opadoí

ακολουθία; οπαδοί; παρακολούθηση;

following

οπαδός

opadós

ανεμιστήρας; βεντάλια; κάνω αέρα; οπαδός;

fan

οποιοσδήποτε

opoiosdḗpote whoever

οποτεδήποτε

opotedḗpote whenever

οπουδήποτε

opoudḗpote

οπουδήποτε; πουθενά;

anywhere

οπτικός

optikós visual

ορατός

oratós visible

οργή

orgḗ

θυμός; οργή; φούρκα;

anger

οργισμένος

orgisménos

θυμωμένος; οργισμένος;

angry

ορθογραφώ

orthographṓ

διάστημα; ξόρκι; ορθογραφώ; συλλαβίζω;

spell

ορθώνομαι

orthṓnomai

ανατέλλω; αυξάνομαι; αύξηση; ορθώνομαι; σηκώνομαι;

rise

ορισμός

orismós definition

orismós

ανάθεση; αποστολή; δουλειά; ορισμός;

assignment

orismós

διορισμός; ορισμός; ραντεβού; συνάντηση;

appointment

οριστικά

oristiká definitely

ορμή

ormḗ

επίδραση; κρούση; ορμή; σύγκρουση;

impact

ορμή

ormḗ

βιάζομαι; βιασύνη; ορμή; ορμώ; τρέχω;

rush

ορμώ

ormṓ

βιάζομαι; βιασύνη; ορμή; ορμώ; τρέχω;

rush

ormṓ

βάζω; ορμώ; ρίχνω; χιμώ;

pour

οροφή

orophḗ

οροφή; σκεπή; στεγή; ταράτσα;

roof

ορυχείο

orycheío

δικός μου; εξορύσσω; μεταλλείο; νάρκη; ορυχείο;

mine

οστούν

ostoún

κόκαλο; κόκκαλο; οστούν;

bone

οσφαίνομαι

osphaínomai

μυρίζω; μυρωδιά; οσφαίνομαι;

smell

οτιδήποτε

otidḗpote whatever

ουρανός

ouranós sky

ουσία

ousía substance

ousía

θέμα; νοιάζομαι; ουσία; ύλη; υπόθεση;

matter

ουσιαστικά

ousiastiká

κατουσίαν; ουσιαστικά; σχεδόν;

virtually

ousiastiká essentially

ουσιαστικός

ousiastikós

αξιόλογος; ουσιαστικός; στερεός;

substantial

ούτε

oúte

είτε; ή; ούτε;

either

oúte nor

ουφώ

ouphṓ

γλείφω; θηλάζω; ουφώ; ρουφώ;

suck

οφείλω

opheílō

οφείλω; χρωστώ;

owe

οφθαλμός

ophthalmós

μάτι; οφθαλμός;

eye

Όόγκος

ónkos

όγκος; ποσότητα; φωνή;

volume

ónkos

ανάπτυξη; όγκος;

growth

όλα

óla

όλα; τα πάντα;

everything

Page 68: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

όλα

óla

όλα; όλες; όλοι; όλος; το παν;

all

όλεθρος

ólethros

καταστροφή; όλεθρος; συμφορά;

disaster

όλες

óles

όλα; όλες; όλοι; όλος; το παν;

all

όλοι

óloi

όλα; όλες; όλοι; όλος; το παν;

all

óloi everyone

óloi everybody

όλος

ólos

όλα; όλες; όλοι; όλος; το παν;

all

όμιλος

ómilos

ομάδα; όμιλος; συγκρότημα; σύμπλεγμα;

group

όμορφος

ómorphos beautiful

όμως

ómōs

αλλά; όμως;

but

ómōs

όμως; όσο κιαν;

however

όν

ón being

όνειρο

óneiro

ονειρεύομαι; όνειρο;

dream

όνομα

ónoma

όνομα; ονομάζω; ονομασία;

name

όπλο

óplo

βραχίων; μπράτσο; όπλο; χέρι;

arm

όπου

ópou

όπου; που; πού;

where

όπως

ópōs

όπως; σαν;

as

ópōs

αρέσω; όπως; σαν; συμπαθώ;

like

όργανο

órgano

εργαλείο; όργανο; υλοποιώ;

implement

όριο

ório

όριο; περιορίζω;

limit

όρος

óros

βουνό; όρος;

mountain

óros

διορία; όρος; τρίμηνο;

term

όροφος

όροφος

órophos

όροφος; πάτωμα;

floor

όσο κιαν

óso kian

όμως; όσο κιαν;

however

όταν

ótan

όταν; πότε;

when

όφελος

óphelos

επίδομα; επωφελούμαι; καρπώνομαι; όφελος; ωφέλεια;

benefit

όχημα

óchēma vehicle

όχθη

óchthē

ανάχωμα; όχθη; τράπεζα;

bank

όχι

óchi

κανένας; όχι;

no

όψη

ópsē

άποψη; θωριά; όψη; πλευρά;

aspect

όψιμος

ópsimos

αποθανών; αργά; αργός; όψιμος;

late

Ππαγανίζω

paganízō

ασκώ; επιδιώκω; παγανίζω;

pursue

παγκάκι

pankáki

έδρα; έδρανο; παγκάκι; πάγκος;

bench

πάγκος

pánkos

έδρα; έδρανο; παγκάκι; πάγκος;

bench

πάγος

págos ice

παθαίνω

pathaínō

παθαίνω; πάσχω; υποφέρω;

suffer

πάθηση

páthēsē

κατάσταση; πάθηση;

condition

páthēsē

πάθηση; παράπονο;

complaint

παιδί

paidí

κάνω πλάκα; κατσικάκι; παιδί; πιτσιρίκος;

kid

paidí

παιδί; τύπος;

guy

paidí child

παιδικά χρόνια

paidiká chrónia childhood

παίζω

παίζω

paízō

έργο; θεατρικό έργο; παίζω; παριστά΄νω; παριστάνω;

play

παίκτης

paíktēs player

παίρνω

paírnō

αποκτώ; παίρνω;

get

paírnō take

παίρνω έκταση

paírnō éktasē

απλώνω; διαδίδω; επέκταση; παίρνω έκταση; φουντώνω;

spread

παιχνίδι

paichnídi game

πακετάρω

paketárō

κατακλύζω; πακετάρω; πακέτο; συσκευάζω; τράπουλα;

pack

πακέτο

pakéto

κατακλύζω; πακετάρω; πακέτο; συσκευάζω; τράπουλα;

pack

παλαιός

palaiós

γέρικος; γέρος; παλαιός;

old

παλαίστρα

palaístra

δακτυλίδι; δαχτυλίδι; μάτι; παλαίστρα; τηλεφωνώ;

ring

πάλι

páli

άλλη μία φορά; ξανά; πάλι;

again

παλούκι

paloúki

κολλώ; παλούκι; χώνω;

stick

παλτό

paltó coat

πανέξυπνος

panéxypnos

πανέξυπνος; τετραπέρατος;

cute

πανεπιστήμιο

panepistḗmio university

πανέρι

panéri

καλάθι; κοφίνι; πανέρι;

basket

πανέτοιμος

panétoimos

έτοιμος; πανέτοιμος;

ready

πανηγύρι

panēgýri

δίκαιος; ξανθός; πανηγύρι;

fair

πανί

paní

αποπλέω; πανί; πλέω;

sail

πανικοβάλλω

panikobállō

πανικοβάλλω; πανικός;

panic

πανικός

πανικός

panikós

πανικοβάλλω; πανικός;

panic

πάντα

pánta

πάντα; πάντοτε;

always

πανταχού

pantachoú

πανταχού; παντού;

everywhere

πάντοτε

pántote

πάντα; πάντοτε;

always

παντού

pantoú

πανταχού; παντού;

everywhere

παντρεμένη

pantreménē

παντρεμένη; παντρεμένος;

married

παντρεμένος

pantreménos

παντρεμένη; παντρεμένος;

married

πάντως

pántōs anyway

πάνω

pánō

άνω; πάνω;

up

pánō

πάνω; πάνω από; τελείωσε;

over

πάνω από

pánō apó

άνω; πάνω από;

above

pánō apó

πάνω; πάνω από; τελείωσε;

over

πάνω σε

pánō se

πάνω σε; σε;

on

pánō se

πάνω σε; σε;

upon

παπάς

papás priest

παπούτσι

papoútsi

παπούτσι; πεταλώνω;

shoe

παππούς

pappoús grandfather

πάρα πολύ

pára polý

εξαιρετικά; πάρα πολύ;

extremely

παραβάλλω

parabállō compare

παραβάν

parabán

εξετάζω; οθώνη; παραβάν;

screen

παραβλέπω

parablépō

αγνοώ; παραβλέπω;

ignore

παραβολή

Page 69: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

παραβολή

parabolḗ

παραβολή; σύγκριση;

comparison

παραβρίσκομαι

parabrískomai

παραβρίσκομαι; παρακάθομαι; παρακολουθώ;

attend

παραγγελία

parangelía

διατάζω; εντολή; παραγγελία; παραγγέλλω; προσταγή;

order

parangelía

εξουσιοδότηση; επιτρο; παραγγελία; παραγγέλλω;

commission

παραγγέλλω

parangéllō

εξουσιοδότηση; επιτρο; παραγγελία; παραγγέλλω;

commission

parangéllō

διατάζω; εντολή; παραγγελία; παραγγέλλω; προσταγή;

order

παράγοντας

parágontas

παράγοντας; συντελεστής;

factor

παράγω

parágō

γεννοβολώ; γεννώ; παράγω;

generate

parágō

παράγω; προσκομίζω;

produce

παράγων

parágōn

μεσίτης; παράγων; πράκτορας;

agent

παράδειγμα

parádeigma

παράδειγμα; περίπτωση;

instance

parádeigma

παράδειγμα; υπόδειγμα;

example

παραδέχομαι

paradéchomai

αφήνω να μπει; αφήνω να μπεί; εισάγω; παραδέχομαι;

admit

paradéchomai

αποδέχομαι; δέχομαι; παραδέχομαι;

accept

παραδίδομαι

paradídomai

παραδίδομαι; υποβάλλω; υποστηρίζω; υποτάσσομαι;

submit

παραδίδω

paradídō

εκφωνώ; παραδίδω;

deliver

παραδίνω

paradínō

δίνω; παραδίνω;

give

paradínō

δείκτης; δίνω; παραδίνω; χέρι;

hand

παραδόπιστος

paradópistos

εννοώ; παραδόπιστος; σημαίνω; τσιγκούνης;

mean

παράδοση

parádosē

παράδοση; παραλαβή;

delivery

παράδοση

parádosē tradition

παραδοσιακός

paradosiakós traditional

παραδρομή

paradromḗ

γλίστρημα; γλιστρώ; ολίσθημα; παραδρομή;

slip

παραζάλη

parazálē

κυκεώνας; παραζάλη; σύγχυση;

confusion

παραθέτω

parathétō

καθορίζω; μνημονεύω; παραθέτω;

quote

παράθυρο

paráthyro window

παραιτούμαι

paraitoúmai

παραιτούμαι; παρατάω; φεύγω;

leave

παρακάθομαι

parakáthomai

παραβρίσκομαι; παρακάθομαι; παρακολουθώ;

attend

παρακαλώ

parakalṓ

ζητώ; παρακαλώ; παράκληση;

request

parakalṓ

ευχαριστώ; παρακαλώ;

please

παρακαταθήκη

parakatathḗkē

εφεδρεία; εφεδρικός; παρακαταθήκη; παρακρατώ;

reserve

παρακεντώ

parakentṓ

βρύση; παρακεντώ; χτυπώ ελαφρά;

tap

παράκληση

paráklēsē

ζητώ; παρακαλώ; παράκληση;

request

παρακολούθηση

parakoloúthēsē

ακολουθία; οπαδοί; παρακολούθηση;

following

παρακολουθώ

parakolouthṓ

βλέπω; παρακολουθώ; ρολόι; φρουρά;

watch

parakolouthṓ

οθόνη; παρακολουθώ;

monitor

parakolouthṓ

παραβρίσκομαι; παρακάθομαι; παρακολουθώ;

attend

παρακρατώ

parakratṓ

απόθεμα; παρακρατώ;

stock

parakratṓ

εφεδρεία; εφεδρικός; παρακαταθήκη; παρακρατώ;

reserve

παρακρστώ

parakrstṓ

διατηρώ; κρατώ; παρακρστώ; συγκατακρατώ;

retain

παραλαβή

παραλαβή

paralabḗ

παράδοση; παραλαβή;

delivery

παραλαμβάνω

paralambánō

λαμβάνω; παραλαμβάνω;

receive

παραλίγο

paralígo

παραλίγο; σχεδόν;

nearly

παραλλαγή

parallagḗ variation

parallagḗ

αλλάζω; μεταβολή; μετατροπή; παραλλαγή; παραλλάζω;

change

παραλλάζω

parallázō

παραλλάζω; ποικίλλω;

vary

parallázō

αλλάζω; μεταβολή; μετατροπή; παραλλαγή; παραλλάζω;

change

παραμένω

paraménō remain

παραμύθι

paramýthi

ιστορία; παραμύθι;

story

παράνομος

paránomos illegal

παρανοώ

paranoṓ

λάθος; παρανοώ;

mistake

παράξενος

paráxenos

παράξενος; περίεργος;

strange

παραπέμπω

parapémpō

αναφέρομαι; παραπέμπω;

refer

παραπονιέμαι

paraponiémai complain

παράπονο

parápono

πάθηση; παράπονο;

complaint

παράσταση

parástasē

απόδοση; παράσταση;

performance

parástasē

δείχνω; εμφαίνω; παράσταση; σόου;

show

παραστατικός

parastatikós

αντιπρόσωπος; παραστατικός;

representative

παρατάσσω

paratássō

γραμμή; επενδύω; παρατάσσω; ρυτίδα;

line

παρατάω

paratáō

παραιτούμαι; παρατάω; φεύγω;

leave

παρατηρώ

paratērṓ

παρατηρώ; πίνακας;

notice

πάραυτα

πάραυτα

párauta

αμέσως; επί τόπου; πάραυτα;

immediately

παρέα

paréa

παρέα; πάρτι; συμβαλλόμενος;

party

paréa

εταιρία; θίασος; ομήγυρη; παρέα;

company

παρέκλυση

paréklysē

καθυστέρηση; παρέκλυση;

delay

παρελθόν

parelthón

παρελθόν; περασμένος;

past

παρέχω

paréchō

παρέχω; παροχή; προμήθεια; χορήγηση;

supply

paréchō

παρέχω; προνοώ;

provide

παρηγορώ

parēgorṓ

άνεση; καθησυχάζω; παρηγορώ;

comfort

παριστά΄νω

paristá΄nō

έργο; θεατρικό έργο; παίζω; παριστά΄νω; παριστάνω;

play

παριστάνω

paristánō

επηρεάζω; παριστάνω; συγκινώ;

affect

paristánō

έργο; θεατρικό έργο; παίζω; παριστά΄νω; παριστάνω;

play

πάρκινγκ

párkinnk parking

πάρκο

párko park

παρόλο

parólo despite

παρόμοιος

parómoios similar

παρομοίως

paromoíōs similarly

παρουσία

parousía presence

παρουσιάζω

parousiázō

δείχνω; εκδήλωση; εκθέτω; οθόνη; παρουσιάζω;

display

parousiázō

δώρο; παρουσιάζω; παρών;

present

παρουσίαση

parousíasē

εμφάνιση; παρουσίαση;

appearance

parousíasē presentation

παροχή

parochḗ

παρέχω; παροχή; προμήθεια; χορήγηση;

supply

πάρτι

Page 70: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

πάρτι

párti

παρέα; πάρτι; συμβαλλόμενος;

party

παρών

parṓn

δώρο; παρουσιάζω; παρών;

present

πάσχω

páschō

παθαίνω; πάσχω; υποφέρω;

suffer

πάταγος

pátagos

κραχ; πάταγος; πέφτω; προσκρούω; σύγκρουση;

crash

πατάτα

patáta potato

πατέρας

patéras father

πάτος

pátos bottom

πατρίδα

patrída

εξοχή; πατρίδα; χώρα;

country

πάτωμα

pátōma

όροφος; πάτωμα;

floor

παύση

paúsē

διακοπή; διακόπτω; παύση; σταματώ;

pause

πάω κόντρα

páō kóntra

γέμισμα; διασχίζω; πάω κόντρα; σταυρός;

cross

πεδικλώνω

pediklṓnō

πεδικλώνω; ταξιδάκι;

trip

πεδίο

pedío

πεδίο; τομέας; χωράφι;

field

πεθαμένος

pethaménos

νεκρός; πεθαμένος;

dead

πεθάνω

pethánō

αποθνήσκω; πεθάνω; τεζάρω;

die

πειθαρχία

peitharchía

πειθαρχία; πειθαρχώ;

discipline

πειθαρχώ

peitharchṓ

πειθαρχία; πειθαρχώ;

discipline

πείθω

peíthō persuade

πεινασμένος

peinasménos

πεινασμένος; πεινολέος;

hungry

πεινολέος

peinoléos

πεινασμένος; πεινολέος;

hungry

πειράζω

πειράζω

peirázō

μυαλό; νοιάζομαι; νούς; πειράζω; φυλάξου;

mind

πειστήριο

peistḗrio

απόδειξη; πειστήριο;

proof

πέλαγος

pélagos

θάλασσα; πέλαγος;

sea

πελάτης

pelátēs

μουστερής; πελάτης;

customer

pelátēs client

πελώριος

pelṓrios

πελώριος; τεράστιος;

huge

πενιχρός

penichrós

καημένος; πενιχρός; φτωχός;

poor

πέρα από

péra apó beyond

πέρα για πέρα

péra gia péra

εντελώς; πέρα για πέρα;

completely

πέρασμα

pérasma

διαβατήριο; κυκλοφορώ; πέρασμα; περνώ; στενά;

pass

περασμένος

perasménos

παρελθόν; περασμένος;

past

περατώνω

peratṓnō

ολόκληρος; ολοκληρώνω; περατώνω;

complete

peratṓnō

περατώνω; τελειώνω; τέλος; τερματισμός;

finish

περήφανος

perḗphanos

καμαρωτός; περήφανος; περίφανος;

proud

περί

perí

για; περί; περίπου;

about

περιβάλλον

peribállon setting

peribállon environment

περιγραφή

perigraphḗ description

περιγράφω

perigráphō describe

περιεκτικός

periektikós

περιεκτικός; πλήρης;

comprehensive

περίεργος

períergos curious

períergos

παράξενος; περίεργος;

strange

períergos

αστείος; κωμικός; περίεργος;

funny

περιέχω

periéchō

αναχαιτίζω; περιέχω; περιλαμβάνω;

contain

περικυκλώνω

perikyklṓnō

περικυκλώνω; πλαισιώνω; πλαισίωση;

surround

περιλαμβάνω

perilambánō

αναχαιτίζω; περιέχω; περιλαμβάνω;

contain

perilambánō

περιλαμβάνω; συμπεριλαμβάνω;

include

perilambánō

εμπλέκομαι; εμπλέκω; μπλέκω; περιλαμβάνω;

involve

περίμενε

perímene

περίμενε; περιμένω;

wait

περιμένω

periménō

αναμένω; περιμένω; προσδοκώ;

expect

periménō

περίμενε; περιμένω;

wait

περιοδεία

periodeía

γύρος; περιοδεία; στρογγυλός;

round

περιοδεύω

periodeúō

γύρος; περιοδεύω; ταξίδι;

tour

περιοδικά

periodiká

περιοδικά; πότε-πότε;

occasionally

περιοδικό

periodikó magazine

περίοδο

período

εποχή; νοστιμίζω; περίοδο; περιόδος; περίοδος;

season

περιόδος

periódos

διάστημα; περιόδος; περίοδος;

period

periódos

εποχή; νοστιμίζω; περίοδο; περιόδος; περίοδος;

season

periódos

εποχή; ηλικία; περιόδος;

age

periódos

περιόδος; ώρα;

session

περίοδος

períodos

εποχή; νοστιμίζω; περίοδο; περιόδος; περίοδος;

season

períodos

διάστημα; περιόδος; περίοδος;

period

περιορίζω

periorízō

όριο; περιορίζω;

limit

periorízō

ελαττώνω; μειώνω; περιορίζω;

reduce

περιορισμένος

periorisménos limited

περιουσία

periousía

ακίνητο; κτήμα; περιουσία; σπίτι;

property

periousía estate

περιοχή

periochḗ

μαχαλάς; περιοχή; περιφέρεια;

district

periochḗ area

περίπατος

perípatos

περίπατος; περπατώ; σεργιανίζω;

walk

περίπλοκος

períplokos

περίπλοκος; πολύπλοκος; πολυσύνθετος; σύνθετος;

complex

períplokos

περίπλοκος; πολύπλοκος;

complicated

περιποιούμαι

peripoioúmai

επιμελούμαι; περιποιούμαι;

tend

περίπου

perípou

για; περί; περίπου;

about

περίπτωση

períptōsē occasion

períptōsē

παράδειγμα; περίπτωση;

instance

περισότερος

perisóteros

περισότερος; πια; πλέον;

more

περισσευούμενος

perisseuoúmenos

περισσευούμενος; περισσεύω; φείδωμαι; χαρίζω;

spare

περισσεύω

perisseúō

περισσευούμενος; περισσεύω; φείδωμαι; χαρίζω;

spare

περιστατικό

peristatikó

επεισόδιο; περιστατικό;

incident

peristatikó

βαλίτσα; θήκη; περιστατικό; υπόθεση;

case

περιστόμιο

peristómio

άκρη; κοχή; περιστόμιο; χείλος;

edge

περισυλλέγω

perisyllégō

μαζεύομαι; μαζεύω; περισυλλέγω; συγκεντρώνομαι;

gather

περιφάνια

periphánia

έπαρση; καμάρι; περιφάνια; υπεροψία; φιλοτιμία;

pride

περίφανος

períphanos

καμαρωτός; περήφανος; περίφανος;

proud

περιφέρεια

periphéreia

μαχαλάς; περιοχή; περιφέρεια;

district

Page 71: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

περνώ

pernṓ

διαβατήριο; κυκλοφορώ; πέρασμα; περνώ; στενά;

pass

περπατώ

perpatṓ

περίπατος; περπατώ; σεργιανίζω;

walk

πεσκέσι

peskési

δωρεά; δώρο; πεσκέσι; χάρισμα;

gift

πέταγμα

pétagma

πέταγμα; πετώ; ρίχνω;

throw

πεταλώνω

petalṓnō

παπούτσι; πεταλώνω;

shoe

πέτρα

pétra

κουνώ; λικνίζω; πέτρα; ροκ;

rock

πετρέλαιο

petrélaio

λάδι; πετρέλαιο;

oil

πετσέτα

petséta towel

πετυχαίνω

petychaínō

επιτυγχάνω; πετυχαίνω;

succeed

πετυχημένος

petychēménos

επιτυχημένος; πετυχημένος; πετυχυμένος;

successful

πετυχυμένος

petychyménos

επιτυχημένος; πετυχημένος; πετυχυμένος;

successful

πετώ

petṓ

μύγα; πετώ;

fly

petṓ

πέταγμα; πετώ; ρίχνω;

throw

petṓ

ξεφορτώνομαι; πετώ; ρίχνω;

dump

πέφτω

péphtō

εκπίπτω; πέφτω; πτώση;

fall

péphtō

κραχ; πάταγος; πέφτω; προσκρούω; σύγκρουση;

crash

πηγάδι

pēgádi

αναβλύζω; καλά; λοιπόν; πηγάδι;

well

πηγαίνω

pēgaínō go

πηγή

pēgḗ source

πηδώ

pēdṓ jump

πια

pia

περισότερος; πια; πλέον;

more

πιανάν

πιανάν

pianán

μάλλον; πιανάν; πιθανά; πιθανόν;

likely

πιάνο

piáno piano

πιάνω

piánō

αρπάζω; πιάνω;

catch

πιάτο

piáto

γήπεδο γκολφ; πιάτο; πλεύση;

course

piáto dish

piáto

πιάτο; πλάκα;

plate

πιέζω

piézō

ασκώ πίεση; πιέζω; πρεσάρω;

press

πίεση

píesē pressure

πιθανά

pithaná probably

pithaná

μάλλον; πιανάν; πιθανά; πιθανόν;

likely

πιθανόν

pithanón

μάλλον; πιανάν; πιθανά; πιθανόν;

likely

πιθανός

pithanós

εφικτός; πιθανός;

possible

πιθανότητα

pithanótēta

ευκαιρία; πιθανότητα; συγκυρία; τύχη;

chance

pithanótēta

ενδεχόμενος; πιθανότητα; τάση;

potential

πικρός

pikrós

δριμύς; πικρός;

bitter

πίλος

pílos

καπέλλο; καπέλο; πίλος;

hat

πίνακας

pínakas

πίνακας; σήμα; σύνθημα; ταμπέλα; υπογράφω;

sign

pínakas

πίνακας; τραπέζι;

table

pínakas

παρατηρώ; πίνακας;

notice

πινελιά

pineliá

αγγίζω; εγγίζω; πινελιά; συγκινώ;

touch

πινέλο

pinélo

βούρτσα; βουρτσίζω; πινέλο; σκούπα;

brush

πίνω

pínō

πίνω; ποτό; το κοπανάω;

drink

πιο πολύ

pio polý mostly

πίπα

pípa

αυλός; πίπα; σωλήνας; σωλήνμας;

pipe

πισίνα

pisína

λιμνούλα; πισίνα;

pool

πίστα

písta

ανιχνεύω; ίχνη; μονοπάτι; πίστα;

track

πιστεύω

pisteúō believe

πίστωση

pístōsē credit

πίσω

písō

ενισχύω; πίσω; πλάτη; υποστηρίζω;

back

πίσω από

písō apó behind

πίτα

píta pie

πίτσα

pítsa pizza

πιτσιρίκος

pitsiríkos

κάνω πλάκα; κατσικάκι; παιδί; πιτσιρίκος;

kid

πίφερο

píphero

λίμα; λιμάρω; πίφερο; υποβάλλω;

file

πλάι

plái

πλάι; στην άκρη;

aside

πλαίσιο

plaísio

πλαίσιο; συμφραζόμενα;

context

plaísio

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

πλαισιώνω

plaisiṓnō

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

plaisiṓnō

περικυκλώνω; πλαισιώνω; πλαισίωση;

surround

πλαισίωση

plaisíōsē

περικυκλώνω; πλαισιώνω; πλαισίωση;

surround

πλάκα

pláka

πιάτο; πλάκα;

plate

pláka

διασκέδαση; κέφι; πλάκα;

fun

πλάνη

plánē

αεροπλάνο; επίπεδο; πλάνη; ροκάνι; στάθμη;

plane

πλάστιγγα

plástinga

ζυγαριά; ισοζύγιο; ισορροπία; πλάστιγγα;

balance

πλαστικός

πλαστικός

plastikós plastic

πλατεία

plateía

πλατεία; τετράγωνο;

square

πλατέως

platéōs

ευρέως; πλατέως;

widely

πλάτη

plátē

ενισχύω; πίσω; πλάτη; υποστηρίζω;

back

πλατύς

platýs

πλατύς; φαρδύς;

wide

πλατφόρμα

platphórma

εξέδρα; πλατφόρμα;

platform

πλένω

plénō

πλένω; πλύνω;

wash

πλέον

pléon

περισότερος; πια; πλέον;

more

pléon

ο περισσότερος; ο πιο πολύς; πλέον;

most

πλεονέκτημα

pleonéktēma

πλεονέκτημα; προτέρημα;

advantage

πλευρά

pleurá

μεριά; πλευρά;

side

pleurá

άποψη; θωριά; όψη; πλευρά;

aspect

πλεύση

pleúsē

γήπεδο γκολφ; πιάτο; πλεύση;

course

πλέω

pléō

αποπλέω; πανί; πλέω;

sail

πληγώνω

plēgṓnō

βλάπτω; πληγώνω; πονώ; τραυματίζω; χτυπώ;

hurt

πληθυσμός

plēthysmós population

πλήρης

plḗrēs

περιεκτικός; πλήρης;

comprehensive

plḗrēs

γεμάτος; μεστός; ολικός; πλήρης;

full

πληροφορίες

plērophoríes information

πληροφορώ

plērophorṓ inform

πληρωθισμός

plērōthismós inflation

πληρωμή

Page 72: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

πληρωμή

plērōmḗ

πληρωμή; πληρώνω;

pay

πληρώνω

plērṓnō

πληρωμή; πληρώνω;

pay

πλήρως

plḗrōs fully

πλησιάζω

plēsiázō

μέθοδος; πλησιάζω; προσεγγίζω; προσέγγιση;

approach

πλοίo

ploío

πλοίo; πλοίο;

ship

πλοίο

ploío

πλοίo; πλοίο;

ship

πλοκή

plokḗ

διαστροφή; καμπή; πλοκή; στραμπουλίζω; στροφή;

twist

πλούσιος

ploúsios rich

πλούτος

ploútos

πλούτος; χλδή;

wealth

πλύνω

plýnō

πλένω; πλύνω;

wash

πνεύμα

pneúma spirit

πνευματικός

pneumatikós

πνευματικός; ψυχικός;

mental

pneumatikós spiritual

πνιγηρός

pnigērós

αποπνιχτικός; κλείνω; κολλητός; κοντά; πνιγηρός;

close

πόα

póa

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

ποδήλατο

podḗlato bike

podḗlato bicycle

ποδηλατώ

podēlatṓ

ατραξιόν; βόλτα; ιππεύω; ποδηλατώ;

ride

podēlatṓ

κύκλος; ποδηλατώ;

cycle

πόδι

pódi

πόδι; πρόποδες;

foot

pódi

πόδι; στάδιο;

leg

ποδιά

ποδιά

podiá

γενικός; ποδιά; συνολικός;

overall

ποδοκόπι

podokópi

αιχμή; ποδοκόπι; πουρμπουάρ; ρεγάλο;

tip

ποδόσφαιρο

podósphairo football

ποιανού

poianoú

ποιανού; τίνος; του οποίου;

whose

ποίημα

poíēma poem

ποίηση

poíēsē poetry

ποιητής

poiētḗs poet

ποικιλία

poikilía variety

ποικίλλω

poikíllō

παραλλάζω; ποικίλλω;

vary

ποινή

poinḗ

κύρωση; ποινή; πρόστιμο;

penalty

ποίο

poío

ποίο; το οποίο;

which

ποιός

poiós

ο οποίος; ποιός;

who

ποιότητα

poiótēta quality

πόλεμος

pólemos war

πολεμώ με

polemṓ me

καταπολεμώ; μάχη; μάχομαι; πολεμώ με; συμπλέκομαι;

fight

πόλη

pólē city

pólē town

πολιτική

politikḗ policy

πολιτικός

politikós political

πολιτισμός

politismós culture

πολιτιστικός

politistikós cultural

πολλά

pollá

άφθονος; πολλά; πολλοί;

plenty

πολλοί

polloí

άφθονος; πολλά; πολλοί;

plenty

polloí many

πολύ

polý very

polý greatly

polý

πολύ; πολύς;

much

πολυάριθμος

polyárithmos numerous

πολύπλοκος

polýplokos

περίπλοκος; πολύπλοκος; πολυσύνθετος; σύνθετος;

complex

polýplokos

περίπλοκος; πολύπλοκος;

complicated

πολύς

polýs

πολύ; πολύς;

much

πολυσύνθετος

polysýnthetos

περίπλοκος; πολύπλοκος; πολυσύνθετος; σύνθετος;

complex

πολύτιμος

polýtimos

πολύτιμος; τιμαλφής;

valuable

πόνος

pónos pain

ποντίκι

pontíki mouse

πονώ

ponṓ

βλάπτω; πληγώνω; πονώ; τραυματίζω; χτυπώ;

hurt

ποόρισμα

poórisma

λήξη; ποόρισμα; συμπέρασμα; τέλος;

conclusion

ποπ μουσική

pop mousikḗ pop

πόροι

póroi resource

πόρτα

pórta door

πορτ-μπαγάζ

port-mpagáz

μπότα; πορτ-μπαγάζ;

boot

πορτοκαλί

portokalí

πορτοκαλί; πορτοκάλι;

orange

πορτοκάλι

portokáli

πορτοκαλί; πορτοκάλι;

orange

ποσό

posó

ανέρχομαι; ποσό; ποσόν;

amount

ποσόν

posón

ανέρχομαι; ποσό; ποσόν;

amount

ποσοστό

posostó percentage

ποσότητα

ποσότητα

posótēta quantity

posótēta

όγκος; ποσότητα; φωνή;

volume

πόστο

pósto

δοκάρι; πόστο; ταχυδρομώ;

post

ποτάμι

potámi river

ποτέ

poté ever

poté never

πότε

póte

όταν; πότε;

when

πότε-πότε

póte-póte

περιοδικά; πότε-πότε;

occasionally

ποτήρι

potḗri

γυαλί; ποτήρι; τζάμι;

glass

ποτίζω

potízō

νερό; ποτίζω; ύδωρ;

water

ποτό

potó

πίνω; ποτό; το κοπανάω;

drink

που

pou

εκείνος; που;

that

pou

όπου; που; πού;

where

πού

poú

όπου; που; πού;

where

που δουλεύει

pou douleúei

εργαζόμενος; που δουλεύει; που λειτουργεί;

working

που ζει

pou zei

έμψυχος; ζωντανός; που ζει;

living

που θαυμάζει

pou thaumázei

εκπληκτικός; που θαυμάζει;

amazing

που λειτουργεί

pou leitourgeí

εργαζόμενος; που δουλεύει; που λειτουργεί;

working

που μένει

pou ménei

αριστερός; άφησα; έφυγα; που μένει;

left

που φοβάται

pou phobátai

που φοβάται; φοβισμένος;

afraid

πουθενά

pouthená

οπουδήποτε; πουθενά;

anywhere

pouthená nowhere

πουκάμισο

Page 73: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

πουκάμισο

poukámiso

πουκάμισο; φανέλα;

shirt

πουλί

poulí

κόμματος; πουλί;

bird

πούλμαν

poúlman

άμαξα; πούλμαν; προπονητής; προπονώ;

coach

πουλώ

poulṓ

εκποιώ; πουλώ;

sell

πούντα

poúnta

κρυολόγημα; κρύος; πούντα;

cold

πούπουλο

poúpoulo

ίουλος; κάτω; πούπουλο;

down

πουρμπουάρ

pourmpouár

αιχμή; ποδοκόπι; πουρμπουάρ; ρεγάλο;

tip

πράγμα

prágma

κομμάτι; πράγμα;

item

prágma thing

πράγματι

prágmati

αλήθεια; πράγματι; πράγματικά;

really

prágmati

πράγματι; πραγματικά; στην αλήθεια;

actually

πραγματικά

pragmatiká

πράγματι; πραγματικά; στην αλήθεια;

actually

πράγματικά

prágmatiká

αλήθεια; πράγματι; πράγματικά;

really

πραγματικός

pragmatikós

αληθινός; πραγματικός;

actual

pragmatikós real

πραγματικότητα

pragmatikótēta reality

πρακτική

praktikḗ

άσκηση; πρακτική;

practice

πρακτικός

praktikós practical

πράκτορας

práktoras

μεσίτης; παράγων; πράκτορας;

agent

πρακτορείο

praktoreío

πρακτορείο; υπηρεσία;

agency

πράμα

práma stuff

πράξη

práxē

ενεργώ; επενεργώ; πράξη;

act

πράσινος

prásinos green

πρέπει

prépei

μούστος; πρέπει; πρέπει / έπρεπε;

must

πρέπει / έπρεπε

prépei / éprepe

μούστος; πρέπει; πρέπει / έπρεπε;

must

πρέπων

prépōn

απαιτούμενος; πρέπων;

due

prépōn

ευπρεπής; εύσχημος; καθωσπρεπής; πρέπων;

decent

prépōn

αρμόζων; ευπρεπής; καθωσπρέπει; πρέπων; σωστός;

proper

πρεσάρω

presárō

ασκώ πίεση; πιέζω; πρεσάρω;

press

πρεσβύτερος

presbýteros

μεγαλύτερος; πρεσβύτερος;

senior

πριμ

prim bonus

πριν

prin ago

prin

μπροστά από; πριν; πριν από; προτού;

before

πριν από

prin apó

μπροστά από; πριν; πριν από; προτού;

before

προ πάντων

pro pántōn

κατ εξοχήν; κυρίως; προ πάντων;

primarily

προαγωγή

proagōgḗ

ανάδειξη; προαγωγή; προώθηση;

promotion

προαίρεση

proaíresē

διαθήκη; θέληση; προαίρεση;

will

proaíresē

προαίρεση; πρόθεση; σκοπός;

intention

προαύλιο

proaúlio

αυλή; προαύλιο;

yard

προβαίνω

probaínō

προβαίνω; προκαταβάλλω; πρόοδος; προχωρώ;

advance

προβάλλω

probállō

προβάλλω; πρόγραμμα; σχέδιο;

project

προβιά

probiá

γδέρνω; δέρμα; προβιά;

skin

πρόβλημα

próblēma problem

προβληματίζω

προβληματίζω

problēmatízō

προβληματίζω; φορολογώ; φόρος;

tax

προβληματισμός

problēmatismós

ανησυχία; ενδιαφέρον; προβληματισμός;

concern

πρόγραμμα

prógramma

πρόγραμμα; προγραμματίζω;

schedule

prógramma program

prógramma scheme

prógramma

προβάλλω; πρόγραμμα; σχέδιο;

project

προγραμματίζω

programmatízō

πρόγραμμα; προγραμματίζω;

schedule

προγυμνάζομαι

progymnázomai

αμαξοστοιχία; εκπαιδεύω; προγυμνάζομαι; τρένο;

train

προδίδω

prodídō

μαγαζί; προδίδω; ψωνίζω;

shop

πρόεδρος

próedros president

προειδοποίηση

proeidopoíēsē warning

προειδοποιώ

proeidopoiṓ warn

προέκταση

proéktasē

έκταση; επέκταση; προέκταση;

extension

προετοιμάζω

proetoimázō prepare

προηγούμενα

proēgoúmena previously

προηγούμενος

proēgoúmenos previous

πρόθεση

próthesē

προαίρεση; πρόθεση; σκοπός;

intention

πρόθυμος

próthymos willing

προϊόν

proïón product

πρόκα

próka

καρφί; νύχι; πρόκα;

nail

προκαλώ

prokalṓ

προκαλώ; πρόκληση;

challenge

prokalṓ

αιτία; προκαλώ; προξενώ; σκοπός;

cause

προκαταβάλλω

prokatabállō

προβαίνω; προκαταβάλλω; πρόοδος; προχωρώ;

advance

προκαταβολή

προκαταβολή

prokatabolḗ

επαναθέτω; επανοθέτω; ίζημα; προκαταβολή; προσχώνω;

deposit

προκαταλαμβάνω

prokatalambánō

προκαταλαμβάνω; προλαμβάνω;

anticipate

πρόκληση

próklēsē

προκαλώ; πρόκληση;

challenge

προκρίνομαι

prokrínomai

καθιστώ ικανόν; προκρίνομαι;

qualify

προκύπτω

prokýptō

εγείρομαι; προκύπτω;

arise

προλαβαίνω

prolabaínō

αποτρέπω; εμποδίζω; προλαβαίνω;

prevent

προλαμβάνω

prolambánō

προκαταλαμβάνω; προλαμβάνω;

anticipate

προμήθεια

promḗtheia

παρέχω; παροχή; προμήθεια; χορήγηση;

supply

προμηθεύομαι

promētheúomai

αποκτώ; προμηθεύομαι;

obtain

προνοώ

pronoṓ

παρέχω; προνοώ;

provide

προξενώ

proxenṓ

αιτία; προκαλώ; προξενώ; σκοπός;

cause

προοδεύω

proodeúō

προοδεύω; πρόοδος;

progress

πρόοδος

próodos

προβαίνω; προκαταβάλλω; πρόοδος; προχωρώ;

advance

próodos

προοδεύω; πρόοδος;

progress

προοπτική

prooptikḗ

άποψη; προοπτική;

perspective

πρόποδες

própodes

πόδι; πρόποδες;

foot

προπόνηση

propónēsē

εκπαίδευση; προπόνηση; προπονούμενος;

training

προπονητής

proponētḗs

άμαξα; πούλμαν; προπονητής; προπονώ;

coach

proponētḗs

εκπαιδευτής; προπονητής;

trainer

προπονούμενος

proponoúmenos

εκπαίδευση; προπόνηση; προπονούμενος;

training

Page 74: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

προπονώ

proponṓ

άμαξα; πούλμαν; προπονητής; προπονώ;

coach

προς

pros towards

pros

προς; σε;

to

προσαράσσω

prosarássō

γη; έδαφος; προσαράσσω;

ground

προσαρμόζω

prosarmózō

προσαρμόζω; ρυθμίζω;

adjust

prosarmózō

διασκευάζω; προσαρμόζω;

adapt

prosarmózō

γρανάζια; εργαλεία; προσαρμόζω; ταχύτητα;

gear

προσβάλλομαι

prosbállomai

κολλάω; προσβάλλομαι; συμβόλαιο; συστέλλομαι;

contract

προσβάλλω

prosbállō

ελαφρύς; θίγω; μικρός; προσβάλλω;

slight

πρόσβαση

prósbasē

πρόσβαση; προσπέλαση;

access

προσγειώνομαι

prosgeiṓnomai

έδαφος; προσγειώνομαι; προσγειώνω;

land

προσγειώνω

prosgeiṓnō

έδαφος; προσγειώνομαι; προσγειώνω;

land

προσδιορίζω

prosdiorízō

αποφασίζω; καθορίζω; προσδιορίζω; υπολογίζω;

determine

προσδοκώ

prosdokṓ

αναμένω; περιμένω; προσδοκώ;

expect

προσεγγίζω

prosengízō

μέθοδος; πλησιάζω; προσεγγίζω; προσέγγιση;

approach

προσέγγιση

proséngisē

μέθοδος; πλησιάζω; προσεγγίζω; προσέγγιση;

approach

προσεκτικός

prosektikós careful

προσελκύω

proselkýō

ελκύω; έλκω; επισύρω; προσελκύω; τραβώ;

attract

προσεύχομαι

proseúchomai pray

προσέχω

proséchō

νοιάζομαι; προσέχω; προσοχή; φροντίδα; φροντίζω;

care

προσήλωση

προσήλωση

prosḗlōsē

αίτηση; άλειμμα; εφαρμογή; προσήλωση; χρήση;

application

πρόσθετος

prósthetos

επιπρόσθετος; πρόσθετος;

additional

προσθέτω

prosthétō add

πρόσθηκη

prósthēkē addition

πρόσκαιρος

próskairos

πρόσκαιρος; προσωρινός;

temporary

προσκαλώ

proskalṓ invite

προσκομίζω

proskomízō

παράγω; προσκομίζω;

produce

προσκρούω

proskroúō

κραχ; πάταγος; πέφτω; προσκρούω; σύγκρουση;

crash

προσοχή

prosochḗ

νοιάζομαι; προσέχω; προσοχή; φροντίδα; φροντίζω;

care

prosochḗ

προσοχή; φροντίδα;

attention

πρόσοψη

prósopsē

μέτωπο; μροστινός; πρόσοψη; πρώτη γραμμή;

front

προσπάθεια

prospátheia

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσφορά;

bid

prospátheia effort

prospátheia

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσπαθώ;

attempt

προσπαθώ

prospathṓ

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσπαθώ;

attempt

prospathṓ

δοκιμάζω; εκδικάζω; προσπαθώ;

try

προσπέλαση

prospélasē

πρόσβαση; προσπέλαση;

access

προσποιούμαι

prospoioúmai pretend

προσταγή

prostagḗ

διατάζω; εντολή; παραγγελία; παραγγέλλω; προσταγή;

order

prostagḗ

διαταγή; διατάζω; εντολή; προσταγή; προστάζω;

command

προστάζω

προστάζω

prostázō

διαταγή; διατάζω; εντολή; προσταγή; προστάζω;

command

προστασία

prostasía protection

προστατεύω

prostateúō

καταφεύγω; καταφύγιο; προστατεύω; σταλός;

shelter

prostateúō

κατοχυρώνω; προστατεύω;

protect

πρόστιμο

próstimo

κύρωση; ποινή; πρόστιμο;

penalty

próstimo

αίθριος; πρόστιμο; φίνος; ψιλή; ωραίος;

fine

πρόστυχος

próstychos

αισχρός; ακαθάριστος; πρόστυχος; χοντρός;

gross

πρόσφατα

prósphata recently

πρόσφατος

prósphatos recent

προσφέρω

prosphérō

προσφέρω; προσφορά;

offer

προσφορά

prosphorá

απόπειρα; αποπειρώμαι; προσπάθεια; προσφορά;

bid

prosphorá

προσφέρω; προσφορά;

offer

πρόσφορος

prósphoros

βολικός; κατάλληλος; πρόσφορος;

suitable

προσχώνω

proschṓnō

επαναθέτω; επανοθέτω; ίζημα; προκαταβολή; προσχώνω;

deposit

προσωπικά

prosōpiká personally

προσωπικό

prosōpikó staff

προσωπικός

prosōpikós personal

προσωπικότητα

prosōpikótēta personality

πρόσωπο

prósōpo

αντικρίζω; αντιμετωπίζω; κύρος; μούτρο; πρόσωπο;

face

prósōpo

αριθμός; πρόσωπο; σιλουέτα;

figure

prósōpo

άνθρωπος; άτομο; πρόσωπο;

person

πρόσωπο έργου

prósōpo érgou

πρόσωπο έργου; χαρακτήρας;

character

προσωρινός

προσωρινός

prosōrinós

πρόσκαιρος; προσωρινός;

temporary

πρόταση

prótasē suggestion

prótasē proposal

prótasē

καταδικάζω; καταδίκη; πρόταση;

sentence

προτεινόμενος

proteinómenos proposed

προτείνω

proteínō propose

proteínō suggest

proteínō

προτείνω; συνιστώ; συστήνω;

recommend

προτεραιότητα

proteraiótēta

προτεραιότητα; προτεραίοτητα;

priority

προτεραίοτητα

proteraíotēta

προτεραιότητα; προτεραίοτητα;

priority

προτέρημα

protérēma

πλεονέκτημα; προτέρημα;

advantage

προτίμηση

protímēsē preference

προτιμώ

protimṓ prefer

προτού

protoú

μπροστά από; πριν; πριν από; προτού;

before

προϋπολογισμός

proüpologismós budget

προφίλ

prophíl

επισκόπηση; προφίλ;

profile

πρόχειρα

prócheira roughly

πρόχειρος

prócheiros

πρόχειρος; σκληρός; τραχύς;

rough

προχωρημένος

prochōrēménos advanced

προχωρώ

prochōrṓ

προβαίνω; προκαταβάλλω; πρόοδος; προχωρώ;

advance

προώθηση

proṓthēsē

ανάδειξη; προαγωγή; προώθηση;

promotion

πρώην

prṓēn former

πρωί

prōí morning

πρώιμος

prṓimos

νωρίς; πρώιμος;

early

Page 75: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

πρωινό

prōinó

πρωινό; το πρωινό;

breakfast

πρωταγωνιστής

prōtagōnistḗs

αστέρι; πρωταγωνιστής;

star

πρωτάθλημα

prōtáthlēma

κατηγορία; πρωτάθλημα; συνασπισμός;

league

πρωταθλητής

prōtathlētḗs

πρωταθλητής; υπερασπιστής;

champion

πρωταρχικός

prōtarchikós

πρωταρχικός; πρώτος;

primary

πρωτεύουσα

prōteúousa capital

πρώτη γραμμή

prṓtē grammḗ

μέτωπο; μροστινός; πρόσοψη; πρώτη γραμμή;

front

πρωτοβουλία

prōtoboulía initiative

πρώτος

prṓtos

πρωταρχικός; πρώτος;

primary

prṓtos first

πρωτότυπος

prōtótypos

γνήσιος; πρωτότυπος;

original

πτήση

ptḗsē

πτήση; φυγή;

flight

πτυχή

ptychḗ

διπλώνω; πτυχή;

fold

πτυχίο

ptychío

βαθμός; πτυχίο;

degree

πτώση

ptṓsē

εκπίπτω; πέφτω; πτώση;

fall

πυγμαχώ

pygmachṓ

κάσα; κουτί; πυγμαχώ;

box

πυκνός

pyknós thick

πύλη

pýlē

αυλόπορτα; θύρα; πύλη;

gate

πύργος

pýrgos tower

πυρετός

pyretós

θερμοκρασία; πυρετός;

temperature

πυρκαγιά

pyrkagiá

απολύω; πυρκαγιά; πυροβολώ; φωτιά;

fire

πυροβόλησα

pyrobólēsa

πυροβόλησα; πυροβολισμός; πυροβολώ; σκάγια;

shot

πυροβολισμός

pyrobolismós

πυροβόλησα; πυροβολισμός; πυροβολώ; σκάγια;

shot

πυροβολώ

pyrobolṓ

βλαστός; εκτινάσσω; πυροβολώ;

shoot

pyrobolṓ

απολύω; πυρκαγιά; πυροβολώ; φωτιά;

fire

pyrobolṓ

πυροβόλησα; πυροβολισμός; πυροβολώ; σκάγια;

shot

πώληση

pṓlēsē sale

πως

pōs

πως; πώς;

how

πώς

pṓs

πως; πώς;

how

Ρράβδος

rábdos

εμποδίζω; κάγκελο; μπαρ; ράβδος; φράζω;

bar

ραγίζω

ragízō

ραγίζω; ράγισμα; ρωγμή; σπάζω;

crack

ράγισμα

rágisma

ραγίζω; ράγισμα; ρωγμή; σπάζω;

crack

ράδιο

rádio radio

ράμφος

rámphos

λογαριασμός; νομοσχέδιο; ράμφος;

bill

ρανίδα

ranída

μειώνομαι; μου πέφτει; ρανίδα; ρίχνω; σταγόνα;

drop

ραντεβού

ranteboú

διορισμός; ορισμός; ραντεβού; συνάντηση;

appointment

ράτσα

rátsa race

ραχάτι

racháti

ησυχασμός; ξεκουράζομαι; ραχάτι; υπόλοιπος;

rest

ρεαλιστικός

realistikós realistic

ρεγάλο

regálo

αιχμή; ποδοκόπι; πουρμπουάρ; ρεγάλο;

tip

ρείθρο

ρείθρο

reíthro

διοχετεύω; κανάλι; ρείθρο;

channel

ρεκόρ

rekór

δίσκος; ηχογραφώ; καταγράφω; ρεκόρ;

record

ρέλι

réli

μεθόριος; ρέλι; σύνορο;

border

ρεσεψιόν

resepsión

αντίκρυσμα; γλέντι; λήψη; ρεσεψιόν; υποδοχή;

reception

ρεύμα

reúma

ρεύμα; τωρινός;

current

ρεύμα αέρος

reúma aéros draft

ρεφενές

rephenés

ρεφενές; συμβολή; συνεισφορά;

contribution

ρέω

réō

ρέω; ροή;

flow

ρήγας

rḗgas

βασιλιάς; ρήγας;

king

ρήγμα

rḗgma

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

ρήμαγμα

rḗmagma

δηώνω; ρήμαγμα; χαλώ; χαντακώνω;

ruin

ρίχνω

ríchnō

μειώνομαι; μου πέφτει; ρανίδα; ρίχνω; σταγόνα;

drop

ríchnō

ξεφορτώνομαι; πετώ; ρίχνω;

dump

ríchnō

βάζω; ορμώ; ρίχνω; χιμώ;

pour

ríchnō

πέταγμα; πετώ; ρίχνω;

throw

ριψοκινδυνεύω

ripsokindyneúō

αποτολμώ; διακυβεύω; ριψοκινδυνεύω;

risk

ριψοκίνδυνος

ripsokíndynos

επικίνδυνος; ριψοκίνδυνος;

dangerous

ρόδα

róda

ρόδα; τροχός;

wheel

ροή

roḗ

ρέω; ροή;

flow

ροκ

rok

κουνώ; λικνίζω; πέτρα; ροκ;

rock

ροκάνι

ροκάνι

rokáni

αεροπλάνο; επίπεδο; πλάνη; ροκάνι; στάθμη;

plane

ρολόι

rolói clock

rolói

βλέπω; παρακολουθώ; ρολόι; φρουρά;

watch

ρόλος

rólos role

ρόπαλο

rópalo

λέσχη; ρόπαλο;

club

rópalo

νυχτερίδα; ρόπαλο;

bat

ρουσφέτι

rousphéti

εξυπηρέτηση; ρουσφέτι; σέρβις; υπηρεσία;

service

ρουτίνα

routína routine

ρουφώ

rouphṓ

γλείφω; θηλάζω; ουφώ; ρουφώ;

suck

ρούχα

roúcha clothes

ρύζι

rýzi rice

ρυθμίζω

rythmízō

προσαρμόζω; ρυθμίζω;

adjust

ρυθμός

rythmós

ρυθμός; στυλ; στύλ; στύλος; ύφος;

style

rythmós

βήμα; δρασκελιά; ρυθμός; φόρα;

pace

ρύπανση

rýpansē pollution

ρυτίδα

rytída

γραμμή; επενδύω; παρατάσσω; ρυτίδα;

line

ρωγμή

rōgmḗ

ραγίζω; ράγισμα; ρωγμή; σπάζω;

crack

ρώμη

rṓmē strength

ρωτώ

rōtṓ ask

Σσαββατοκύριακο

sabbatokýriako weekend

σακάκι

sakáki jacket

σαλάτα

saláta salad

σαλεύω

Page 76: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

σαλεύω

saleúō

κίνηση; κινώ; μετακομίζω; σαλεύω; συγκινώ;

move

saleúō

κουνώ; σαλεύω; σείω; ταράζω;

shake

σαν

san

όπως; σαν;

as

san

αρέσω; όπως; σαν; συμπαθώ;

like

σανίδα

sanída

επιβιβάζομαι; σανίδα;

board

σάντουιτς

sántouits sandwich

σάρκα

sárka

κρέας; σάρκα;

meat

σαρκασμός

sarkasmós

κέντρισμα; νύξη; σαρκασμός; σκάβω;

dig

σας

sas

δικός σας; δικός σου; σας;

your

sas

εσείς; εσύ; σας;

you

σβέρκος

sbérkos

αυχένας; λαιμός; σβέρκος;

neck

σε

se

μέσα σε; σε;

in

se

πάνω σε; σε;

on

se

προς; σε;

to

se

πάνω σε; σε;

upon

se at

σε ολόκληρη

se olóklērē

σε ολόκληρη; σε ολόκληρο;

throughout

σε ολόκληρο

se olóklēro

σε ολόκληρη; σε ολόκληρο;

throughout

σεβαμός

sebamós

σεβαμός; σεβασμός; σέβομαι;

respect

σεβασμός

sebasmós

σεβασμός; σκέψη;

consideration

sebasmós

σεβαμός; σεβασμός; σέβομαι;

respect

σέβομαι

sébomai

σεβαμός; σεβασμός; σέβομαι;

respect

σειρά

seirá

καβγάς; κοπηλατώ; κωπηλατώ; σειρά;

row

σειρά

seirá

σειρά; στρίβω; στροφή;

turn

σείω

seíō

κουνώ; σαλεύω; σείω; ταράζω;

shake

σελίδα

selída page

σενάριο

senário script

σεξ

sex

έρωτας; σεξ; φύλο;

sex

σεξουαλικός

sexoualikós sexual

σέρβις

sérbis

εξυπηρέτηση; ρουσφέτι; σέρβις; υπηρεσία;

service

σεργιανίζω

sergianízō

περίπατος; περπατώ; σεργιανίζω;

walk

σέρνω

sérnō

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

sérnō drag

σέρτικος

sértikos

αυστηρός; δριμύς; σέρτικος; σοβαρός;

severe

σετ

set

καθορισμένος; σετ; τοποθ; τοποθετώ;

set

σηκώνομαι

sēkṓnomai

ανατέλλω; αυξάνομαι; αύξηση; ορθώνομαι; σηκώνομαι;

rise

σηκώνω

sēkṓnō

ασανσέρ; σηκώνω; υψώνω;

lift

sēkṓnō

αναστηλώνω; ανατρέφω; αυξάνω; σηκώνω; υψώνω;

raise

σήμα

sḗma

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

sḗma

πίνακας; σήμα; σύνθημα; ταμπέλα; υπογράφω;

sign

σημαίνω

sēmaínō

εννοώ; παραδόπιστος; σημαίνω; τσιγκούνης;

mean

sēmaínō

βαθμός; σημαίνω; σημειώνω;

mark

σημαντικά

sēmantiká significantly

σημαντικός

sēmantikós

σημαντικός; ταγματάρχης;

major

σημαντικός

sēmantikós significant

sēmantikós

σημαντικός; σπουδαίος;

important

σημασία

sēmasía

έννοια; σημασία;

meaning

sēmasía

επίπτωση; σημασία; συνέπεια;

consequence

sēmasía importance

sēmasía

αναφορά; λογαριασμός; σημασία;

account

σημείο

sēmeío

αιχμή; δείχνω; επισημαίνω; σημείο; στίγμα;

point

σημειώνω

sēmeiṓnō

βαθμός; σημαίνω; σημειώνω;

mark

sēmeiṓnō

σημειώνω; σημείωση;

note

σημείωση

sēmeíōsē

σημειώνω; σημείωση;

note

σήμερα

sḗmera

σήμερα; τώρα; τωρινά;

currently

sḗmera today

σιγά

sigá

αργά; σιγά; σιγά-σιγά;

slowly

σιγά-σιγά

sigá-sigá

αργά; σιγά; σιγά-σιγά;

slowly

σίγουρος

sígouros

βέβαιος; σίγουρος;

certain

sígouros sure

sígouros confident

σιδερένιος

siderénios

σιδερένιος; σίδερος; σιδερώνω;

iron

σίδερος

síderos

σιδερένιος; σίδερος; σιδερώνω;

iron

σιδερώνω

siderṓnō

σιδερένιος; σίδερος; σιδερώνω;

iron

σιλουέτα

silouéta

αριθμός; πρόσωπο; σιλουέτα;

figure

σινίαλο

siníalo

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

σιτίζω

sitízō

σιτίζω; ταΐζω; τροφοδοτώ;

feed

σκάβω

σκάβω

skábō

κέντρισμα; νύξη; σαρκασμός; σκάβω;

dig

σκάγια

skágia

πυροβόλησα; πυροβολισμός; πυροβολώ; σκάγια;

shot

σκαεπάζω

skaepázō

καλύπτω; σκαεπάζω;

cover

σκάλα

skála ladder

σκάφος

skáphos craft

σκελετό

skeletó

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

σκελετός

skeletós

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

σκεπή

skepḗ

οροφή; σκεπή; στεγή; ταράτσα;

roof

σκέπτομαι

sképtomai

νομίζω; σκέπτομαι; σκέφτομαι;

think

σκέρτσο

skértso

αστείο; αστιεύομαι; κάνω πλάκα; σκέρτσο;

joke

σκέφτομαι

sképhtomai

νομίζω; σκέπτομαι; σκέφτομαι;

think

σκεφτόμουν

skephtómoun

νόμιζα; σκεφτόμουν; σκέψη;

thought

σκέψη

sképsē

σεβασμός; σκέψη;

consideration

sképsē

νόμιζα; σκεφτόμουν; σκέψη;

thought

σκηνή

skēnḗ

σκηνή; τοπίο;

scene

skēnḗ

ανεβάζω; σκηνή; σκηνοθετώ; στάδιο; φάση;

stage

σκηνοθέτης

skēnothétēs

διευθηντής; σκηνοθέτης;

director

σκηνοθετώ

skēnothetṓ

ανεβάζω; σκηνή; σκηνοθετώ; στάδιο; φάση;

stage

skēnothetṓ

καθοδηγώ; σκηνοθετώ;

direct

σκίζω

skízō

δάκρυ; σκίζω; σχίζω;

tear

skízō rip

σκληρός

Page 77: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

σκληρός

sklērós

βαρέως; δύσκολος; σκληρός;

hard

sklērós

δύσκολος; σκληρός; σκληροτράχηλος;

tough

sklērós

πρόχειρος; σκληρός; τραχύς;

rough

σκληροτράχηλος

sklērotráchēlos

δύσκολος; σκληρός; σκληροτράχηλος;

tough

σκοινί

skoiní rope

σκόλη

skólē

διακοπές; σκόλη;

holiday

σκόνη

skónē dust

σκόντο

skónto

έκπτωση; μείωση; σκόντο;

discount

σκοπεύω

skopeúō intend

σκόπιμα

skópima

επίτηδες; εσκεμμένα; σκόπιμα;

deliberately

σκοπός

skopós

αιτία; προκαλώ; προξενώ; σκοπός;

cause

skopós

προαίρεση; πρόθεση; σκοπός;

intention

skopós purpose

σκορ

skor

εικοσαριά; σκορ; σκοράρω;

score

σκοράρω

skorárō

εικοσαριά; σκορ; σκοράρω;

score

σκοτάδι

skotádi

μελαχρινός; μουχρός; σκοτάδι; σκοτεινός; σκούρος;

dark

σκοτεινός

skoteinós

μελαχρινός; μουχρός; σκοτάδι; σκοτεινός; σκούρος;

dark

σκοτίζομαι

skotízomai

ενοχλούμαι; ενοχλώ; κόπος; σκοτίζομαι;

bother

σκοτώνω

skotṓnō kill

σκούπα

skoúpa

βούρτσα; βουρτσίζω; πινέλο; σκούπα;

brush

σκουπίδια

skoupídia

αρνούμαι; σκουπίδια;

refuse

skoupídia garbage

σκούρος

σκούρος

skoúros

μελαχρινός; μουχρός; σκοτάδι; σκοτεινός; σκούρος;

dark

σκούφος

skoúphos

θήκη; σκούφος; τραγιάσκα;

cap

σκύβω

skýbō

γέρνω; καμπυλώνεται; σκύβω; στροφή;

bend

σκύλος

skýlos dog

σοβαρά

sobará

βαριά; σοβαρά;

seriously

σοβαρός

sobarós serious

sobarós

αυστηρός; δριμύς; σέρτικος; σοβαρός;

severe

σοκ

sok

κραδασμός; κρούση; σοκ;

shock

σοκολάτα

sokoláta chocolate

σόου

sóou

δείχνω; εμφαίνω; παράσταση; σόου;

show

σουξέ

souxé

βαρώ; σουξέ; χτυπώ;

hit

σούπα

soúpa soup

σούπερ

soúper super

σούπερ μάρκετ

soúper márket supermarket

σουσούμι

sousoúmi

αφιέρωμα; σουσούμι; χαρακτηριστικό;

feature

σοφός

sophós

σοφός; συνετός; φρόνιμος;

wise

σπάγγος

spángos

σπάγγος; χορδή;

string

σπάζω

spázō

ραγίζω; ράγισμα; ρωγμή; σπάζω;

crack

spázō

αντεπίθεση; διάλειμμα; διάλλειμα; σπάζω;

break

σπάλα

spála

σπάλα; ώμος;

shoulder

σπάνια

spánia rarely

σπάνιος

spánios rare

σπατάλη

σπατάλη

spatálē

απόβλητα; λύμα; σπατάλη; σπαταλώ;

waste

σπαταλώ

spatalṓ

απόβλητα; λύμα; σπατάλη; σπαταλώ;

waste

σπεύδω

speúdō

βιάζομαι; βιασύνη; σπεύδω;

hurry

σπίρτο

spírto

αγώνας; σπίρτο; συνταιριάζω; ταιριάζω;

match

σπίτι

spíti

ακίνητο; κτήμα; περιουσία; σπίτι;

property

spíti home

spíti

οίκος; σπίτι; στεγάζω;

house

σπορ

spor sport

σπουδάζω

spoudázō

γραφείο; μελέτη; μελετώ; σπουδάζω; σπουδές;

study

σπουδαίος

spoudaíos

σημαντικός; σπουδαίος;

important

spoudaíos

λαμπρός; μεγάλος; σπουδαίος;

grand

σπουδές

spoudés

γραφείο; μελέτη; μελετώ; σπουδάζω; σπουδές;

study

σπρώξιμο

sprṓximo

σπρώξιμο; σπρώχνω;

push

σπρώχνω

sprṓchnō

σπρώξιμο; σπρώχνω;

push

σπυρί

spyrí

βούλα; εντοπίζω; μέρος; σπυρί;

spot

στάβλος

stáblos

στάβλος; σταθερός;

stable

σταγόνα

stagóna

μειώνομαι; μου πέφτει; ρανίδα; ρίχνω; σταγόνα;

drop

στάδιο

stádio

ανεβάζω; σκηνή; σκηνοθετώ; στάδιο; φάση;

stage

stádio

πόδι; στάδιο;

leg

σταθερός

statherós

εδραίος; εταιρία; σταθερός;

firm

statherós

σταθερός; συνεπής;

consistent

σταθερός

statherós

στάβλος; σταθερός;

stable

στάθμη

státhmē

αεροπλάνο; επίπεδο; πλάνη; ροκάνι; στάθμη;

plane

σταθμός

stathmós station

σταλός

stalós

μάντρα; σταλός; στυλό; στυλός;

pen

stalós

καταφεύγω; καταφύγιο; προστατεύω; σταλός;

shelter

σταματώ

stamatṓ

ανακόπτω; αναχαιτίζω; ελέγχω; καρέ; σταματώ;

check

stamatṓ

διακοπή; διακόπτω; παύση; σταματώ;

pause

στάση

stásē

στάση; συμπεριφορά;

attitude

σταυρός

staurós

γέμισμα; διασχίζω; πάω κόντρα; σταυρός;

cross

στεγάζω

stegázō

οίκος; σπίτι; στεγάζω;

house

στέγαση

stégasē

στέγαση; στεγαστικός;

housing

στεγαστικός

stegastikós

στέγαση; στεγαστικός;

housing

στεγή

stegḗ

οροφή; σκεπή; στεγή; ταράτσα;

roof

στεγνός

stegnós

ξηρός; στεγνός;

dry

στέκομαι

stékomai

εξέδρα; στέκομαι;

stand

στέλεχος

stélechos

αξιωματικός; στέλεχος;

officer

stélechos

μέλος; στέλεχος;

member

στέλνω

stélnō send

στενά

stená

διαβατήριο; κυκλοφορώ; πέρασμα; περνώ; στενά;

pass

στενός

stenós narrow

stenós

στενός; σφιχτός;

tight

Page 78: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

στενοχωρώ πολύ

stenochōrṓ polý

αναστατώνω; στενοχωρώ πολύ; ταραγμένος;

upset

στερεά (τροφή)

stereá (trophḗ)

στερεά (τροφή); στερεός; συμπαγής;

solid

στερεός

stereós

αξιόλογος; ουσιαστικός; στερεός;

substantial

stereós

στερεά (τροφή); στερεός; συμπαγής;

solid

στήθος

stḗthos

θώρακας; κάσα; στήθος;

chest

stḗthos breast

στην άκρη

stēn ákrē

πλάι; στην άκρη;

aside

στην αλήθεια

stēn alḗtheia

πράγματι; πραγματικά; στην αλήθεια;

actually

στήριγμα

stḗrigma

βοήθεια; στήριγμα; συμπαράσταση; υποστήριγμα;

support

στηρίγματα

stērígmata

μλοκ; στηρίγματα; φραγμός;

block

στίγμα

stígma

αιχμή; δείχνω; επισημαίνω; σημείο; στίγμα;

point

στιγμή

stigmḗ moment

στιγμιότυπο

stigmiótypo

κλου; στιγμιότυπο; τονίζω;

highlight

στο εξωτερικό

sto exōterikó abroad

στο λόγο μου

sto lógo mou honestly

στο πάνω όροφο

sto pánō óropho upstairs

στοιχεία

stoicheía

αποδείξεις; απόδειξη; μαρτυρία; στοιχεία;

evidence

stoicheía

δεδομένα; στοιχεία;

data

στοίχημα

stoíchēma

στοίχημα; στοιχηματίζω;

bet

στοιχηματίζω

stoichēmatízō

στοίχημα; στοιχηματίζω;

bet

στόμα

stóma

εκβολή ποταμιού; στόμα; στόμιο;

mouth

στομάχι

stomáchi stomach

στόμιο

stómio

εκβολή ποταμιού; στόμα; στόμιο;

mouth

στοράκι

storáki

θαμπώνω; στοράκι; τυφλός;

blind

στοχεύω

stocheúō

στοχεύω; στόχος;

target

στόχος

stóchos

στοχεύω; στόχος;

target

στραμπουλίζω

strampoulízō

διαστροφή; καμπή; πλοκή; στραμπουλίζω; στροφή;

twist

strampoulízō

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

στρατηγική

stratēgikḗ strategy

στρατηγός

stratēgós

γενικός; στρατηγός;

general

στρατόπεδο

stratópedo camp

στρατός

stratós army

στρες

stres

άγχος; στρες; τονίζω; τόνος;

stress

στρίβω

stríbō

σειρά; στρίβω; στροφή;

turn

στριμώχνω

strimṓchnō

γωνία; δύσκολη θέση; στριμώχνω;

corner

στρογγυλός

strongylós

γύρος; περιοδεία; στρογγυλός;

round

στροφή

strophḗ

διαστροφή; καμπή; πλοκή; στραμπουλίζω; στροφή;

twist

strophḗ

σειρά; στρίβω; στροφή;

turn

strophḗ

γέρνω; καμπυλώνεται; σκύβω; στροφή;

bend

στρώμα

strṓma layer

στρώνω

strṓnō

κοσμικός; ξαπλώνω; στρώνω; τοποθετώ χάμω;

lay

στυλ

styl

ρυθμός; στυλ; στύλ; στύλος; ύφος;

style

στύλ

stýl

ρυθμός; στυλ; στύλ; στύλος; ύφος;

style

στυλό

styló

μάντρα; σταλός; στυλό; στυλός;

pen

στυλός

stylós

μάντρα; σταλός; στυλό; στυλός;

pen

στύλος

stýlos

ρυθμός; στυλ; στύλ; στύλος; ύφος;

style

συγγενής

syngenḗs relative

συγγενικός

syngenikós

συγγενικός; συναφής;

related

συγγνώμη

syngnṓmē sorry

συγγραφέας

syngraphéas writer

syngraphéas author

συγκατακρατώ

synkatakratṓ

διατηρώ; κρατώ; παρακρστώ; συγκατακρατώ;

retain

συγκεκριμένα

synkekriména specifically

συγκεκριμένος

synkekriménos specific

synkekriménos

ειδικός; συγκεκριμένος;

particular

συγκεντρώνομαι

synkentrṓnomai

συγκεντρώνομαι; συγκεντρώνω; συμπυκνώνω;

concentrate

synkentrṓnomai

μαζεύομαι; μαζεύω; περισυλλέγω; συγκεντρώνομαι;

gather

συγκεντρώνω

synkentrṓnō

εστία; εστιάζω; συγκεντρώνω;

focus

synkentrṓnō

συγκεντρώνομαι; συγκεντρώνω; συμπυκνώνω;

concentrate

συγκινώ

synkinṓ

επηρεάζω; παριστάνω; συγκινώ;

affect

synkinṓ

αγγίζω; εγγίζω; πινελιά; συγκινώ;

touch

synkinṓ

κίνηση; κινώ; μετακομίζω; σαλεύω; συγκινώ;

move

συγκρατώ

synkratṓ

αμπάρι; κρατώ; συγκρατώ;

hold

σύγκριση

sýnkrisē

παραβολή; σύγκριση;

comparison

συγκρότημα

synkrótēma

ομάδα; όμιλος; συγκρότημα; σύμπλεγμα;

group

σύγκρουση

σύγκρουση

sýnkrousē

επίδραση; κρούση; ορμή; σύγκρουση;

impact

sýnkrousē

κραχ; πάταγος; πέφτω; προσκρούω; σύγκρουση;

crash

συγκυρία

synkyría

ευκαιρία; πιθανότητα; συγκυρία; τύχη;

chance

σύγχυση

sýnchysē

κυκεώνας; παραζάλη; σύγχυση;

confusion

συγχωρώ

synchōrṓ

αφορμή; δικαιολογία; συγχωρώ;

excuse

συζήτηση

syzḗtēsē discussion

syzḗtēsē debate

συζητώ

syzētṓ discuss

σύζυγος

sýzygos

γυναίκα; η σύζηγος; η σύζυγος; σύζυγος;

wife

sýzygos

ο σύζυγος; σύζυγος;

husband

συλλαβίζω

syllabízō

διάστημα; ξόρκι; ορθογραφώ; συλλαβίζω;

spell

συλλέγω

syllégō collect

syllégō

διαλέγω; κασμάς; μαζεύω; συλλέγω;

pick

συμβαίνω

symbaínō occur

symbaínō

διαδραματίζω; συμβαίνω;

happen

συμβαλλόμενος

symballómenos

παρέα; πάρτι; συμβαλλόμενος;

party

συμβόλαιο

symbólaio

κολλάω; προσβάλλομαι; συμβόλαιο; συστέλλομαι;

contract

συμβολή

symbolḗ

ρεφενές; συμβολή; συνεισφορά;

contribution

συμβουλεύομαι

symbouleúomai

ανατρέχω; συμβουλεύομαι;

consult

συμβουλή

symboulḗ advice

συμπαγής

sympagḗs

στερεά (τροφή); στερεός; συμπαγής;

solid

συμπαθώ

sympathṓ

αρέσω; όπως; σαν; συμπαθώ;

like

συμπαράσταση

Page 79: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

συμπαράσταση

symparástasē

βοήθεια; στήριγμα; συμπαράσταση; υποστήριγμα;

support

συμπέρασμα

sympérasma

λήξη; ποόρισμα; συμπέρασμα; τέλος;

conclusion

συμπεριλαμβάνω

symperilambánō

περιλαμβάνω; συμπεριλαμβάνω;

include

συμπεριφέρομαι

symperiphéromai behave

συμπεριφορά

symperiphorá

στάση; συμπεριφορά;

attitude

σύμπλεγμα

sýmplegma

ομάδα; όμιλος; συγκρότημα; σύμπλεγμα;

group

συμπλέκομαι

symplékomai

καταπολεμώ; μάχη; μάχομαι; πολεμώ με; συμπλέκομαι;

fight

συμπυκνώνω

sympyknṓnō

συγκεντρώνομαι; συγκεντρώνω; συμπυκνώνω;

concentrate

συμφορά

symphorá

καταστροφή; όλεθρος; συμφορά;

disaster

συμφραζόμενα

symphrazómena

πλαίσιο; συμφραζόμενα;

context

συμφωνία

symphōnía agreement

συμφωνώ

symphōnṓ agree

συν

syn plus

συναγερμός

synagermós

συναγερμός; συναργερμός; τρομάζω;

alarm

συναγωνίζομαι

synagōnízomai

διαγωνίζομαι; συναγωνίζομαι;

compete

συναγωνισμός

synagōnismós

διαγωνισμός; συναγωνισμός;

competition

συναγωνιστικός

synagōnistikós

αγωνιστικός; ανταγωνιστικός; συναγωνιστικός;

competitive

συναίσθημα

synaísthēma emotion

συνάλλαγμα

synállagma

ανταλλάσσω; διαφωνία; λογομαχία; συνάλλαγμα;

exchange

synállagma

κθκλοφορία; νόμισμα; συνάλλαγμα;

currency

συνάντηση

συνάντηση

synántēsē

διορισμός; ορισμός; ραντεβού; συνάντηση;

appointment

συναντώ

synantṓ meet

συναργερμός

synargermós

συναγερμός; συναργερμός; τρομάζω;

alarm

συναρπαστικός

synarpastikós exciting

συνασπισμός

synaspismós

κατηγορία; πρωτάθλημα; συνασπισμός;

league

συναυλία

synaulía concert

συναφής

synaphḗs

συγγενικός; συναφής;

related

σύνδεση

sýndesē

ανταπόκριση; σύνδεση; σχέση;

connection

συνδέω

syndéō

ενώνω; κατατάσσομαι; συνδέω; συνενώνω;

join

syndéō

κρίκος; συνδέω;

link

syndéō connect

syndéō

επισυνάπτω; συνδέω;

attach

συνδυάζω

syndyázō combine

συνδυασμός

syndyasmós combination

συνέδριο

synédrio

συνέδριο; σύσκεψη;

conference

συνειδοτοποίηση

syneidotopoíēsē

αντίληψη; συνειδοτοποίηση;

awareness

συνεισφέρω

syneisphérō contribute

συνεισφορά

syneisphorá

ρεφενές; συμβολή; συνεισφορά;

contribution

συνέντευξη

synénteuxē interview

συνενώνω

synenṓnō

ενώνω; κατατάσσομαι; συνδέω; συνενώνω;

join

συνέπεια

synépeia

επίπτωση; σημασία; συνέπεια;

consequence

συνεπής

synepḗs

σταθερός; συνεπής;

consistent

συνέταιρος

synétairos

συνέταιρος; συσχετίζω;

associate

συνετός

synetós

σοφός; συνετός; φρόνιμος;

wise

συνεχής

synechḗs

αδιάκοπος; συνεχής;

constant

συνεχίζομαι

synechízomai

συνεχίζομαι; συνεχίζω;

continue

συνεχίζω

synechízō

συνεχίζομαι; συνεχίζω;

continue

συνεχώς

synechṓs constantly

συνήθεια

synḗtheia

έξη; συνήθεια;

habit

συνήθης

synḗthēs usual

συνηθισμένος

synēthisménos ordinary

synēthisménos

κοινός; συνηθισμένος;

common

συνήθως

synḗthōs usually

σύνθετος

sýnthetos

περίπλοκος; πολύπλοκος; πολυσύνθετος; σύνθετος;

complex

σύνθημα

sýnthēma

ανοίγω φλας; γνέφω; νεύω; σήμα; σινίαλο; σύνθημα;

signal

sýnthēma

πίνακας; σήμα; σύνθημα; ταμπέλα; υπογράφω;

sign

συνιστώ

synistṓ

προτείνω; συνιστώ; συστήνω;

recommend

σύννεφο

sýnnepho

θολώνω; σύννεφο;

cloud

συνολικός

synolikós

γενικός; ποδιά; συνολικός;

overall

σύνολο

sýnolo

ολικός; σύνολο;

total

συνομιλία

synomilía conversation

σύνορο

sýnoro

μεθόριος; ρέλι; σύνορο;

border

συνταγή

syntagḗ recipe

syntagḗ

συνταγή; σύνταξη;

pension

συνταιριάζω

συνταιριάζω

syntairiázō

αγώνας; σπίρτο; συνταιριάζω; ταιριάζω;

match

συντάκτης

syntáktēs editor

σύνταξη

sýntaxē

συνταγή; σύνταξη;

pension

συντάσσω

syntássō

γράφω; συντάσσω;

write

συντελεστής

syntelestḗs

παράγοντας; συντελεστής;

factor

συντήρηση

syntḗrēsē maintenance

σύντομα

sýntoma

σύντομα; σύντομος;

soon

sýntoma

κοντολογίς; σύντομα;

briefly

σύντομος

sýntomos

σύντομα; σύντομος;

soon

sýntomos brief

σύντροφος

sýntrophos

σύντροφος; ταίρι;

partner

συρτάρι

syrtári drawer

συσκευάζω

syskeuázō

κατακλύζω; πακετάρω; πακέτο; συσκευάζω; τράπουλα;

pack

συσκευή

syskeuḗ

μηχάνημα; συσκευή; τέχνασμα;

device

σύσκεψη

sýskepsē

συνέδριο; σύσκεψη;

conference

συστέλλομαι

systéllomai

κολλάω; προσβάλλομαι; συμβόλαιο; συστέλλομαι;

contract

σύστημα

sýstēma system

συστήνω

systḗnō

προτείνω; συνιστώ; συστήνω;

recommend

systḗnō

εισάγω; συστήνω;

introduce

συσχετίζω

syschetízō

συνέταιρος; συσχετίζω;

associate

συχνά

sychná often

sychná frequently

συχνάζω

Page 80: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

συχνάζω

sychnázō

συχνάζω; συχνός;

frequent

συχνός

sychnós

συχνάζω; συχνός;

frequent

σφάλμα

sphálma

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

σφετερίζομαι

spheterízomai

κατάλληλος; οικειοποιούμαι; σφετερίζομαι;

appropriate

σφιχτός

sphichtós

στενός; σφιχτός;

tight

σφρυροκοπώ

sphryrokopṓ

κοπανίζω; λίβρα; λίμπρα; λίρα; μάντρα; σφρυροκοπώ;

pound

σχαολιάζω

schaoliázō

σχαολιάζω; σχολιάζω; σχόλιο;

comment

σχεδιάζω

schediázō

σχεδιάζω; σχέδιο;

plan

σχεδιασμός

schediasmós design

σχεδιαστής

schediastḗs designer

σχέδιο

schédio pattern

schédio

σχεδιάζω; σχέδιο;

plan

schédio

προβάλλω; πρόγραμμα; σχέδιο;

project

σχεδόν

schedón

κατουσίαν; ουσιαστικά; σχεδόν;

virtually

schedón

παραλίγο; σχεδόν;

nearly

schedón almost

σχέση

schésē relationship

schésē

ομοσπωνδiα; σχέση;

association

schésē

ανταπόκριση; σύνδεση; σχέση;

connection

σχετικά

schetiká relatively

σχετικός

schetikós relevant

σχήμα

schḗma

διαμορφώνω; μορφώνω; σχήμα; σχηματίζω;

shape

σχηματίζω

schēmatízō

διαμορφώνω; μορφώνω; σχήμα; σχηματίζω;

shape

σχίζω

σχίζω

schízō

δάκρυ; σκίζω; σχίζω;

tear

σχίσιμο

schísimo

διχοτομία; μοιρά; μοίρα; μοιράζω; σχίσιμο;

split

σχολείο

scholeío school

σχολιάζω

scholiázō

σχαολιάζω; σχολιάζω; σχόλιο;

comment

σχόλιο

schólio

σχαολιάζω; σχολιάζω; σχόλιο;

comment

σωλήνας

sōlḗnas

αυλός; πίπα; σωλήνας; σωλήνμας;

pipe

σωλήνμας

sōlḗnmas

αυλός; πίπα; σωλήνας; σωλήνμας;

pipe

σώμα

sṓma body

sṓma

κορμί; πλαίσιο; πλαισιώνω; σκελετό; σκελετός; σώμα;

frame

σωματειακός

sōmateiakós

ένωση; σωματειακός;

union

σωματικά

sōmatiká physically

σωματικός

sōmatikós

σωματικός; φυσικός;

physical

σωσίας

sōsías

διπλασιάζω; διπλός; δίττος; σωσίας;

double

σωστά

sōstá

ευπρεπέστατα; σωστά;

properly

σωστός

sōstós

δεξιός; δικαίωμα; σωστός;

right

sōstós

αρμόζων; ευπρεπής; καθωσπρέπει; πρέπων; σωστός;

proper

sōstós

διορθώνω; σωστός;

correct

σωφροσύνη

sōphrosýnē

αισθάνομαι; αίσθημα; αίσθηση; νόημα; σωφροσύνη;

sense

Ττα

ta

η; ο; οι; τα; το;

the

τα ξαναλέγω

ta xanalégō

επαναλαμβάνω; τα ξαναλέγω;

repeat

τα πάντα

ta pánta

όλα; τα πάντα;

everything

ταγματάρχης

tagmatárchēs

σημαντικός; ταγματάρχης;

major

ταΐζω

taḯzō

σιτίζω; ταΐζω; τροφοδοτώ;

feed

ταινία

tainía band

tainía movie

tainía

γυρίζω ταινία; έργο; ταινία; φιλμ;

film

ταίρι

taíri

σύντροφος; ταίρι;

partner

taíri

ζευγαρώνω; ταίρι; ύπαρχος; φιλαράκος;

mate

ταιριάζω

tairiázō

αγώνας; σπίρτο; συνταιριάζω; ταιριάζω;

match

ταιριάζω με

tairiázō me

αρμόζω; βολεύω; εξυπηρετώ; κοστούμι; ταιριάζω με;

suit

τακτικά

taktiká regularly

τακτικός

taktikós

ομαλός; τακτικός;

regular

τακτοποιώ

taktopoiṓ

είδος; ξεδιαλέγω; τακτοποιώ; τύπος;

sort

ταλαιπωρία

talaipōría

ενοχλώ; μπελάς; ταλαιπωρία; φασαρία;

trouble

ταμείο

tameío

μέχρι; ταμείο;

till

ταμπέλα

tampéla

πίνακας; σήμα; σύνθημα; ταμπέλα; υπογράφω;

sign

τανκς

tanks

άρμα μάχης; δεξαμενή; τανκς;

tank

τάξη

táxē

κλάση; τάξη; υπάγω;

class

ταξιδάκι

taxidáki

πεδικλώνω; ταξιδάκι;

trip

ταξιδεύω

taxideúō travel

ταξίδι

taxídi

γύρος; περιοδεύω; ταξίδι;

tour

ταπεινώνω

ταπεινώνω

tapeinṓnō

ταπεινώνω; χαμηλώνω;

lower

ταραγμένος

taragménos

αναστατώνω; στενοχωρώ πολύ; ταραγμένος;

upset

ταράζω

tarázō

κουνώ; σαλεύω; σείω; ταράζω;

shake

ταράτσα

tarátsa

οροφή; σκεπή; στεγή; ταράτσα;

roof

τάση

tásē

ενδεχόμενος; πιθανότητα; τάση;

potential

ταυτίζω

tautízō

αναγνωρίζω; ταυτίζω;

identify

ταχυδρομείο

tachydromeío

ταχυδρομείο; ταχυδρομώ;

mail

ταχυδρομώ

tachydromṓ

δοκάρι; πόστο; ταχυδρομώ;

post

tachydromṓ

ταχυδρομείο; ταχυδρομώ;

mail

ταχύτητα

tachýtēta

επισπεύδω; ταχύτητα; τρέχω; φόρα;

speed

tachýtēta

γρανάζια; εργαλεία; προσαρμόζω; ταχύτητα;

gear

τεζάρω

tezárō

αποθνήσκω; πεθάνω; τεζάρω;

die

tezárō

εκτείνομαι; τεζάρω; τεντώνομαι; τεντώνω;

stretch

τέλεια

téleia perfectly

τελειοποιώ

teleiopoiṓ

τελειοποιώ; τέλειος;

perfect

τέλειος

téleios

τελειοποιώ; τέλειος;

perfect

τελειώνω

teleiṓnō

τελειώνω; τέλος;

end

teleiṓnō

περατώνω; τελειώνω; τέλος; τερματισμός;

finish

τελείως

teleíōs

απολύτως; τελείως;

absolutely

τελείωσε

teleíōse

πάνω; πάνω από; τελείωσε;

over

τελευταίος

teleutaíos

διαρκώ; τελευταίος; φτουρώ;

last

Page 81: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

τελευταίος

teleutaíos latter

τελικά

teliká eventually

teliká finally

teliká ultimately

τελικός

telikós final

τέλος

télos

περατώνω; τελειώνω; τέλος; τερματισμός;

finish

télos

τελειώνω; τέλος;

end

télos

λήξη; ποόρισμα; συμπέρασμα; τέλος;

conclusion

τένις

ténis tennis

τεντώνομαι

tentṓnomai

εκτείνομαι; τεζάρω; τεντώνομαι; τεντώνω;

stretch

τεντώνω

tentṓnō

διηθώ; είδος; ένταση; ζόρι; στραμπουλίζω; τεντώνω;

strain

tentṓnō

εκτείνομαι; τεζάρω; τεντώνομαι; τεντώνω;

stretch

τεράστιος

terástios

πελώριος; τεράστιος;

huge

terástios

απέραντος; τεράστιος;

vast

terástios

ογκώδης; τεράστιος;

massive

τερματισμός

termatismós

περατώνω; τελειώνω; τέλος; τερματισμός;

finish

τέταρτο

tétarto

μαχαλάς; τέταρτο;

quarter

τέτοιος

tétoios

τέτοιος; τόσος;

such

τετράγωνο

tetrágōno

πλατεία; τετράγωνο;

square

τετραπέρατος

tetrapératos

πανέξυπνος; τετραπέρατος;

cute

τεύχος

teúchos

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

τέχνασμα

téchnasma

μηχάνημα; συσκευή; τέχνασμα;

device

τέχνη

téchnē art

téchnē

επιδεξιότητα; ικανότητα; τέχνη; φιλοτεχνία;

skill

τεχνολογία

technología technology

τζάμι

tzámi

γυαλί; ποτήρι; τζάμι;

glass

τη βρίσκω

tē brískō

δροσερός; τη βρίσκω; ψυχρός;

cool

τηλεόραση

tēleórasē television

τηλέφωνο

tēléphōno

τηλέφωνο; τηλεφωνώ;

telephone

τηλεφωνώ

tēlephōnṓ

δακτυλίδι; δαχτυλίδι; μάτι; παλαίστρα; τηλεφωνώ;

ring

tēlephōnṓ

κλήση; τηλεφωνώ;

call

tēlephōnṓ

τηλέφωνο; τηλεφωνώ;

telephone

της

tēs

αυτή; αυτήν; της;

her

της]

tēs]

δικός μου; κατέχω; της];

own

τι

ti

τι; τί;

what

τί

τι; τί;

what

τιμαλφής

timalphḗs

πολύτιμος; τιμαλφής;

valuable

τιμάριο

timário

αμοιβή; δίδακτρα; τιμάριο;

fee

τιμή

timḗ

αναλογία; τιμή;

rate

timḗ

αξία; εκτιμώ; τιμή;

value

timḗ price

τίμιος

tímios

έντιμος; τίμιος;

honest

τιμοκατάλογος

timokatálogos menu

τίνος

tínos

ποιανού; τίνος; του οποίου;

whose

τίποτα

típota nothing

típota anything

τίτλος

títlos title

τμήμα

tmḗma

τμήμα; τομή;

section

το

to

η; ο; οι; τα; το;

the

το βραδινό

to bradinó

βραδινό; το βραδινό;

dinner

το δικό του

to dikó tou its

το εαυτό του

to eautó tou itself

το ελάχιστον

to eláchiston

ελάχιστο; ελάχιστος; το ελάχιστον;

least

το κοπανάω

to kopanáō

πίνω; ποτό; το κοπανάω;

drink

το μεσημεριανό

to mesēmerianó

μεσημεριανό; το μεσημεριανό;

lunch

το οποίο

to opoío

ποίο; το οποίο;

which

το παν

to pan

όλα; όλες; όλοι; όλος; το παν;

all

το πρωινό

to prōinó

πρωινό; το πρωινό;

breakfast

το φόντο

to phónto background

το φτερό

to phteró

το φτερό; φτερό;

wing

τοίχος

toíchos wall

τόκος

tókos

ενδιαφέρον; επιτόκιο; τόκος;

interest

τομέας

toméas

πεδίο; τομέας; χωράφι;

field

τομή

tomḗ

τμήμα; τομή;

section

τον

ton

αυτόν; τον;

him

τονίζω

tonízō

κλου; στιγμιότυπο; τονίζω;

highlight

tonízō

άγχος; στρες; τονίζω; τόνος;

stress

τόνος

tónos

άγχος; στρες; τονίζω; τόνος;

stress

τόνος

tónos

ατμόσφαιρα; τόνος;

tone

τοπικός

topikós local

τοπίο

topío

σκηνή; τοπίο;

scene

topío landscape

τοποθ

topoth

καθορισμένος; σετ; τοποθ; τοποθετώ;

set

τοποθεσία

topothesía location

topothesía

θέση; τοποθεσία; τοποθετώ;

position

τοποθετώ

topothetṓ

μέρος; τοποθετώ; τόπος;

place

topothetṓ

βάζω; τοποθετώ;

put

topothetṓ

καθορισμένος; σετ; τοποθ; τοποθετώ;

set

topothetṓ

εγκαθιδρύω; εγκαθιστώ; τοποθετώ;

install

topothetṓ

θέση; τοποθεσία; τοποθετώ;

position

τοποθετώ χάμω

topothetṓ chámō

κοσμικός; ξαπλώνω; στρώνω; τοποθετώ χάμω;

lay

τόπος

tópos

μέρος; τοποθετώ; τόπος;

place

tópos site

τόσο

tóso

έτσι; τόσο;

so

τοσοδούλης

tosodoúlēs

μικροσκοπικός; τοσοδούλης;

tiny

τόσος

tósos

τέτοιος; τόσος;

such

τότε

tóte

εν συνέχεια; έπειτα; μετά; τότε;

then

του

tou

δικός του; του;

his

του οποίου

tou opoíou

ποιανού; τίνος; του οποίου;

whose

τούβλο

toúblo brick

τουρίστας

tourístas

τουρίστας; τουριστικός;

tourist

τουριστικός

Page 82: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

τουριστικός

touristikós

τουρίστας; τουριστικός;

tourist

τράβηγμα

trábēgma

τράβηγμα; τραβώ;

pull

τραβώ

trabṓ

έκκληση; έφεση; κάνω έκκληση; κάνω έφεση; τραβώ;

appeal

trabṓ

έλκω; επισύρω; ζωγραφίζω; ισοπαλία; σέρνω; τραβώ;

draw

trabṓ

ελκύω; έλκω; επισύρω; προσελκύω; τραβώ;

attract

trabṓ

τράβηγμα; τραβώ;

pull

τραγιάσκα

tragiáska

θήκη; σκούφος; τραγιάσκα;

cap

τραγούδι

tragoúdi song

τραγουδιστής

tragoudistḗs

τραγουδιστής; τραγουδίστρια;

singer

τραγουδίστρια

tragoudístria

τραγουδιστής; τραγουδίστρια;

singer

τραγουδώ

tragoudṓ sing

τράπεζα

trápeza

ανάχωμα; όχθη; τράπεζα;

bank

τραπέζι

trapézi

πίνακας; τραπέζι;

table

τράπουλα

trápoula

κατακλύζω; πακετάρω; πακέτο; συσκευάζω; τράπουλα;

pack

τραυματίζω

traumatízō

βλάπτω; πληγώνω; πονώ; τραυματίζω; χτυπώ;

hurt

τραχύς

trachýs

πρόχειρος; σκληρός; τραχύς;

rough

τρείς

treís

τρείς; τρία;

three

τρελός

trelós

θυμωμένος; κουζουλός; λωλός; τρελός;

mad

trelós

τρελός; τρελούτσικος;

crazy

τρελούτσικος

treloútsikos

τρελός; τρελούτσικος;

crazy

τρένο

τρένο

tréno

αμαξοστοιχία; εκπαιδεύω; προγυμνάζομαι; τρένο;

train

τρέχω

tréchō

βιάζομαι; βιασύνη; ορμή; ορμώ; τρέχω;

rush

tréchō

επισπεύδω; ταχύτητα; τρέχω; φόρα;

speed

tréchō run

τρία

tría

τρείς; τρία;

three

τρίβω

tríbō rub

τρικ

trik

κόλπο; κομπίνα; ξεγελώ; τρικ;

trick

τρικυμία

trikymía

θύελλα; καταιγίδα; τρικυμία;

storm

τρίμηνο

trímēno

διορία; όρος; τρίμηνο;

term

τρίχα

trícha

μαλλιά; τρίχα;

hair

τρομαγμένος

tromagménos scared

τρομάζω

tromázō

συναγερμός; συναργερμός; τρομάζω;

alarm

τρομερός

tromerós

τρομερός; φοβερός;

terrible

τρόπος

trópos manner

trópos way

τροφή

trophḗ

τροφή; φαγητό; φαϊ;

food

τροφοδοτώ

trophodotṓ

σιτίζω; ταΐζω; τροφοδοτώ;

feed

trophodotṓ

καύσιμα; καύσιμο; τροφοδοτώ;

fuel

τροχός

trochós

ρόδα; τροχός;

wheel

τρύπα

trýpa hole

τρυφηλός

tryphēlós

άνετος; βολικός; τρυφηλός;

comfortable

τρώω

trṓō eat

τσάι

tsái tea

τσάμπα

tsámpa

αυτεξούσιος; δωρεάν; ελέυθερος; τσάμπα;

free

τσαμπί

tsampí

δέσμη; μάτσο; τσαμπί;

bunch

τσάντα

tsánta bag

τσιγαριλίκι

tsigarilíki

άρθρωση; γόμφος; κοινός; κοψίδι; τσιγαριλίκι;

joint

τσιγάρο

tsigáro cigarette

τσιγγέλι

tsingéli

άγκιστρο; αγκιστρώνω; αγκύλη; γάντζος; τσιγγέλι;

hook

τσιγκούνης

tsinkoúnēs

εννοώ; παραδόπιστος; σημαίνω; τσιγκούνης;

mean

τσικάλι

tsikáli pot

τσίμπημα

tsímpēma

δάγκωμα; δαγκώνω; τσίμπημα;

bite

τσίμπλα

tsímpla

κοιμάμαι; τσίμπλα; ύπνος;

sleep

τσιπ

tsip chip

τσουλήθρα

tsoulḗthra

γλιστρώ; τσουλήθρα;

slide

τυλίγω

tylígō wrap

τυπικός

typikós typical

τύπος

týpos

παιδί; τύπος;

guy

týpos

είδος; ξεδιαλέγω; τακτοποιώ; τύπος;

sort

týpos

εκδοχή; τύπος;

version

τυπώνω

typṓnō

εμπριμέ; τυπώνω;

print

τυφλός

typhlós

θαμπώνω; στοράκι; τυφλός;

blind

τυχερός

tycherós lucky

τύχη

týchē

ευκαιρία; πιθανότητα; συγκυρία; τύχη;

chance

týchē luck

τύχηc

týchēc

ατύχημα; τύχηc;

accident

τώρα

tṓra

σήμερα; τώρα; τωρινά;

currently

tṓra now

τωρινά

tōriná

σήμερα; τώρα; τωρινά;

currently

τωρινός

tōrinós

ρεύμα; τωρινός;

current

Υυγεία

ygeía health

υγιής

ygiḗs healthy

υιοθετώ

yiothetṓ

αποδέχομαι; υιοθετώ;

adopt

υιός

yiós

γιός; καμάρι; υιός;

son

υλικός

ylikós

ύλη; υλικός; ύφασμα;

material

υλοποιούμαι

ylopoioúmai realize

υλοποιώ

ylopoiṓ

εργαλείο; όργανο; υλοποιώ;

implement

υπάγω

ypágō

κλάση; τάξη; υπάγω;

class

υπάλληλος

ypállēlos clerk

υπαρκτός

yparktós existing

υπάρχω

ypárchō exist

υπενθυμίζω

ypenthymízō remind

υπεξούσιος

ypexoúsios

ασήμαντος; ελάσσων; μικρός; υπεξούσιος;

minor

υπερασπιστής

yperaspistḗs

πρωταθλητής; υπερασπιστής;

champion

υπέροχος

ypérochos

θαυμάσιος; υπέροχος;

wonderful

υπεροψία

yperopsía

έπαρση; καμάρι; περιφάνια; υπεροψία; φιλοτιμία;

pride

υπεύθυνος

Page 83: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

υπεύθυνος

ypeúthynos

αρμόδιος; υπεύθυνος;

responsible

υπήκοος

ypḗkoos

αντικείμενο; θέμα; υπήκοος; υποκείμενο;

subject

υπηρεσία

ypēresía

πρακτορείο; υπηρεσία;

agency

ypēresía

εξυπηρέτηση; ρουσφέτι; σέρβις; υπηρεσία;

service

υπηρετώ

ypēretṓ serve

υπνοδωμάτιο

ypnodōmátio

κρεβατοκάμαρα; υπνοδωμάτιο;

bedroom

υποβάλλω

ypobállō

λίμα; λιμάρω; πίφερο; υποβάλλω;

file

ypobállō

παραδίδομαι; υποβάλλω; υποστηρίζω; υποτάσσομαι;

submit

υπογραφή

ypographḗ signature

υπογράφω

ypográphō

πίνακας; σήμα; σύνθημα; ταμπέλα; υπογράφω;

sign

υπόδειγμα

ypódeigma

παράδειγμα; υπόδειγμα;

example

υποδοχή

ypodochḗ

αντίκρυσμα; γλέντι; λήψη; ρεσεψιόν; υποδοχή;

reception

ypodochḗ

καλοδεχόμενος; καλωσορίζω; υποδοχή;

welcome

υπόθεση

ypóthesē assumption

ypóthesē

βαλίτσα; θήκη; περιστατικό; υπόθεση;

case

ypóthesē

δεσμός; υπόθεση;

affair

ypóthesē

θέμα; νοιάζομαι; ουσία; ύλη; υπόθεση;

matter

ypóthesē

δουλειά; δουλειές; επιχείρηση; υπόθεση;

business

υποθέτω

ypothétō

υποθέτω; υποτίθεται;

suppose

ypothétō assume

υποθηκεύω

ypothēkeúō

υποθηκεύω; υποθήκη;

mortgage

υποθήκη

ypothḗkē

υποθηκεύω; υποθήκη;

mortgage

υποκατάστημα

ypokatástēma

κλαδί; κλάδος; υποκατάστημα;

branch

υποκείμενο

ypokeímeno

αντικείμενο; θέμα; υπήκοος; υποκείμενο;

subject

υποκινώ

ypokinṓ

γρήγορος; υποκινώ; ωθώ;

prompt

υπολογίζω

ypologízō estimate

ypologízō

αποφασίζω; καθορίζω; προσδιορίζω; υπολογίζω;

determine

ypologízō

λογαριάζω; υπολογίζω;

calculate

υπολογιστής

ypologistḗs computer

υπόλοιπος

ypóloipos

ησυχασμός; ξεκουράζομαι; ραχάτι; υπόλοιπος;

rest

υπομονετικός

ypomonetikós

ασθενής; υπομονετικός;

patient

υπομονή

ypomonḗ

καρτερία; υπομονή;

patience

υπονοώ

yponoṓ imply

υποπτεύομαι

ypopteúomai suspect

υποστήριγμα

ypostḗrigma

βοήθεια; στήριγμα; συμπαράσταση; υποστήριγμα;

support

υποστηρίζω

ypostērízō

διατείνομαι; διατηρώ; υποστηρίζω;

maintain

ypostērízō

παραδίδομαι; υποβάλλω; υποστηρίζω; υποτάσσομαι;

submit

ypostērízō

ενισχύω; πίσω; πλάτη; υποστηρίζω;

back

υπόσχεση

ypóschesē

υπόσχεση; υπόσχομαι; υπόσχωμαι;

promise

υπόσχομαι

ypóschomai

υπόσχεση; υπόσχομαι; υπόσχωμαι;

promise

υποσχόμενος

yposchómenos

λαμπερός; υποσχόμενος;

bright

υπόσχωμαι

ypóschōmai

υπόσχεση; υπόσχομαι; υπόσχωμαι;

promise

υποτάσσομαι

ypotássomai

παραδίδομαι; υποβάλλω; υποστηρίζω; υποτάσσομαι;

submit

υποτίθεται

ypotíthetai

υποθέτω; υποτίθεται;

suppose

υποφέρω

ypophérō

αρκούδα; γεννώ; υποφέρω;

bear

ypophérō

παθαίνω; πάσχω; υποφέρω;

suffer

υποχρέωση

ypochréōsē obligation

υποψήφιος

ypopsḗphios candidate

υστέρημα

ystérēma

έλλειψη; υστέρημα;

lack

υφή

yphḗ

αισθάνομαι; νιώθω; υφή;

feel

υφήλιος

yphḗlios

κόσμος; υφήλιος;

world

υφιστάμενος

yphistámenos

μικρότερος; νεώτερος; υφιστάμενος;

junior

υψώνω

ypsṓnō

αναστηλώνω; ανατρέφω; αυξάνω; σηκώνω; υψώνω;

raise

ypsṓnō

ασανσέρ; σηκώνω; υψώνω;

lift

Ύύδωρ

ýdōr

νερό; ποτίζω; ύδωρ;

water

ύλη

ýlē

ύλη; υλικός; ύφασμα;

material

ýlē

θέμα; νοιάζομαι; ουσία; ύλη; υπόθεση;

matter

ύπαρχος

ýparchos

ζευγαρώνω; ταίρι; ύπαρχος; φιλαράκος;

mate

ύπνος

ýpnos

κοιμάμαι; τσίμπλα; ύπνος;

sleep

ύποπτος

ýpoptos

καχύποπτος; ύποπτος;

suspicious

ύφασμα

ýphasma

ύλη; υλικός; ύφασμα;

material

ύφεση

ýphesē

κατάθλιψη; ύφεση;

depression

ύφος

ýphos

ρυθμός; στυλ; στύλ; στύλος; ύφος;

style

ύψος

ýpsos height

Φφαγητό

phagētó

τροφή; φαγητό; φαϊ;

food

φαϊ

phaï

τροφή; φαγητό; φαϊ;

food

φαίνομαι

phaínomai

διαφαίνομαι; εμφανίζομαι; φαίνομαι;

appear

phaínomai

βλέμμα; εμφάνιση; κοιτάζω; φαίνομαι;

look

phaínomai seem

φανέλα

phanéla

πουκάμισο; φανέλα;

shirt

φανερός

phanerós obvious

φανερώνω

phanerṓnō

βγάζω φλας; δείχνω; εμφαίνω; ενδεικνύω; φανερώνω;

indicate

φαντάζομαι

phantázomai imagine

φαντάρος

phantáros

ιδιαίτερος; ιδιωτικός; φαντάρος;

private

φαντασία

phantasía imagination

φανταστικός

phantastikós

έξοχος; λαμπερός; φανταστικός;

brilliant

φαρδύς

phardýs

ευρύς; φαρδύς;

broad

phardýs

πλατύς; φαρδύς;

wide

φάρμακο

phármako

ιατρική; φάρμακο;

medicine

φασαρία

phasaría

ενοχλώ; μπελάς; ταλαιπωρία; φασαρία;

trouble

φάση

phásē

ανεβάζω; σκηνή; σκηνοθετώ; στάδιο; φάση;

stage

phásē phase

φάσμα

phásma

διακυμαίνομαι; εμβέλεια; φάσμα;

range

φείδωμαι

pheídōmai

περισσευούμενος; περισσεύω; φείδωμαι; χαρίζω;

spare

φέρνω

phérnō bring

φέσι

Page 84: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

φέσι

phési

μεθυσμένος; φέσι;

drunk

φέτα

phéta

κόβω σε φέτες; φέτα;

slice

φεύγω

pheúgō

παραιτούμαι; παρατάω; φεύγω;

leave

φήμη

phḗmē reputation

φθάνω

phthánō

φθάνω; φτάνω;

arrive

φιλανθρωπιά

philanthrōpiá

φιλανθρωπιά; ψυχικό;

charity

φιλαράκος

philarákos

κολλητός; φιλαράκος;

buddy

philarákos

ζευγαρώνω; ταίρι; ύπαρχος; φιλαράκος;

mate

φίλη

phílē

φίλη; φίλοι; φίλος;

friend

φίλημα

phílēma

φίλημα; φιλί; φιλώ;

kiss

φιλί

philí

φίλημα; φιλί; φιλώ;

kiss

φιλία

philía friendship

φιλικός

philikós friendly

φιλμ

philm

γυρίζω ταινία; έργο; ταινία; φιλμ;

film

φιλοδοξία

philodoxía

βλέψη; φιλοδοξία;

ambition

φίλοι

phíloi

φίλη; φίλοι; φίλος;

friend

φιλοξενούμενος

philoxenoúmenos

καλεσμένος; φιλοξενούμενος;

guest

φιλοξενώ

philoxenṓ

οικοδεσπότης; φιλοξενώ;

host

φίλος

phílos

φίλη; φίλοι; φίλος;

friend

φιλοσοφία

philosophía philosophy

φιλοτεχνία

philotechnía

επιδεξιότητα; ικανότητα; τέχνη; φιλοτεχνία;

skill

φιλοτιμία

philotimía

έπαρση; καμάρι; περιφάνια; υπεροψία; φιλοτιμία;

pride

φιλώ

philṓ

φίλημα; φιλί; φιλώ;

kiss

φίμωτρο

phímōtro

δυαδικό ψηφίο; φίμωτρο;

bit

φίνος

phínos

αίθριος; πρόστιμο; φίνος; ψιλή; ωραίος;

fine

φλιτζάνι

phlitzáni cup

φοβάμαι

phobámai

φοβάμαι; φόβος;

fear

φοβερός

phoberós

τρομερός; φοβερός;

terrible

φοβισμένος

phobisménos

που φοβάται; φοβισμένος;

afraid

φόβος

phóbos

φοβάμαι; φόβος;

fear

φοιτητής

phoitētḗs

φοιτητής; φοιτήτρια;

student

φοιτήτρια

phoitḗtria

φοιτητής; φοιτήτρια;

student

φορά

phorá

καιρός; φορά; χρόνος; ώρα;

time

φόρα

phóra

επισπεύδω; ταχύτητα; τρέχω; φόρα;

speed

phóra

βήμα; δρασκελιά; ρυθμός; φόρα;

pace

φόρεμα

phórema

ντύνομαι; ντύνω; φόρεμα;

dress

φορολογώ

phorologṓ

προβληματίζω; φορολογώ; φόρος;

tax

φόρος

phóros

προβληματίζω; φορολογώ; φόρος;

tax

φορτίζω

phortízō

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

φορτίο

phortío

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

φορτώνω

φορτώνω

phortṓnō

βάρ; γεμίζω; ζαλίκι; φορτίζω; φορτίο; φορτώνω;

load

φορώ

phorṓ wear

φουντώνω

phountṓnō

απλώνω; διαδίδω; επέκταση; παίρνω έκταση; φουντώνω;

spread

φούρκα

phoúrka

θυμός; οργή; φούρκα;

anger

φουσκώνω

phouskṓnō

διαστέλλω; διευρύνω; επεκτείνω; φουσκώνω;

expand

φούστα

phoústa skirt

φραγμός

phragmós

μλοκ; στηρίγματα; φραγμός;

block

φράζω

phrázō

εμποδίζω; κάγκελο; μπαρ; ράβδος; φράζω;

bar

φράση

phrásē

διατυπώνω; φράση;

phrase

φρέσκος

phréskos

δροσερός; ζωντανός; νωπός; φρέσκος;

fresh

φρίκη

phríkē horror

φρόνιμος

phrónimos

σοφός; συνετός; φρόνιμος;

wise

φροντίδα

phrontída

προσοχή; φροντίδα;

attention

phrontída

αναθέτω; έφοδος; κατηγορία; φροντίδα;

charge

phrontída

νοιάζομαι; προσέχω; προσοχή; φροντίδα; φροντίζω;

care

φροντίζω

phrontízō

νοιάζομαι; προσέχω; προσοχή; φροντίδα; φροντίζω;

care

φρουρά

phrourá

βλέπω; παρακολουθώ; ρολόι; φρουρά;

watch

phrourá

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

φρουρός

phrourós

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

φρουρώ

φρουρώ

phrourṓ

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

φρούτο

phroúto

καρπός; φρούτο;

fruit

φτάνω

phtánō

φθάνω; φτάνω;

arrive

phtánō

απλώνω το χέρι; φτάνω;

reach

φτερό

phteró

το φτερό; φτερό;

wing

φτηνός

phtēnós cheap

φτιάξιμο

phtiáximo

ατέλεια; ελάττωμα; λάθος; ρήγμα; σφάλμα; φτιάξιμο;

fault

φτιάχνω

phtiáchnō

εξαναγκάζω; κάνω; κατασκευάζω; φτιάχνω;

make

phtiáchnō fix

φτουρώ

phtourṓ

διαρκώ; τελευταίος; φτουρώ;

last

φτωχός

phtōchós

καημένος; πενιχρός; φτωχός;

poor

φυγή

phygḗ

πτήση; φυγή;

flight

φύλακας

phýlakas

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

φυλάξου

phyláxou

μυαλό; νοιάζομαι; νούς; πειράζω; φυλάξου;

mind

φυλάω

phyláō

καραούλι; φρουρά; φρουρός; φρουρώ; φύλακας; φυλάω;

guard

φύλο

phýlo

έρωτας; σεξ; φύλο;

sex

φύση

phýsē nature

φυσικά

physiká naturally

φυσική

physikḗ physics

φυσικός

physikós

σωματικός; φυσικός;

physical

φυσιολογικός

Page 85: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

φυσιολογικός

physiologikós

κανονικός; φυσιολογικός;

normal

φυσώ

physṓ

φυσώ; χτυπήμα; χτύπημα;

blow

φυτεύω

phyteúō

εργοστάσιο; φυτεύω; φυτό;

plant

φυτό

phytó

εργοστάσιο; φυτεύω; φυτό;

plant

φωνάζω

phōnázō

κλαίω; κραυγή; φωνάζω;

cry

φωνή

phōnḗ

όγκος; ποσότητα; φωνή;

volume

phōnḗ

ακούομαι; γερός; ήχος; φωνή;

sound

phōnḗ

εκφράζω; φωνή;

voice

φωτεινός

phōteinós

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

φωτερός

phōterós

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

φωτιά

phōtiá

απολύω; πυρκαγιά; πυροβολώ; φωτιά;

fire

φωτίζω

phōtízō

ανάβω; ελαφρύς; ξανθός; φωτεινός; φωτερός; φωτίζω;

light

φωτογραφία

phōtographía photo

Χχαζός

chazós

βλαμμένος; χαζός;

stupid

chazós

ανόητος; χαζός;

silly

χαιδεύω

chaideúō

εγκεφαλικό; θωπεύω; χαιδεύω; χαϊδεύω; χτύπημα;

stroke

χαϊδεύω

chaïdeúō

εγκεφαλικό; θωπεύω; χαιδεύω; χαϊδεύω; χτύπημα;

stroke

χαίρω

chaírō

απολαμβάνω; διασκεδάζω; καρπώνομαι; χαίρω;

enjoy

χαλαρός

χαλαρός

chalarós

λάσκος; λυτός; μπόσικος; ξεκάρφωτος; χαλαρός;

loose

χαλώ

chalṓ

δηώνω; ρήμαγμα; χαλώ; χαντακώνω;

ruin

χαμηλός

chamēlós low

χαμηλώνω

chamēlṓnō

ταπεινώνω; χαμηλώνω;

lower

χαμόγελο

chamógelo

χαμόγελο; χαμογελώ;

smile

χαμογελώ

chamogelṓ

χαμόγελο; χαμογελώ;

smile

χαμός

chamós

απώλεια; ήττα; χαμός; χάσιμο;

loss

χαντακώνω

chantakṓnō

δηώνω; ρήμαγμα; χαλώ; χαντακώνω;

ruin

χάνω

chánō

αστοχώ; δεσποινίς; χάνω;

miss

chánō lose

χαρακτήρας

charaktḗras

πρόσωπο έργου; χαρακτήρας;

character

χαρακτηριστικό

charaktēristikó

αφιέρωμα; σουσούμι; χαρακτηριστικό;

feature

χαρίζω

charízō

περισσευούμενος; περισσεύω; φείδωμαι; χαρίζω;

spare

χάρισμα

chárisma

δωρεά; δώρο; πεσκέσι; χάρισμα;

gift

χαριτωμένος

charitōménos pretty

χαρούμενος

charoúmenos glad

χαρτένιος

charténios

εφημερίδα; χαρτένιος; χαρτί;

paper

χάρτης

chártēs

διάγραμμα; χάρτης;

chart

chártēs

χάρτης; χαρτογραφώ;

map

χαρτί

chartí

εφημερίδα; χαρτένιος; χαρτί;

paper

χαρτογραφώ

chartographṓ

χάρτης; χαρτογραφώ;

map

χάσιμο

chásimo

απώλεια; ήττα; χαμός; χάσιμο;

loss

χάσμα

chásma

κενό; χάσμα;

gap

χείλι

cheíli lip

χείλος

cheílos

άκρη; κοχή; περιστόμιο; χείλος;

edge

χειμώνας

cheimṓnas

διαχειμάζω; χειμώνας;

winter

χειραγωγία

cheiragōgía

καθοδήγηση; χειραγωγία;

guidance

χειρίζομαι

cheirízomai

μεταχειρίζομαι; χειρίζομαι; χερούλι;

handle

χέρι

chéri

βραχίων; μπράτσο; όπλο; χέρι;

arm

chéri

δείκτης; δίνω; παραδίνω; χέρι;

hand

χερούλι

cheroúli

μεταχειρίζομαι; χειρίζομαι; χερούλι;

handle

χημεία

chēmeía chemistry

χθες

chthes yesterday

χιμώ

chimṓ

βάζω; ορμώ; ρίχνω; χιμώ;

pour

χιόνι

chióni

χιόνι; χιονίζω;

snow

χιονίζω

chionízō

χιόνι; χιονίζω;

snow

χλδή

chldḗ

πλούτος; χλδή;

wealth

χλοή

chloḗ

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

χόνδρος

chóndros

λίπος; χόνδρος; χοντρός;

fat

χοντρός

chontrós

αισχρός; ακαθάριστος; πρόστυχος; χοντρός;

gross

chontrós

λίπος; χόνδρος; χοντρός;

fat

χορδή

chordḗ

σπάγγος; χορδή;

string

χορεύω

choreúō dance

χορήγηση

chorḗgēsē

διοίκηση; διοικητικός; κυβέρνηση; χορήγηση;

administration

chorḗgēsē

αντίτύπο; απορροία; εκδίδω; θέμα; τεύχος; χορήγηση;

issue

chorḗgēsē

παρέχω; παροχή; προμήθεια; χορήγηση;

supply

χορτάρι

chortári

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

χόρτο

chórto

γρασίδι; καταδότης; πόα; χλοή; χορτάρι; χόρτο;

grass

χουρμάς

chourmás

ημερομηνία; χουρμάς;

date

χρειάζομαι

chreiázomai

απαιτώ; χρειάζομαι;

require

chreiázomai

ανάγκη; χρειάζομαι;

need

χρέος

chréos debt

χρήματα

chrḗmata

εξαργυρώνω; μετρητά; χρήματα;

cash

χρηματοδοτώ

chrēmatodotṓ finance

χρηματοκιβώτιο

chrēmatokibṓtio

ασφαλής; χρηματοκιβώτιο;

safe

χρήση

chrḗsē

αίτηση; άλειμμα; εφαρμογή; προσήλωση; χρήση;

application

chrḗsē

χρήση; χρησιμοποιώ;

use

χρησιμοποιώ

chrēsimopoiṓ

χρήση; χρησιμοποιώ;

use

chrēsimopoiṓ

εργοδοτώ; χρησιμοποιώ;

employ

χρήσιμος

chrḗsimos useful

χρήστης

chrḗstēs user

χρονιά

chroniá

έτος; χρονιά; χρόνος;

year

χρόνος

chrónos

έτος; χρονιά; χρόνος;

year

chrónos

καιρός; φορά; χρόνος; ώρα;

time

Page 86: English Greek Greek English Dictionaryράμφος rámphos bird κόμματος kómmatos πουλί poulí birth γέννα génna γέννηση génnēsē birthday γενέθλια

χρυσός

chrysós

μάλαμα; χρυσός;

gold

χρωστώ

chrōstṓ

οφείλω; χρωστώ;

owe

χτήριο

chtḗrio

κτήριο; χτήριο;

building

χτίζω

chtízō

ανάστημα; κορμοστασιά; μπόι; χτίζω;

build

χτυπήμα

chtypḗma

απεργία; απεργώ; κάνω εντύπωση; χτυπήμα; χτυπώ;

strike

chtypḗma

φυσώ; χτυπήμα; χτύπημα;

blow

χτύπημα

chtýpēma

φυσώ; χτυπήμα; χτύπημα;

blow

chtýpēma

εγκεφαλικό; θωπεύω; χαιδεύω; χαϊδεύω; χτύπημα;

stroke

χτυπώ

chtypṓ

βλάπτω; πληγώνω; πονώ; τραυματίζω; χτυπώ;

hurt

chtypṓ

απεργία; απεργώ; κάνω εντύπωση; χτυπήμα; χτυπώ;

strike

chtypṓ

βαρώ; σουξέ; χτυπώ;

hit

chtypṓ

δέρνω; νικώ; χτυπώ;

beat

χτυπώ ελαφρά

chtypṓ elaphrá

βρύση; παρακεντώ; χτυπώ ελαφρά;

tap

χυμός

chymós

ζουμί; χυμός;

juice

χωλ

chōl

αίθουσα; χωλ;

hall

χώμα

chṓma

γη; χώμα;

earth

χώνω

chṓnō

κολλώ; παλούκι; χώνω;

stick

χώρα

chṓra

εξοχή; πατρίδα; χώρα;

country

χωράφι

chōráphi

πεδίο; τομέας; χωράφι;

field

χωρίζω

chōrízō

ιδιαίτερος; ξεχωριστός; χωρίζω; χωριστός;

separate

chōrízō

διαιρώ; διχάζω; χωρίζω;

divide

χωρίζω

chōrízō

μερίδιο; μερος; χωρίζω;

part

χωριό

chōrió village

χωρίς

chōrís

άνευ; χωρίς;

without

χωριστά

chōristá apart

χωριστός

chōristós

ιδιαίτερος; ξεχωριστός; χωρίζω; χωριστός;

separate

χώρος

chṓros

δωμάτιο; χώρος;

room

chṓros

διάστημα; χώρος;

space

Ψψάρεμα

psárema

αλιεία; αλιευτικός; ψάρεμα;

fishing

ψάρι

psári fish

ψάχνω

psáchnō

αναζητώ; ψάχνω;

seek

ψεκάζω

psekázō

αφρός; ψεκάζω;

spray

ψευδής

pseudḗs

αναληθής; λάθος; ψευδής; ψεύτικος; ψεύτικός;

false

ψεύδομαι

pseúdomai

κείμαι; ψεύδομαι;

lie

ψεύτικος

pseútikos

αναληθής; λάθος; ψευδής; ψεύτικος; ψεύτικός;

false

ψεύτικός

pseútikós

αναληθής; λάθος; ψευδής; ψεύτικος; ψεύτικός;

false

ψηλά

psēlá highly

ψηλός

psēlós high

psēlós tall

ψιλή

psilḗ

αίθριος; πρόστιμο; φίνος; ψιλή; ωραίος;

fine

ψιλός

psilós

αραιός; αραιώνω; ισχνός; λεπτός; λιγνός; ψιλός;

thin

ψυγαγωγία

ψυγαγωγία

psygagōgía

ψυγαγωγία; ψυχαγωγία;

entertainment

ψυγείο

psygeío refrigerator

ψυχαγωγία

psychagōgía

ψυγαγωγία; ψυχαγωγία;

entertainment

ψυχικό

psychikó

φιλανθρωπιά; ψυχικό;

charity

ψυχικός

psychikós

πνευματικός; ψυχικός;

mental

ψυχολογία

psychología psychology

ψυχολογικός

psychologikós psychological

ψυχρός

psychrós

δροσερός; τη βρίσκω; ψυχρός;

cool

psychrós

απόκεντρος; απόμακρος; απομακρυσμένος; ψυχρός;

remote

ψωλή

psōlḗ

εργαλείο; ψωλή;

tool

ψωμάκι

psōmáki

κύλινδρος; κυλώ; ψωμάκι;

roll

ψωμί

psōmí bread

ψώνια

psṓnia shopping

ψωνίζω

psōnízō

μαγαζί; προδίδω; ψωνίζω;

shop

Ωωθώ

ōthṓ

γρήγορος; υποκινώ; ωθώ;

prompt

ωμός

ōmós raw

ωραίος

ōraíos

αίθριος; πρόστιμο; φίνος; ψιλή; ωραίος;

fine

ōraíos nice

ωστόσο

ōstóso

ακόμα; ωστόσο;

yet

ωφέλεια

ōphéleia

απολαβή; κέρδος; ωφέλεια;

profit

ōphéleia

επίδομα; επωφελούμαι; καρπώνομαι; όφελος; ωφέλεια;

benefit

Ώώμος

ṓmos

σπάλα; ώμος;

shoulder

ώρα

ṓra hour

ṓra

περιόδος; ώρα;

session

ṓra

καιρός; φορά; χρόνος; ώρα;

time

ώσπου

ṓspou

μέχρι; ώσπου;

until