Τμημα Α31lyk-tripol.ark.sch.gr/autosch/joomla15/images/... · Οι κάτοικοι την...

41
ET IN ARCADIA EGO 1 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΡΙΠΟΛΗΣ Τμημα:Α3

Transcript of Τμημα Α31lyk-tripol.ark.sch.gr/autosch/joomla15/images/... · Οι κάτοικοι την...

ET IN ARCADIA EGO

1ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΡΙΠΟΛΗΣ

Τμημα:Α3

ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΤΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ

ΜΠΕΛΤΣΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΤΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΖΙ ΝΑΠΟΛΕΩΝ

ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΣ ΑΡΗΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΝΑ

ΜΠΟΥΛΟΥΓΑΡΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΣΟΣ

ΜΠΟΥΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΜΠΟΥΡΤΖΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑ

ΜΠΟΥΤΖΑΡΕΛΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΕΤΤΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝ/ΝΑ

ΡΕΠΠΑ ΑΣΗΜΩ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ:ΣΟΦΗ Ι.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στο δεύτερο τετράμηνο , αφού προτείναμε πολλά θέματα αποφασίσαμε να

ασχοληθούμε με την Αρχαία Αρκαδία και το αρκαδικό ιδεώδες . Η εργασία μας

έχει ως τίτλο <ETINARCADIAEGO> . Επιλέξαμε αυτό το θέμα γιατί ως

Αρκάδες ενδιαφερόμαστε να μάθουμε για τον τόπο μας και πόσο σημαντική

ήταν η Αρκαδία στην αρχαιότητα . Έτσι θελήσαμε να κάνουμε ένα ταξίδι στο

παρελθόν για να ερευνήσουμε τον τρόπο ζωής , τον πολιτισμό και τις

θεότητες της Αρχαίας Αρκαδίας .Υστερα από πολύ σκεψη επιλέξαμε κάποιες

περιοχές της αρχαίας αρκαδίας τις οποίες σας παρουσιάζουμε παρακάτω.

Στο χοι

ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ

Να μάθουμε να δουλεύουμε ατομικά μέσα σε μία ομάδα

αλλά και συγχρόνως ομαδικά .

Να μάθουμε να είμαστε συνεπείς .

Να μάθουμε για τον τόπο μας στα αρχαία χρόνια και όχι

μόνο.

Και να προσπαθήσουμε τι σημαίνει αρκαδικό ιδεώδες όχι

μόνο για εμάς αλλά και για αυτούς που το ακολουθούν μέχρι

και σήμερα

ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΓΕΑ

Γενικές πληροφορίες:

Η Τεγέα ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, προερχόμενη αρχικά από

συνοικισμό.Ιδρύθηκε από τον Τεγέα, γιο του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού και

ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας, έδρα των τελευταίων

μυθικών Αρκάδων βασιλιάδων. Αποτελούνταν από τους

δήμους Κορυθέων, Γαρεατών, Φυλακέων, Καρυατών, Οιατών,Βωταχιδών, Μανθυρέω

ν, Εχενιδών, Αφειδάντιων και τις

φυλές Ιποθίτιδα, Καριώτιδα, Απολονιάτιδα και Αθηναιάτιδα. Διέθετε Γυμνάσιο,

θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους βουλευτές.

Οι κάτοικοι την περίοδο της ακμής της έφταναν τους 40.000 και η πόλη έκοβε δικό

της νόμισμα.Τεγεάτες είχαν πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, στον τρωικό

πόλεμο, στην μάχη των Πλαταιών, στους Περσικούς πολέμους, και

στον Πελοποννησιακό πόλεμο στο πλευρό των Σπαρτιατών. Η πόλη καταστράφηκε

από τους Γότθους το 395 μ.χ. και σταδιακά ερήμωσε.Av και πήρε μέρος σε

πολλούς αγώνες και σε πολλές μάχες μαζί με την Σπάρτη κατά τα χρόνια

του 5ου και 6ου αι. είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους όπου είχαν πάρει και

τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις .

ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΓΕΑ – ΑΝΑΓΛΥΦΟ , ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ :

Δέκα χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη, δίπλα στο χωριό Αλέα της Μαντίνειας,

δεσπόζει η αρχαία πόλη της Τεγέας τμήματα της οποίας άρχισαν να έρχονται στο φως

από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Η πόλη ήταν χτισμένη στο οροπέδιο της

σύγχρονης Τρίπολης . Περιτριγυριζόταν από λόφους οι οποίοι αποτελούσαν μία

μορφή φυσικής οχύρωσης για την πόλη . Επίσης η πόλη όπως συμπεραίνουμε από

το ανάγλυφο της περιοχής διέθετε αρκετές γεωργικές εκτάσεις που συνέβαλαν

στην αγροτική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης .

Όσον αναφορά την μορφή και το ανάγλυφο της πόλης , αν και έχουν γίνει αρκετές

ανασκαφές στην περιοχή δεν έχουμε μια σαφή εικόνα γι αυτήν . Ωστόσο από τα

ευρήματα και τα αρχαιολογικά μνημεία που βρέθηκαν μπορούμε να βγάλουμε

αρκετά συμπεράσματα για την μορφή της . Αρχικά , εκτός από την φυσική της

οχύρωση , η πόλη διέθετε και ισχυρή οχύρωση .Χρονολογείται γύρω στις αρχές

του 4ου αι. πΧ (Ξενοφώντος Ελληνικά 7,4,36,37). Περιέβαλε την Τεγέα ( Χάρτης

Ε5) και σώζονται λείψανά του στο κέντρο της αρχαίας Τεγέας. Είχε λίθινη κρηπίδα και

πλίνθινη αναδομή. Ορθογώνιοι πύργοι σε μικρά διαστήματα ενίσχυαν την άμυνά του.

Ο περίβολος ήταν 5,5 χιλιάδες μέτρα σε σχήμα έλλειψης με ύψος 3,5 -

6,5μ. Διερχόταν το χωριό Επισκοπή, περιελάμβανε την Παλαιά Επισκοπή, περνούσε

ΝΔ της Αλέας και εκτός του Σταδίου. Επίσης καταλαβαίνουμε από το μεγάλο μήκος

των τειχών της καθώς και από τον μεγάλο πληθυσμό που ανερχότανε γύρω στους

40.000 κατοίκους κατά την διάρκεια του 5ου – 6ου αιώνα π.Χ. ότι η πόλη της

αρχαίας Τεγέας είχε μεγάλες διαστάσεις . Η πόλη είχε ακρόπολη που ήταν

εκτός των τειχών , πιθανότατα εκεί που βρίσκεται σήμερα το χωριό Άγιος Σώστης.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η πόλη διέθετε πλακόστρωτους δρόμους οι

οποίοι εξυπηρετούσαν τηνκυκλοφορία των πολιτών . Επίσης η πόλη ήταν

εξωραϊσμένη με αγάλματα , μαρμάρινες στήλες οι οποίες ήταν σκαλισμένες με

διάφορες επιγραφές και διέθετε Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή ,

χτισμένα σε δωρικό ρυθμό . Συγκεκριμένα η αγορά ,της οποίας η δυτικήπλευρά

δεν είναι γνώστη ,λογικά βρισκόταν στο κέντρο της πόλης αφού αποτελούσε

οικονομικό , πολιτισμικό , πολιτικό και κοινωνικό κέντρο . Εκεί υπήρχε το ιερό της

Αφροδίτης .Ακόμα το θέατρο δέσποζε στην καρδιά της πόλης και δεν ήταν εξόριστο

σε κάποιον από τους κοντινούς λόφους. Έτσι έπαιζε συμπληρωματικό της αγοράς

ρόλο και σαφώς είχε σημαντική θέση στη ζωή της πόλης. Χρησιμοποιήθηκε δηλαδή

στην πολιτική ζωή της Τεγέας. Τέλος ο ναός της Αλέας Αθηνάς βρισκόταν κοντά

στην αγορά και το στάδιο της Τεγέας που βρισκόταν ανατολικά του ιερού της

Αλέας, προς την κατεύθυνση του χωριού Αχούρια .

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΕΓΕΑΣ :

Η αρχαία πόλη της Τεγέας γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαιότητα καθώς

και έναν αρκετά αξιόλογο πολιτισμό . Αυτό το συμπεραίνουμε από διάφορα

δείγματα πολιτισμού που έχουν φέρει στο φως διάφορες ανασκαφές στην

περιοχή . Αρχικά η πόλη είχε βουλή με τριάκοσους βουλευτές . Αυτό δηλώνει

ότι η πόλη ήταν συνεπαρμένη με δημοκρατικές και φιλελεύθερες πεποιθήσεις .

Επίσης χαρακτηριστικά δείγματα πολιτισμού , πνευματικής ανάπτυξης και

οικονομικής ευημερίας αποτελούσε η ύπαρξη γυμνασίου , σταδίου , αγοράς και

διαφόρων ναών της περιοχής ανάμεσα στους οποίους δεσπόζει ο ναός της

Αλέας Αθηνάς . Συγκεκριμένα ο ναός της Αλέας Αθηνάς, έργο του Πάριου γλύπτη

Σκόπα , μέσα στον οποίο υπήρχε ελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, αγάλματα του

Ασκληπιού και της Υγείας, καθώς επίσης και τα δόντια του Ερυμάνθιου κάπρου, τα

οποία μεταφέρθηκαν στη Ρώμη όταν η πόλη προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή

Αυτοκρατορία. Το όνομα «Αλέα» σύμφωνα με τη μυθολογία, προήλθε από τον

ομώνυμο εγγονό του Αρκάδα, ο οποίος είχε χτίσει το ναό της Αθηνάς, που ήταν και η

πολιούχος της Τεγέας. Ο ναός αυτός δεν υπάρχειπια .

Δείγμα του ανεπτυγμένου πολιτισμού της Αρχαίας Τεγέας καθώς και της

οικονομικής ευμάρειας της πόλης γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι οι

αρχαίοι τεγεάτες έκοβαν δικό τους νόμισμα .H αρχαία Τεγέα, πόλη ιδιαίτερα

σημαντική στην περιοχή της Αρκαδίας, άρχισε να εκδίδει νομίσματα ήδη από τα μέσα

περίπου του 5ου αιώνα π.X. αρχικά ως μέλος του Kοινού των Αρκάδων, λίγο

αργότερα ως αυτόνομη πόλη και ακόμη ως μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Τα

αρχαία νομίσματα της Τεγέας, αργυρά και χάλκινα, σήμερα είναι μάλλον σπάνια.

Ωστόσο, εντυπωσιάζουν με την αισθητική και καλλιτεχνική τελειότητα του σχεδίου

χάραξης, καθώς και με την επιλογή των εικονογραφικών τους τύπους .

Τέλος ο ανεπτυγμένος πολιτισμός και πνευματικός κόσμος των αρχαίων

τεγεατών φαίνεται από τους επιφανείς τεγεάτες που κατοίκησαν στην πόλη .

Κάποιες από αυτές τις σπουδαίες φυσιογνωμίες ήταν οι

ποιητές Κλονάς και Ανύτη, ο ιστορικός Αρίανθος, ο τραγικός Αρίσταρχος, οι

νομοθέτες Αντισθένης και Κρίσος. Οι ήρωες Αγκαίος και Έποχος, η Αταλάντη,

ο Έχεμος, οΑγαπήνορας και η Διοτίμα. Εδώ επίσης είχε γεννηθεί, κατά τη μυθολογία,

και ο Πάνας.

Απ’ όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι η Τεγέα είχε έναν ιδιαίτερα προχωρημένο

πολιτισμό σε σχέση με τις άλλες συνοικίες της αρχαίας Αρκαδίας και γενικότερα

της αρχαίας Ελλάδα. Πράγμα που συνδέεται με το γεγονός ότι οι Τεγεάτες είχαν

φιλικές σχέσεις και ήταν και σύμμαχοι με την Αθήνα . Έτσι την εποχή που η Αθήνα

του Περικλή άκμαζε η Τεγέα την «ακολουθούσε»! Φημιζόταν και για τις δημοκρατικές

απόψεις της ενώ είχε αυτόνομη διοίκηση και δικό της νόμισμα.

Βλέπουμε επίσης ότι είχε ναούς, γυμνάσιο και θέατρα. Οι άνθρωποι ήταν μορφωμένοι

, λάτρες του δωδεκάθεου και περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους είτε στην αγορά

είτε πηγαίνοντας να ψυχαγωγηθούν στα θέατρα της περιοχής.

Όλα αυτά έκανα την Τεγέα μία ακμάζουσα περιοχή της Αρκαδίας που ήταν σε υψηλό

επίπεδο σε όλους τους τομείς της αρχαίας εκείνης εποχής .

ΝΑΟΙ-ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΕΓΕΑΣ:

Όπως όλοι οι Αρκάδες, έτσι και οι Τεγεάτες ήταν ευσεβείς και επιδείκνυαν έντονη

θρησκευτικότητα. Ειδικά γι' αυτό το λαό οι θεοί δεν ήταν ανώτερα όντα που

υποτάσσουν τους ανθρώπους, αλλά υπάρξεις βγαλμένες μαζί τους, που τους

καθοδηγούσαν, τους ορμήνευαν για τον κοινωνικό βίο και τους προστάτευαν. Σε

γενικές γραμμές, λάτρευαν τους ίδιους θεούς με τους υπόλοιπους Αρκάδες ,όπως τον

Δία, την Άρτεμη, την Αθηνά, και την Ήρα, στους οποίους έδιναν διάφορα

προσωνύμια ανάλογα με τον τόπο λατρείας τους. Επίσης, πρωτεύοντα ρόλο στην

θρησκευτική ζωή του τόπου έπαιζαν οι θεοί Πάνας και Ασκληπειός, στους οποίους

είχαν αφιερώσει πολλά ιερά τεμένη.

ΝΑΟΙ

Ο ναός που δέσποζε στην περιοχή ήταν της Αλέας Αθηνάς,ο οποίος ήταν ο δεύτερος

μεγαλύτερος της Πελοποννήσου,μετά τον ναό του Ολυμπίου Διός.Οι διαστάσεις του

ήταν 47μ. μήκος, 22μ. πλάτος και 23 μ. ύψος. Ο αρχαίος ναός αυτός

καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 395 π.Χ.. Η ανοικοδόμησή του έγινε το 340

π.Χ. περίπου. Tη γλυπτική του διακόσμηση και αρχιτεκτονική έκανε ο Παριανός

γλύπτης και αρχιτέκτονας Σκόπας, ο οποίος μάλιστα καινοτόμησε μεταχειριζόμενος

συγχρόνως και τους τρεις ρυθμούς Δωρικό, Κορινθιακό και Ιωνικό για να λαμπρύνει

το εσωτερικό και την είσοδο του ναού. Για την κατασκευή του χρησιμοποίησε ντόπιο

μάρμαρο των Δολιανών.

Ο ναός αποτελούνταν από πρόδρομο, σηκό και οπισθόδομο. Στον σηκό υπήρχαν

δύο βωμοί, ο ένας για αιματηρές και ο άλλος για αναίμακτες θυσίες. Τα αετώματά του

ήταν διακοσμημένα με μυθολογικά θέματα. Υπήρχαν ακόμα και αφιερώματα, όπως η

χάλκινη φάτνη των ίππων του Μαρδόνιου, λάφυρο της μάχης των Πλαταιών, το

δέρμα του Καλυδωνίου κάπρου, η ιερή κλίνη της Αθηνάς και άλλα.

Πιθανόν ο ναός να σωζόταν ως τον 4ο αι. μ.Χ., όμως καταστράφηκε από τους

βυζαντινό αυτοκράτορα Μεγάλο Θεοδόσιο και από τις επιδρομές των Γότθων.

Στην περιοχή επίσης βρισκόταν και ναός αφιερωμένος στην Άρτεμη,

μικρότερωνδιαστάσεων, δωρικού ρυθμού, ο οποίος λειτούργησε έως το τέλος των

ελληνιστικών χρόνων . Λέγεται μάλιστα ότι στο εσωτερικό του βρισκόταν ένα

κολοσσιαίο άγαλμα της θεάς, ύψους 3 μέτρων, από το οποίο βρέθηκε μόνο ένα μικρό

τμήμα . Όσον αναφορά τις θεότητες των τεγεατών αξίζει να αναφέρουμε τον

Πάνα ο οποίος ήταν αποκλειστικός θεός των Αρκάδων .

ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΓΕΑ :

Οι αρχαίοι Τεγεάτες είχαν μία ζωή πού ανεπτυγμένη παρά την απομόνωση

τους . Μπορούμε να πούμε ότι ήταν η Αθήνα της απομονωμένης αρχαίας

Ελλάδας . Οι Τεγεάτες είχαν βαθιά και μεγάλη πίστη στο δωδεκάθεο στο οποίο

είχαν δώσει και ξεχωριστά ονόματα .Επίσης παρακολουθούμε μία έντονη

κοινωνική και πολιτική ζωή λόγω του ότι είχαν πολλά συμπόσια , συναντήσεις

και φιλοσοφικές συζητήσεις στην αγορά που ήταν το κέντρο της πνευματικής

ανάπτυξης της Τεγέας .Η πολιτική ζωή τους έντονη λόγω των δημοκρατικών

πεποιθήσεων που διακατείχαν τους πολίτες . Η πνευματική τους ανάπτυξη ήταν

τεράστια λόγω του ότι παρατηρούμε έχουν ζήσει εδώ πολλοί ποιητές ,

ιστορικοί , τραγικοί και νομοθέτες . Επιπλέον είχαν έντονη στρατιωτική

δραστηριότητα διότι ιστορικά ήταν συνεχώς σε διαμάχη με την Σπάρτη . Αυτό

μας δείχνει επίσης ότι είχαν και ασχολίες και με την καλλιέργεια του σώματος

ώστε να είναι έτοιμοι για κάθε μάχη και πάνω απ’ όλα να είναι υγιής . Η

οικονομία τους ήταν ανεπτυγμένη και αυτό φαίνεται από τις αγροτικές

δραστηριότητες που είχαν και οι οποίες ήταν ευνοημένες από τον πεδινό

έδαφος . Τέλος οι Αρκάδες είχαν αναπτύξει και πολλές τέχνες όπως η

αρχιτεκτονική και αυτό φαίνεται από τους μεγαλοπρεπείς ναούς , η γλυπτική

ήταν πολύ ανεπτυγμένη και ζωντανό παράδειγμα ο υπέροχος στολισμός της

πόλης από αγάλματα και στήλες με επιγραφές , η κεραμική με τα υπέροχα

αγγεία και τους εκπληκτικούς αμφορείς και η μεταλλουργία λόγω της κοπής

δικού τους νομίσματος και των υπέροχων κοσμημάτων .

ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗ

Η Επαρχία Μεγαλόπολης είναι μια από τις τέσσερις επαρχίες του Ν. Αρκαδίας. Βρίσκεται στο κέντρο της Πελοποννήσου, κοντά στον ποταμό Ελισσώνα, που είναι παραπόταμος του Αλφειού. Η επαρχία περιλαμβάνει, εκτός από τη Μεγαλόπολη, πάνω από εκατό μικρά και μεγάλα χωριά, περιμετρικά και σε ακτίνα όχι μεγαλύτερη των 40 χμ. Χωριά όμορφα, γραφικά, χτισμένα σε σπουδαίες θέσεις, το καθένα με τη δική του ιστορία.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Η λεκάνη της Μεγαλόπολης προϊστορικά ήταν λίμνη. Στον πυθμένα και στα πλευρά της ζούσαν υδρόβια φυτά και στις πλαγιές των γύρω βουνών υπήρχαν πυκνά δάση. Κατά το Πλειστόκαινο (πριν από 2.000.000 χρόνια) ζούσαν εδώ σπονδυλωτά

και προβοσκιδωτά ζώα (ελέφαντες, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι κ.ά.) που είχαν μεταναστεύσει από την Κεντρική Ασία και την Αφρική μέσω του Σουέζ (η μορφή της

ξηράς ήταν τότε πολύ διαφορετική από τη σημερινή).

Πριν από 100.000 χρόνια η λίμνη έγινε έλος. Στον πυθμένα του καταπλακώνονταν νεκρά φυτικά υλικά, που με το πέρασμα των αιώνων εξανθρακώθηκαν και

δημιουργήθηκε ο λιγνίτης. Επίσης, τα λείψανα των νεκρών ζώων παρασύρονταν από τους χειμάρρους στον πυθμένα του έλους και σιγά σιγά απολιθώθηκαν.

Κάποια στιγμή τα νερά βρήκαν διέξοδο από τα στενά της Καρίταινας και το έλος άδειασε. «Απομεινάρια» εκείνης της εποχής είναι τα πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη αλλά και τα απολιθωμένα οστά προϊστορικών ζώων, που βρέθηκαν με ανασκαφές το 1902

στο Ίσωμα Καρυών και σε γειτονικά χωριά. Ανακαλύφθηκαν τόνοι λειψάνων, που βρίσκονται σήμερα σε αποθήκες του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ελπίζουμε κάποτε

να δημιουργηθεί στη Μεγαλόπολη ο κατάλληλος μουσειακός χώρος ώστε τα σημαντικά αυτά ευρήματα να εκτίθενται στην πόλη μας.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η απαρχή της «Μεγάλης Πόλεως» βρίσκεται στην ήττα της Σπάρτης στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. και στην επέμβαση του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο, το χειμώνα του

370/369 π.Χ. Τότε, με τη βοήθεια των Θηβαίων, άλλαξε οπολιτικός χάρτης τηςΠελοποννήσου, αφού ελευθερώθηκαν οι Μεσσήνιοι και ιδρύθηκε το Αρκαδικό Κοινό. Το 368 π.Χ. η Σπάρτη, υπό το βασιλιά της Αρχίδαμο, νίκησε τους Αρκάδες

στην Άδακρυ Μάχη. Τότε οι Αρκάδες αποφάσισαν να χτίσουν την πρωτεύουσα του Κοινού τους σε θέση επίκαιρη, ώστε να είναι ταυτόχρονα και αντισπαρτιατικό οχυρό.

Πολίτες της Μεγάλης Πόλεως έγιναν, με τη θέλησή τους ή με τη βία, οι κάτοικοι σαράντα πόλεων της Αρκαδίας, μεταξύ των οποίων η Αλέα, το Παλλάντιο, η Ευταία,

το Λεύκτρον, η Θωκνία, η Γόρτυς, η Θεισόα, το Μεθύδριον, το Λύκαιον, οι Τρικόλωνοι, η Λυκόσουρα, οι τρεις πόλεις Καλλία, Δίποινα και Νώνακρις (Τρίπολις)

κ.ά.

Η οικοδόμηση και ο καλλωπισμός της Μεγάλης Πόλεως διήρκεσε μια σχεδόν δεκαετία. Το 364 π.Χ., όταν ο Αρχίδαμος εξεστράτευσε εναντίον της, ηττήθηκε στον Κρώμνο και η Σπάρτη κατανόησε ότι απέκτησε ισχυρό αντίπαλο στα βόρεια σύνορά

της.

Το 353/352 π.Χ. οι Σπαρτιάτες εκστρατεύουν και πάλι εναντίον της Μεγάλης Πόλεως. Οι κάτοικοί της ζητούν τη βοήθεια των Αθηναίων, και ο ρήτορας

Δημοσθένης εκφωνεί στην Εκκλησία του Δήμου το λόγο του «Υπέρ Μεγαλοπολιτών».

Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., η Μεγάλη Πόλις συμμετέχει στη συμμαχία του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος ο Β΄ (πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου) επισκέφτηκε τη Μεγάλη Πόλη και οι Μεγαλοπολίτες έχτισαν προς τιμή του στην Αγορά τους τη «Φιλίππειο Στοά». Για τα φιλομακεδονικά τους αισθήματα, οι Μεγαλοπολίτες απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερη έχθρα με τη Σπάρτη, εχθρική πόλη προς τους Μακεδόνες. Όταν βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν ο Αλέξανδρος και έγινε αποστασία από πολλές πόλεις, η Μεγάλη Πόλις του έμεινε πιστή. Τότε ο Αλέξανδρος τιμώρησε τους αποστάτες και περνώντας από τη Μεγάλη Πόλη έμεινε σε μια οικία, απέναντι από το θέατρο της πόλης. Αναχωρώντας ο Αλέξανδρος πήρε και πολλούς Μεγαλοπολίτες για την εκστρατεία του στην Ασία. Τον 3ο π.Χ. αιώνα η Μεγάλη Πόλις απέκτησε τύραννο, πρώτα το «χρηστό» Αριστόδημο και αργότερα το Λυδιάδα. Ο πρώτος συνέτριψε το βασιλιά της Σπάρτης Ακρότατο στα προάστια της Μεγάλης Πόλεως, χτίζοντας από τα λάφυρα της μάχης τη «Μυρόπωλιν Στοά» στην Αγορά της. Ο δεύτερος άφησε οικειοθελώς την εξουσία και ενέταξε τη Μεγάλη Πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μεγαλώνοντας την έχθρα με τη Σπάρτη. Το 223 π.Χ. ο Κλεομένης ο Γ΄ πραγματοποιεί το όνειρο των Σπαρτιατών, καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας τη Μεγάλη Πόλη. Το 222π.Χ. όμως οι Σπαρτιάτες γνωρίζουν την ήττα στη μάχη της Σελλασίας, όπου αναδεικνύεται ο Φιλοποίμην.

ΦΙΛΟΠΟΙΜΗΝ

Ο Φιλοποίμην (253-183 π.Χ.) ήταν από τους σπουδαιότερους στρατηγούς της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη του Γ΄ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντινεία τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός το 206 και το 201 π.Χ. και κατά το δεύτερο

πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον των Μακεδόνων κράτησε μια ουδετερότητα μάλλον ευνοϊκή προς τη Μακεδονία, φοβούμενος την αύξηση της ρωμαϊκής δύναμης.

Αφού νίκησε και το νέο τύραννο της Σπάρτης Νάβιδα προσπάθησε να

προσαρτήσει τη Σπάρτη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι Σπαρτιάτες ζήτησαν τότε τη βοήθεια των Ρωμαίων κι αυτό έδωσε αφορμή στο Φιλοποίμενα να καταλάβει τη

Σπάρτη και να γκρεμίσει τα τείχη της. Όταν αποστάτησε η Μεσσήνη από τη Συμπολιτεία (184 π.Χ.) ο Φιλοποίμην, που είχε εκλεγεί για 8η φορά στρατηγός,

εισέβαλε με τo ιππικό του στη Μεσσηνία, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Μεσσηνίους οι οποίοι τον ανάγκασαν να πιει δηλητήριο και έτσι να πεθάνει.

Όταν η αγγελία του θανάτου του έφτασε στους Αχαιούς, όλες οι πόλεις τους πλημμύρισαν από πένθος. Οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν στη Μεγάλη Πόλη,εξέλεξαν νέο στρατηγό το Λυκόρτα και εισέβαλαν στη Μεσσηνία, τιμωρώντας τη δολοφονία του Φιλοποίμενα με φοβερές σφαγές και καταστροφές. Αφού πήραν τη σορό του, την έκαψαν και έβαλαν την τέφρα σε μια μαρμάρινη υδρία, που μετέφερε ο γιος του στρατηγού Λυκόρτα Πολύβιος, και ξεκίνησε μια μεγάλη πομπή από τη Μεσσήνη στη Μεγάλη Πόλη. Οι κάτοικοι των πόλεων απ’ όπου περνούσε η πομπή υποδέχονταν το νεκρό σαν να γύριζε νικητής από εκστρατεία κι ακολουθούσαν κι αυτοί την πομπή, ως τη Μεγάλη Πόλη. Εκεί, άρχισαν όλοι να θρηνούν, καταλαβαίνοντας πως ο χαμός του μεγάλου αυτού άνδρα θα σήμαινε και το δικό τους χαμό. Ο Φιλοποίμην, δίκαια, επονομάστηκε «ο έσχατος των Ελλήνων», με την έννοια του ότι υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας, μετά τον οποίο δεν αναδείχτηκε σπουδαιότερος στην αρχαία Ελλάδα.

ΠΟΛΥΒΙΟΣ

Ο ιστορικός Πολύβιος γεννήθηκε στη Μεγάλη Πόλη περίπου το 205 π.Χ. και ήταν γιος του στρατηγού Λυκόρτα. Από μικρό παιδί ο Πολύβιος θαύμαζε τις στρατηγικές ικανότητες και την ευφυΐα του Φιλοποίμενα. Αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική

ζωή της Αχαϊκής Συμπολιτείας και έγινε ίππαρχος.

Το 168 π.Χ., μετά την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, οι τελευταίοι αξίωσαν από τους Αχαιούς να στείλουν στη Ρώμη 1.000 ομήρους από τους πιο αξιόλογους νέους της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πολύβιος.

Επειδή είχε σπάνια μόρφωση και αγωγή, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος

του ανέθεσε την εκπαίδευση των παιδιών του. Έτσι ο Πολύβιος γνώρισε και συνδέθηκε με πολλούς επιφανείς Ρωμαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Τις

γνωριμίες του αυτές τις εκμεταλλεύτηκε και με πολλά τεχνάσματα και σχέδια επιδίωξε να κάνει τους Ρωμαίους να σέβονται την ελευθερία των λαών που είχαν

κατακτήσει.

Επειδή ήταν στενός φίλος του γιου του Αιμίλιου Παύλου, στρατηγού Σκιπίωνα, ο Πολύβιος τον ακολούθησε σε όλες τις πολεμικές του επιχειρήσεις, λαμβάνοντας

γνώση όλων των επισήμων εγγράφων, σχεδίων, ενεργειών κτλ. των Ρωμαίων. Αυτό του έδωσε απαραίτητα στοιχεία για το ιστορικό του έργο.

Το 151 π.Χ. ξαναγύρισε στη Μεγάλη Πόλη, καταφέρνοντας να ελευθερώσει και άλλους 300 ομήρους, που ζούσαν ακόμα. Στην πατρίδα του ο Πολύβιος προσπάθησε όσο μπορούσε να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, μεσολαβώντας στους Ρωμαίους για διάφορα ζητήματα. Πολλοί του καταλογίζουν ότι ήταν φίλος των Ρωμαίων, αλλά όταν το 146 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέκτησαν όλη την Ελλάδα, ο Πολύβιος προσπάθησε και κατόρθωσε η συμπεριφορά των κατακτητών προς τους Έλληνες να είναι πιο επιεικής. Από ευγνωμοσύνη οι Αχαιοί του έστησαν ανδριάντες και αναθηματικές στήλες σε πολλές πόλεις, και όχι μόνο στη Μεγάλη Πόλη. Το ιστορικό έργο του Πολυβίου είναι τεράστιας σημασίας. Αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία διασώθηκαν ολόκληρα μόνο 5, και αποσπάσματα από τα άλλα. Στα γραφόμενά του διακρίνουμε τη σοφή κρίση αλλά και την απόλυτη αντικειμενικότητά του. Είναι ο ιστορικός που έγραψε «καθολική» ιστορία της εποχής του, δηλαδή ιστορία που αναφέρεται σε όλους τους τότε λαούς, Έλληνες, Ρωμαίους, Φοίνικες, Αιγυπτίους, Πέρσες, Ισπανούς, Γαλάτες κτλ. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι ο Πολύβιος ήταν ο πρώτος ιστορικός που έγραψε «πραγματική ιστορία», δηλαδή ιστορία απόλυτα αντικειμενική και κυρίως απαλλαγμένη από μυθολογικά στοιχεία. Από το έργο του αντλούν οι μετέπειτα ιστορικοί τις απαραίτητες πληροφορίες για την εποχή εκείνη. Δίκαια λοιπόν θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές της αρχαίας Ελλάδας και ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς όλων των εποχών.

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ

Τη Μεγάλη Πόλη τη χώριζε ο ποταμός Ελισσώνας σε δυο τμήματα, βόρειο και νότιο.

Στο βόρειο τμήμα υπήρχε η Αγορά με το ναό του Λυκαίου Δία και το ναό της Ρέας, τη Στοά του Φιλίππου, τα Αρχεία, τη «Μυρόπωλιν Στοά», όπου πωλούνταν

μύρα και έλαια, το Βουλευτήριο, το Γυμνάσιο και πολλά άλλα δημόσια κτίρια. Πολλά απ’ αυτά τα μνημεία έρχονται στο φως με τις ανασκαφές που γίνονται τελευταία,

αμέσως μετά τη γέφυρα του Ελισσώνα, πηγαίνοντας προς Καρίταινα.

Στο νότιο τμήμα υπήρχαν τα σπουδαιότερα οικοδομήματα. Κυριαρχούσε το θέατρο, το «μέγιστον των εν Ελλάδι» (το μεγαλύτερο στην Ελλάδα), που κατά τους μελετητές χωρούσε 17.000-21.000 θεατές. Αρχιτέκτονας του έργου ήταν ο γλύπτης Πολύκλειτος ο Αργείος. Το θέατρο ήταν μοναδικό γιατί εκτός από το μέγεθος και τη θαυμάσια ακουστική του, οι θεατές απολάμβαναν απέναντί τους τη θέα λαμπρών οικοδομημάτων. Δυστυχώς, από το σπουδαίο αυτό μνημείο δε σώζονται σήμερα

παρά ελάχιστες κερκίδες.

Απέναντι από το θέατρο βρισκόταν το Θερσίλιο (Βουλευτήριο). Ήταν ένα οικοδόμημα με εξαιρετική τέχνη και ωραιότητα. Αποτελούνταν από μια μεγάλη

αίθουσα, που χρησίμευε για τις συνελεύσεις των Μυρίων (δέκα χιλιάδων) Αρκάδων.

Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο είναι μοναδικό για την αρχαία Ελλάδα. Kι απ’ αυτό το

λαμπρό οικοδόμημα όμως δε σώζονται παρά μόνο οι βάσεις του.

ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Η Αρχαία Μαντινεία είναι μια αρχαία πόλη της Αρκαδίας γνωστή από τον Όμηρο, ο

οποίος τη χαρακτηρίζει ερατεινή που σημαίνει ευτυχισμένη. Βρίσκεται Βόρεια της

Τρίπολης, Νότια του Ορχομενού και Βόρεια της Τεγέας. Καταλαμβάνει μια ευρύχωρη

πεδιάδα. Αρχικά πέντε κώμες διασκορπισμένες αποτελούσαν την Αρχαία Μαντίνεια, οι

οποίες αργότερα με προτροπή των Αργείων συνώκισαν και οχύρωσαν μια πόλη.

Γεωγραφική θέση και εικόνα της Μαντινείας

Η Μαντίνεια είναι κυρίως γνωστή για τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του οχυρωματικού

της περιβόλου καθώς και την αγορά της, με το θέατρο και τα επιβλητικά δημόσια

οικοδομήματα, που καταλάμβανε το κέντρο της αρχαίας πόλης, σε μικρή απόσταση

ανατολικά της σύγχρονης εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής.

Κατά την αρχαιότητα η Μαντίνεια καταλάμβανε μία εκτεταμένη πεδινή έκταση της

ανατολικής Αρκαδίας και περιβαλλόταν από βουνά και λόφους που αποτελούσαν τα

φυσικά όρια της επικράτειάς της από τον Ορχομενό προς βορρά και την Τεγέα προς

νότο.

Από το λόφο Γκορτσούλι, που βρίσκεται βόρεια της Μαντίνειας, μπορεί να ξεκινήσει

κάποιος την περιήγησή του στον αρχαιολογικό χώρο. Το Γκορτσούλι ταυτίζεται με την

προϊστορική ακρόπολη της αρχαίας Μαντίνειας, την αποκαλούμενη από τον Παυσανία

Πτόλι. Από την κορυφή του λόφου, μπορεί κανείς να θαυμάσει την πανοραμική θέα σε

όλο το μαντινικό κάμπο και να διακρίνει τον οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης

που στέκεται σα δακτυλίδι στη μέση του..

Παίρνοντας κάποιος το δρόμο της επιστροφής από το Γκορτσούλι προς τη Μαντίνεια,

αντικρύζει, εκατέρωθεν της επαρχιακής οδού, τμήματα από το ισχυρό οχυρωματικό

τείχος που περιέκλειε την αρχαία πόλη σε συνολική επιφάνεια. Συνεχίζοντας φτάνει

κανείς στον περιφραγμένο χώρο της αγοράς της Μαντίνειας, που είναι εύκολα

προσβάσιμος από την επαρχιακή οδό που οδηγεί στην Τρίπολη.

Αρχαίο Θέατρο Μαντινείας

Το θέατρο της Μαντινείας βρίσκεται στο χώρο της αγοράς, στην περιοχή, δηλαδή,

όπου συγκεντρώνονταν οι πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές

δραστηριότητες της αρχαίας πόλης. Πράγματι, το θέατρο ορίζει το δυτικό άκρο της

αγοράς, στη νοτιοδυτική γωνία του σώζονται τα ερείπια του ναού της Ήρας και

ακόμη νοτιότερα, ενός δεύτερου ναού, που ίσως ήταν του Δία Σωτήρα. H ανέγερση

της πρώτης οικοδομικής φάσης του πρέπει να συσχετισθεί με την επανίδρυση της

πόλης μετά το 370 π.Χ., ενώ την τελική μορφή του πήρε κατά την αυτοκρατορική

περίοδο. Πρόκειται για μικρό, σχετικά, θέατρο, του οποίου η χωρητικότητα

υπολογίζεται σε 6.200 θεατές. Το κοίλο με τις θέσεις των θεατών εδράζεται σε

τεχνητή επίχωση πάνω στο φυσικό επίπεδο έδαφος. Η εξωτερική παρειά του ισχυρού

αυτού αναλήμματος είναι κτισμένη από λιθοπλίνθους. Σήμερα σώζονται μόνο οι

κατώτερες σειρές, οι οποίες χωρίζονται, με οκτώ κλίμακες, σε οκτώ κερκίδες. Για την

κατασκευή των καθισμάτων των θεατών χρησιμοποιήθηκε ντόπιος ασβεστόλιθος

αλλά και λευκό μάρμαρο. Το θέατρο αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διενήργησε

στη Μαντινεία η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή τoυ 19ου αιωνα. Ναός της Ήρας Στο

χώρο της αγοράς της αρχαίας Μαντινείας, σε μικρή απόσταση ανατολικά της νότιας

παρόδου του θεάτρου, σώζονται τα θεμέλια αρχαίου ναού, που έχει ταυτισθεί με το

ναό της Ήρας. Το μνημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ιστορική εξέλιξη του

χώρου της αγοράς, αφού φαίνεται ότι, παρά τις νεότερες επεμβάσεις που έχει

ενδεχομένως δεχθεί, η πρώτη φάση οικοδόμησής του ανάγεται σε περίοδο

παλαιότερη της επανίδρυσης της πόλης κατά τον 4ο αι. π.X.

ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΘΕΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ

ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΗΡΑΣ

Στο χώρο της αγοράς της αρχαίας Μαντινείας, υπάρχει αρχαίος ναός, που έχει

ταυτισθεί με το ναό της Ήρας. Πρόκειται για ναό απλής αρχιτεκτονικής

μορφής.Ανήκει στον τύπο του δίστυλου πρόστυλου εν παραστάσι, με δύο δηλαδή

κίονες μεταξύ των παραστάδων της πρόσοψης, που βρισκόταν στην ανατολική στενή

πλευρά. To Ηραίοστην αγορά της Μαντινείας στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα της

θεάς, η οποία παριστανόταν καθιστή σε θρόνο και περιβαλλόταν από την κόρη της,

Ήβη, και την Αθηνά, δημιουργήματα του Πραξιτέλη.

ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΩΤΗΡΑ

Το ιερό του Δία, του λεγόμενου Επιδότου, που λέγεται έτσι γιατί δίνει αγαθά στους

ανθρώπους, έχει ταυτιστεί με τον μικρό ναό που έχειβρεθεί κοντά στο θέατρο της

πόλης. Οι Μαντινείς ήταν υποχρεωμένοι να στήσουν λίθινη στήλη με τη συνθήκη

τους προς τους Αργείους και τους Αθηναίους στο ιερό του Δία που βρισκόταν στην

αγορά της Μαντινείας.

ΙΕΡΟ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗΣ

Στο εσωτερικό του υπάρχει εστία, που οι Μαντινείς φρόντιζαν να μη σβήνει ποτέ.

Έχει βρεθεί και επιγραφή για αυτό το ιερό που το διαχωρίζει σε «μέγαρον»

(Δήμητρα) και «κοράγιον» (Κόρη). Σε άλλες δυο μακρές επιγραφές σώζονται

ψηφίσματα του ιερατείου της Δήμητρας και της Κόρης.

ΙΕΡΟ ΙΠΠΙΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ

Στα Νοτιοανατολικά της Μαντινείας υπάρχει ένας από τους σημαντικότερους ναούς

αφιερωμένος στον Μεγάλο Θεό. Το ιερό του βρίσκεται κοντά στην πηγή Άρνη, μέσα

στην οποία γεννήθηκε. Ο σπουδαίος αυτός ναός υπήρξε άβατος και μόνο μια φορά το

χρόνο τελούσε τα μυστήρια προς τιμή του Ποσειδώνα, μακριά από τα μάτια των

πιστών.

Υπήρχε επιπλέον ένας διπλός ναός που το ένα μέρος ήταν αφιερωμένο στον

Ασκληπιό και το άλλο στη Λητώ και τα παιδιά της, του Απόλλωνα και της Άρτεμης.

Αρχαία Γόρτυς

Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Γόρτυνας βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού

Λούσιου στην έξοδο του φαραγγιού του.

Η Αρχαία Γόρτυς υπήρξε μια σημαντική αρκαδική πόλη κατά την αρχαιότητα.

Σύμφωνα με τη μυθολογία την έκτισε ο Γόρτυς, γιος του Στυμφήλoυ και δισέγγονος

του βασιλιά Αρκάδα. Από τον ιδρυτή της πήραν το όνoμά τους η πόλη και o Λoύσιoς

ποταμός, ο οποίος από την αρχαία Γόρτυνα μέχρι τη συμβολή του στον Αλφειό

ονομάζεται Γoρτύνιoς ποταμός. Ο Λούσιος θεωρείται ο ποταμός στον οποίο οι νύμφες

έλουσαν τον νεογέννητο Δία και κατά τον Παυσανία φημίζεται για τα κρύα νερά του.

Η πόλη είχε ιερό του Ασκληπιείο, που άρχιζε να παρουσιάζει λατρευτική κίνηση από

τον 7ο αι. π.Χ. Είχε, επίσης, μεγάλα ιαματικά λουτρά - και τα δύο φημισμένα σε όλη

τη Πελοπόννησο - δύο ισχυρές οχυρωματικές περιβόλους (ακροπόλεις), άλλα ιερά και

δημόσια κτίρια. Το περίεργο είναι ότι μέσα στην ακρόπολη δεν υπάρχει ίχνος από

κατοικία ή δημόσιο κτίριο. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύεται ότι εκεί κατέφευγαν

στρατιωτικές μονάδες μόνο σε περίπτωση κινδύνου εχθρικής επίθεσης για να

προστατεύουν τον χώρο.

Σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία πόλη, αποτελεί η περιγραφή του

περιηγητή Παυσανία που την επισκέφτηκε περίπουτο 174 μ.Χ., την οποία και

κατέγραψε στα «Αρκαδικά». Ο Παυσανίας βρήκε τότε την πόλη ως κώμη. Από την

πόλη περνούσε ο αρχαίος δρόμος Ολυμπίας - Μεγαλοπόλεως - Μυκηνών - Ισθμού -

Αθηνών που οδηγούσε στην αρχαία Ολυμπία.

Η αρχαία Γόρτυς ανεσκάφη από τη Γαλλική ΑρχαιολογικήΣχολή τα έτη 1940-1943,

1947-1948, και 1951-1956. Οι ανασκαφές απεκάλυψαν δύο αμυντικές οχυρωματικές

περιβόλους,, δύο σημαντικά Ασκληπεία, δύοπερίπτερουςναούς, και εξελιγμένες για

την εποχή λουτρικές και ιαματικές εγκαταστάσεις του 4ου-3ου αι. π.Χ. Η αρχαία πόλη

ήταν χτισμένη ακριβώς δίπλα από το Λούσο και στο χώρο της περιελάμβανε το ναό

τουΑσκληπιού και τα ιαματικά λουτρά. Οι ακροπόλεις της είχαν μεγάλη και ισχυρή

περιτείχιση και βρισκόντουσαν η μια κοντά στην άλλη.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή χρονολογούνται από τα Γεωμετρικά

χρόνια μέχρι και τη Βυζαντινή περίοδο και καταδεικνύουν μια σημαντική πολιτιστική

δραστηριότητα σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, κύρια όμως στην Κλασική και στην

Ελληνιστική εποχή. Η σημαντικότερη περίοδος της ακμής της αρχαίας πόλης

εντοπίζεται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Επίσης οι ανασκαφές έδειξαν ότι η πόλη

καταστράφηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Μέχρι σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατό να προσδιοριστούν οι χρονολογίες ίδρυσης,

ακμής και παρακμής της Γόρτυνας. Αυτό οφείλεται αφ' ενός στις ελάχιστες γραπτές

μαρτυρίες και αναφορές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αλλά και στα

λιγοστάαρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών. Ως εκ τούτου οι απόψεις των

ερευνητών πάνω στο θέμα αυτό διίστανται. Πάντως τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν

ότι πρόκειται για αρχαιότατη πόλη με μακραίωνη και σημαντική πορεία στην

αρχαιότητα. Η ίδρυσή της θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα μεγάλοχρονικό φάσμα

εκτεινόμενο από την ΥστεροελλαδικήΕποχή οπότε ήκμασε o Μυκηναϊκός Πολιτισμός,

μέχρι και τους ΓεωμετρικούςΧρόνους. Η ακμή της, τοποθετείται στην Αρχαϊκή

Περίοδοστην Κλασική Εποχή, μέχρι και στην Ελληνιστική Εποχή.

Η ιστορική εξέλιξη της πόλης, είναι συνυφασμένη με την ιστορία της ευρύτερης

περιοχής της η οποία περιλαμβάνει κρίσιμες φάσεις και ανακατατάξεις όπως η

συμμετοχή των αρχαίων Αρκαδικών πόλεων της περιοχής της σημερινής

Γορτυνίαςστον Τρωικό πόλεμο, η εξάπλωση των Δωριαίων στην Πελοπόννησο, ο

πρώτος και δεύτερος αποικισμός, η ίδρυση της Μεγαλόπολης, η Ρωμαϊκή κατάκτηση,

και τέλος τα γεγονότα της βυζαντινής περιόδου.

Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές πάντως, η Γόρτυς ιδρύθηκε στοδεύτερο ήμισυ της

δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Αυτό μάλιστα προκύπτει από το συσχετισμό της με την

αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης.

Μεγάλη ακμή θα πρέπει να γνώρισε η πόλη στην Κλασική και στην Ελληνιστική

περίοδο. Ο ναός τουΑσκληπιού ήταν περίλαμπρος και φημισμένος, όπως και τα

ιαματικά λουτρά. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχε ναός τουΑσκληπιού

που τον στόλιζαν λατρευτικά αγάλματα τουΑσκληπιού και της Υγείας,

κατασκευασμένα από πεντελικό μάρμαρο, έργα τουΠαριανού γλύπτη Σκόπα.

Αναφέρει επίσης ότι όταν κατέβηκε ο Μ. Αλέξανδρος στην Πελοπόννησο, πέρασε από

την Γόρτυνα για να προσκυνήσει, αφιερώνοντας την πανοπλία και το δόρυ του στο

ναό. Μάλιστα επί των ημερών του, σωζόταν o θώρακας και η αιχμή τουδόρατος.

Γενικά, οι μαρτυρίες και η αρχαιολογική έρευνα συναινούν ότι στα χρόνια της ακμής

της, η αρχαία Γόρτυς θα πρέπει να ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική και ζωντανή πόλη,

με έντονη συμμετοχή στα αρκαδικά πράγματα.

Το 368 π.Χ., έτος ίδρυσης της Μεγάλης Πόλεως, αποτέλεσε κρίσιμη καμπή για την

ιστορική πορεία της Γόρτυνας, αφού όπως και οι γειτονικές πόλεις, αναγκάστηκε και

αυτή να συνοικιστεί μαζί της, χάνοντας την αυτοτέλειά της και ένα σημαντικό

μέροςτου πληθυσμού της. Έτσι, όταν την επισκέφθηκε o Παυσανίας, ήταν πλέον

παρηκμασμένη κώμη και ανήκε στη Μεγαλόπολη. Πάντως έστω και σε παρακμή, η

πόλη εξακολουθούσε να ζει όλο αυτό το διάστημα, δηλαδή επί 540 έτη. Στηριζόμενοι

στη διαπίστωση αυτή, πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι η πόλη θα πρέπει τελικά να

εγκαταλείφθηκε και να ερήμωσε μέσα στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, αφού κρίνεται

απίθανο να εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τον Παυσανία.

Λαμβάνοντας κατά νου όλα τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, καταλήγουμε στο

ότι η Αρχαία Γόρτυνα αποτέλεσε μία πολύ σημαντική πόλη στην εποχή της, με

έντονο πολιτισμικό χαρακτήρα.

Οι Έλληνες που ζούσαν τότε στην Αρχαία Γόρτυνα εκμεταλλεύτηκαν την θέση της

και με το παραπάνω. Γνωρίζοντας ότι για να πάει κάποιος στην Αρχαία Ολυμπία

έπρεπε να περάσει από την περιοχή, έκτισαν μεγάλα δημόσια κτίρια.Με άλλα

λόγια,εκμεταλλεύτηκαν τον τουρισμό της. Φρόντισαν να ενισχύσουν την περιοχή με

τις απαραίτητες ανέσεις της εποχής, όπως το ιερό ασκληπιείο, τα ιαματικά λουτρά, τις

λουτροθεραπείες, κτλ. Έτσι, όποιος ήθελε να επισκεφτεί την Ολυμπία και περνούσε

από την Αρχαία Γόρτυνα, μαγευόταν τόσο από τις φυσικές της ομορφιές όσο και από

τη δημιουργικότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί. Αφού, τα μέρη της Αρκαδίας

αποτελούσαν και αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα ιστορικά μέρη της Ελλάδας, λόγω

του πλούσιου μυθολογικού υποβάθρου και των αρχαιολογικών στοιχείων που είναι

γνωστά.

Καταλαβαίνουμε πως ήταν ένα μικρό κέντρο πολιτισμού και αυτό μας το

επιβεβαιώνουν διάφορες μαρτυρίες ιστορικών, που φανερώνουν τη μεγάλη διάρκεια

ακμής της.

Το γεγονός και μόνο ότι την επισκέφτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης Μέγας Αλέξανδρος

αφήνοντας ως ένδειξη θαυμασμού στο ιερό, την πανοπλία του και το δόρυ του, είναι

αρκετό για να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα της Αρχαίας Γόρτυνας στην εποχή

της.

Αξιοσημείωτο είναι και η συμμετοχή των κατοίκων της σε διάφορα πολεμικά δρώμενα

της τότε Ελλάδας, όπως ο Τρωικός πόλεμος. Γενικά, οι κάτοικοι της Αρκαδίας ήταν

γνωστοί ως «σκληροτράχηλοι πολεμιστές» γιατί ήταν υπερήφανοι για την καταγωγή

τους και τις ιδιαιτερότητές τους. Παρ` ότι ορεσίβιοι επιδίδονταν με επιτυχία και στη

ναυτική δραστηριότητα. Αλλά στην ιστορία, η Αρχαία Γόρτυνα δεν έμεινε γνωστή

τόσο για την πολεμική όσο για την πολιτιστική της ιστορία.

Η παρακμή που έζησε η Αρχαία Γόρτυνα δεν ήταν συνέπεια των πράξεών της, αλλά

της γέννησης, της ανάπτυξης και της εξέλιξης μιας άλλης πόλης που ιδρύθηκε κοντά

της και που την κατάπιε σιγά σιγά στην αγκαλιά της αφαιρώντας της τα πρωτεία.

Αυτή η πόλη ήταν η Μεγαλόπολη.

Η Αρχαία Γόρτυνα ακόμα και σήμερα συνεχίζει να μαγεύει τους επισκέπτες της τόσο

με τη φυσική ομορφιά της όσο και με τα ευρήματα των ανασκαφών που υπάρχουν

και που μας δείχνουν το μεγαλείο μιας αρχαίας πόλης με έντονο πολιτισμικό

χαρακτήρα και κουλτούρα!

Ο ΠΑΝΑΣ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Ο Πάνας (αρχ. Παν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.

Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», πλέον ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή του σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.

Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ήταν γιος:

(Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.

(Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.

Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή Του Ουρανού και της Γης, ή Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος Του Απόλλωνα και της Οινόης.

Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι,

φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω. Ο Μαξ Μύλλερ δίνει

ερμηνεία εκ του σανσκριτικού «Παβάνα» (= άνεμος) για αυτό ο Πάνας φέρεται να

συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες.

Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται ν΄ ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντελήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου

που πλησίαζε το χώρο του δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του. Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης)

Χαρακτηριστικός επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν.... με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, καταλήφθηκαν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) όπου και υποχώρησαν.

Όπως είναι φυσικό στην αρχή ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία στο όρος που γεννήθηκε ως ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξ ού και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων. Σταδιακά ο Παν λατρευόμενος και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Παν ο Ακτιος" ή "Πάν Άκτιος", δημιουργήθηκαν παράλια ιερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της αρχαιότητας. Όταν επίσης οι Αθηναίοι τον θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Πάνας απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι στην Αττική πολλά σπήλαια (άντρα) και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών είναι το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, ένα τρίτο στο Μαραθώνα και ένα τέταρτο στη Βάρη το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου". Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα ένα εκ των οποίων είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου, (της εικόνας). Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Πάνας λατρευόταν στην Αίγινα, στο Άργος, στη Ψυττάλεια, στη Σικυώνα, στη Τροιζήνα, στον Ωρωπό, στη Μεγαλόπολη, στο Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, πως στο τελευταίο αναφερόμενο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι, ή όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα "κατσικόδρομο" μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς (η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στο βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας (κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως-δεξιά). Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από την βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν το χειμώνα.

Η λατρεία όμως του Πάνα υπήρξε και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την "Πανόπολη" των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη δε Ρώμη συνδυάστηκε με τον Λούπερκο προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι με την έλευση του Χριστιανισμού η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.

Ο θεός Πάν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στη τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σάτυρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων ο Παν κατέχει ιδιαίτερη θέση. Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα (1η εικόνα) που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.

Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο, Ρούμπενς, Πουσέν και ακόμη ο Πικάσο

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας είναι ένας από τους

σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους

Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο

ναός υψώνεται επιβλητικά στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω

στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της

Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων. Ο ναός ανεγέρθηκε το

δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον

αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία και

συνάμα ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το πρώτο

στην Ελλάδα που περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκοτο

1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο

Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.

Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε

ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα

Βάσσες (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του

Απόλλωνος Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν τον

θεό με την προσωνυμία Επικούριος δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή

στην αρρώστια. Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600

και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη. Η

μετάβαση στον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό,

μέσω Νέας Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος

είναι μεν ασφαλτοστρωμένος αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών.

Τονίζεται ότι πρόκειται για κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή. Η πρόσβαση αυτή

είναι δυτική. Από Ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης και Μεγαλόπολης. Η

οδική σήμανση είναι άριστη.

Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε, θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον κατέταξε δεύτερο μετά της Τεγέας σε κάλλος και αρμονία. Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν εμφανίζει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου ή για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό [1].

Θραύσμα μετόπης με απεικόνιση Αμαζόνας. Εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο ραύσμα ποδιού από κολοσσιαίο άγαλμα που βρέθηκε στις Βάσσες. Εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο

Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87x16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης. Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το εμπρόσθιο τμήμα του πρόναου και του οπισθόδομου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν το δωρικό ρυθμό. Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, δίστυλος εν παραστάσει περίπτερος. Αντιθέτως στον σηκό μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίονας, μόνος στο κέντρο του ναού. Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα "Κορινθιακά" μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών» [2]. Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής[2].

Στις αρχές του 19ου αιώνα η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από την βρετανική κυβέρνηση[3]. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού αλλά στις Βάσσες η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού. Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες και τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους.

Αν και η απόδοση αυτής της ζωφόρου είναι ανομοιογενής στην ποιότητα, δραματική ζωηρότητα και βίαιη κίνηση διέπουν το όλο σχέδιο. Τα υπερβολικά στροβιλιζόμενα ενδύματα των Λαπιθών γυναικών και των Αμαζόνων απηχούν και ενισχύουν την αίσθηση της κίνησης που χαρακτηρίζει τις ίδιες τις μορφές. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ορισμένοι μελετητές παραλλήλισαν τη σύνθεση με στοιχεία του μπαρόκ[3]. Τη ζωφόρο ίσως φιλοτέχνησε ο γλύπτηςΠαιώνιος, δημιουργός της περιφημης Νίκης που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας[1].

Ο ναός παρέμεινε σε χρήση κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Με την κατάρρευση της στέγης λόγω της φθοράς των ξύλινων δοκαριών της επήλθε η πρώτη σημαντική καταστροφή. Η ανθρώπινη επέμβαση ήταν ένας άλλος φθοροποιός παράγοντας. Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους: J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted και έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο[1].

Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Αγγλου αντιβασιλιά πρίγκηπα Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν [4].

Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την πρώτη Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών υπό τους αρχαιολόγους Κ. Κουρουνιώτη Κ. Ρωμαίο και Π. Καββαδία. Περαιτέρω ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1959, 1970 και 1975-80 υπό την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη. Το 1975 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος με καθήκοντα τον προγραμματισμό και τη σύνταξη μελετών συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 η Επιτροπή ανασυστάθηκε και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε την αποκατάσταση του μνημείου. Το σαθρό έδαφος στο οποίο είναι χτισμένος, οι ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και το ασβεστολιθικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος, επέβαλαν τη μόνιμη κάλυψη του με στέγαστρο από το 1987. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου το στέγαστρο, το αντισεισμικό ικρίωμα και οι άλλες εγκαταστάσεις θα απομακρυνθούν μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων επεμβάσεων[1]

ΟΙ ΑΡΚΑΔΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ :

Ποιητές σαν το Βιργίλιο και τον Γκαίτε και ζωγράφοι σαν τον Πουσέν και τους

Προραφαηλίτες, έχουν καταπιαστεί με την Αρκαδία. Κάθε μουσουργός που σέβεται

τον εαυτό του έχει γράψει ένα έργο εμπνευσμένο από την Αρκαδία. Οι περιηγητές

δεν μπορούσαν να λάβουν αυτόν τον τίτλο, αυτήν την ιδιότητα, αν δεν

εξερευνούσαν την Αρκαδία. Βασιλείς όπως οι Καρλομάγνοι και πάπες και πριγκίπισσες

θέλησαν να γενεαλογηθούν Αρκάδες. Άνθρωποι όπως ο Μπάυρον και ο Θερβάντες

θυσίασαν τη ζωή τους ή την υγεία τους στην επανάσταση, φλογωμένοι από ένα και

μόνο πάθος: το αρκαδικό ιδεώδες.Στο Παρίσι και στην Ανζέρ, στη Βενετία και τη

Λισσαβόνα και στην Ισπανική Καρθαγένη υπάρχουν κάτι παμπάλαια καπηλειά.

Βρίσκονται σε δρόμους στενούς, καμιά φορά σε αδιέξοδα, αθέατα από τους πολλούς.

Με όμορφη ατμόσφαιρα, με μια γοητεία στον αέρα. Συνήθως έχουν να καυχώνται οι

ιδιοκτήτες τους πως ήταν μέρη συνάντησης ποιητών και ζωγράφων και ίσως ακόμα

και αλχημιστών. Και λένε αλήθεια. Σε αυτές τις μυστικές σάλες μαζεύονταν άλλοτε –

και τώρα όμως, και τώρα- οι αναζητητές του πνεύματος. Τι κοινό έχουν όλα αυτά τα

μυσταγωγικά εντευκτήρια, που μπορεί να τα βρει κανείς σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη; Η

επιγραφή στην είσοδο. Γράφει πάντα ARCADIA. Πολλές πόλεις και επαρχίες ανά τον

κόσμο έχουν πάρει την ονομασία Arcadia . Συγκεκριμένα :

~Γαλλική Αρκαδία~

Βρίσκεται στο Φορέ, δυτικά της Λυών, και είναι μια πανέμορφη πεδιάδα με δάση και

λοφίσκους που μοιάζει πολύ με τη δική μας Αρκαδία. Δεν είναι όμως μόνο το

βουκολικό στοιχείο που κάνει τη «γαλλική Αρκαδία» να αποτολμά τη σύγκριση με ένα

τοπίο που εξιδανίκευσε ο Πουσέν στον πίνακα «Οι Βοσκοί της Αρκαδίας». Στη

μαγευτική περιοχή του Φορέ και γύρω από το αναγεννησιακό Σατό ντε Γκουτελά

(Chateau de Goutelas) εκτυλίσσεται το σκηνικό του σπουδαίου μυθιστορήματος του

Honore d' Urfe «Αστραία», ένα λογοτεχνικό αριστούργημα του 17ου αιώνα που

ουσιαστικά μύησε τη Γαλλία στο καθαρά μυθιστορηματικό είδος και την ενέταξε στην

αρκαδική παράδοση.

ET IN ARCADIA EGO-ΑΡΚΑΔΙΚΟ

ΙΔΕΩΔΕΣ

ΑΡΚΑΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ :

Με την έναρξη της ελληνιστικής περιόδου όλες οι πόλεις-κράτη της Αρκαδίας και γενικότερα της Ελλάδας αρχίζουν να παρακμάζουν .Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση δύο μορφών πολιτικής διοίκησης : των ελληνιστικών βασιλείων(κυρίως της Μακεδονίας) και των συμπολιτειών .Το τελευταίο πολιτειακό σχήμα που ήταν καινοτόμο για την εποχή αυτή , χρησιμοποίησαν κυρίως οι Αιτωλοί και οι Αχαϊκές πόλεις της Πελοποννήσου .Η Αχαϊκή Συμπολιτεία σχηματίστηκε γύρω στο 280 π.Χ. από τέσσερις πόλεις-κράτη που βρίσκονταν στην περιοχή της Αχαΐας. Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. συμμετείχε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία ολόκληρη σχεδόν η Πελοπόννησος, εκτός από τη Σπάρτη και περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις βόρειες πολιτείες τηςΠελοποννήσου. Αρχικά το 243 π.Χ. κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ στην συνέχεια προστέθηκαν τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, ηΕπίδαυρος, οι Κλεωνές και η αρκαδική Μεγαλόπολη (235 π.Χ.) . Διαλύθηκε το 146 π.Χ., όταν η Πελοπόννησος υποτάχθηκε στους Ρωμαίους . Είναι σέ όλους γνωστό πώς ή συντριβή τής 'Αχαϊκής Συμπολιτείας στην άνιση στρατιωτική της αναμέτρηση μέ τή Ρώμη και ή καταστροφή τής Κορίνθου πού ακολούθησε (146 π.Χ.)1 συνοδεύτηκαν από ανακατατάξεις στον πολιτικό, κοινωνικό και οίκονομικο χώρο των πόλεων πού έλαβαν μέρος στή μοιραία σύγκρουση . Ή 'Αχαϊκή συμπολιτεία, πού ακολούθησε στα τελευταία χρόνια τής ανεξαρτησίας μία ριζοσπαστική εσωτερική καί εξωτερική πολιτική στηρι- γμένη ώς έπί το πλείστον στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα,αναδιοργανώθηκε άπό τήν επιτροπή των δέκα πρέσβεων πού έστειλε ή σύγκλητος μετά το 145 π.Χ. σέ νέες βάσεις, έτσι ώστε να αποφευχθούν στό μέλλον επικίνδυνες υποτροπές δπως εκείνη τής εξεγέρσεως τοΰ Άνδρίσκου στή Μακεδονία. Το νέο κοινό δέν έχει οοτε τήν έκταση οϋτε την πολιτικοστρα-τιωτική δύναμη τών χρόνων τής ακμής' γιατί είναι βέβαιο δτι περιλαμβάνει τώρα μόνο τις πόλεις τής παλιάς ' ΑχαΓας καί ϊσως έξι μικρές αρκαδικές4 και φυσικά δέν είναι σέ θέση να έπιβάλη μια πολιτική αντίθετη προς τή ρωμαϊκή τάξη πραγμάτων πού επιβλήθηκε στην περιοχή μετά τό 146 π.Χ.5 Στο εσωτερικό των πόλεων οί Ρωμαίοι επέβαλαν μιά νέα μορφή πολιτείας, πού επιδοκιμάζει καί επαινεί ό Πολύβιος, ένώ, διακόσια χρόνια αργότερα, δ Παυσανίας άπλα αναφέρει πώς ήταν τιμοκρατική, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζη καί το δψος του τιμήματος* ' ή πληροφορία αύτη δέν επιβεβαιώνεται άμεσα άπό καμιά σύγχρονη ή μεταγενέστερη πηγή καί δικαιολογημένα αμφισβητήθηκε άπό τους σύγχρονους

ίστορικούς7. Το γεγονός αυτό δέν αναιρεί φυσικά τή συμπάθεια τής Ρώμης προς τις πλούσιες οίκονομικά καί κοινωνικά τάξεις των ελληνικών πόλεων , όχι μόνο στην αρκαδία αλλά και στην υπόλοιπη ελλάδα ."Η σκιώδης αυτή ελευθερία" και οί κακές οικονομικές συνθήκες πού οφείλονταν στίς καταστροφές τοϋ πολέμου άλλα και στή γενικότερη οίκονομική κρίση τής περιόδου, δέν εύνοοδσαν τήν οίκονομική ανασυγκρότηση τών αχαϊκών πόλεων12. "Η ένδεια πού παρατηρείται είναι γενική και χαρακτηρίζεται από τήν απουσία σχεδόν αρχαιολογικών μνημείων, τή διακοπή τής νομισματοκοπίας και τών εμπορικών σχέσεων καί τήν επιστροφή σέ μια μορφή αρχαϊκής αυτάρκειας.Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι σε αρκετές πόλεις τηςΠελοποννήσου , μεταξύ των οποίων και μερικέςαρκαδικές υπήρχε έντονη οικονομική παρακμή και δημογραφική αιμορραγία .

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΚΑΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ :

Η Αρκαδία είναι ένα πραγματικό φαινόμενο. Καμία άλλη γη δεν έχει αφήσει το

εκτύπωμά της τόσο βαθιά στην ιστορία όσο η Αρκαδία. Το γιατί είναι δύσκολο να

απαντηθεί ολότελα. Συνήθως χωρίς καμιά δυσκολία το απαντάει αυτός που φτάνει

στην Αρκαδία, και πια δεν χρειάζεται πολλά λόγια, ίσως δεν χρειάζεται καθόλου λόγια

τελικά. Τι είναι αρκαδικό ιδεώδες; Στην πιο πάνδημη μορφή του είναι μια αναπόληση

της αθώας ζωής, του ποιμενικού παραδείσου. Είναι μια νοσταλγία για τις αγνές αξίες

της φυσικής ζωής, για την παράδοση άνευ όρων στον κύκλιο χορό του χρόνου. Είναι

ένας φόρος τιμής στο αρκαδικό μέτρο που δεν επιτρέπει στα ανθρώπινα να

επιβληθούν στη φύση. Για τους αναζητητές που έχουν κάποια κλειδιά, το αρκαδικό

ιδεώδες είναι ένας κόσμος Δύναμης και Γνώσης. Στην Αρκαδία η ζωή είναι μια πολύ

παλιά ιστορία. Οι μύθοι επιμένουν πως εδώ γεννήθηκε η ζωή. Οι Ρωμαίοι για να

εκφράσουν τον θαυμασμό τους την είπαν Arca Deorum, Κιβωτό του Θεού. Η

αναγέννηση κωδικοποίησε το αρκαδικό μυστικό στην αινιγματική φράση ET IN

ARCADIA EGO – Ήμουν Κι Εγώ Στην Αρκαδία. Η μυστική παράδοση πήρε αυτήν τη

φράση, την αναγραμμάτισε και την έκανε ακόμα πιο αινιγματική: I TENGO ARCANA

DEI. Πράγματι, είναι απόλυτος αναγραμματισμός. Και σημαίνει, αν είναι δυνατόν:

Κρατώ Τα Μυστικά Του Θεού.

Σε όλους τους αιώνες έφτασαν εδώ από πολύ, πολύ μακριά, φωτισμένοι άνθρωποι

για να κατανοήσουν αυτά τα μυστικά του Θεού. Για να βαπτιστούν μέσα στο

αρκαδικό ιδεώδες. Θέλησαν να βρεθούν εδώ για να καταλάβουν το νόημα της ζωής

έτσι όπως το ερμηνεύει η Αρκαδία. Ήρθαν να μπουν μέσα σε αυτό το ρεύμα της

δύναμης που κάνει την Αρκαδία έναν τόπο πέρα από τους τόπος, μια γη πέρα από τη

γη. Η Αρκαδία, όπως όλα τα θαύματα, δεν εξηγείται. Βιώνεται.

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΥΝΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ :

Η Αρκαδία δεν είναι απλά ένας τόπος. Έχει μια ιδιότυπη επίδραση στην ανθρώπινη

ψυχή. Λειτουργεί σαν μια “terraincognita”, μια μυστική εσωτερική γη των θαυμάτων.

Όλα τα ελληνικά φύλα αναγνώριζαν την Αρκαδία ως κοιτίδα του ανθρώπου. Την

αρχαία παράδοση τη διατρέχει η εμμονή ενός κατακλυσμού από τον οποίο μόνο στην

Αρκαδία μπόρεσε να διασωθεί ο άνθρωπος. Αρκαδικοί μύθοι καθαρά κοσμολογικοί,

που δηλώνουν αστρονομική και φυσιοκρατική γνώση, έχουν μπει κάτω από την

παρατήρηση όχι μόνο των εθνολόγων, αλλά και των θεωρητικών φυσικών. Ποιητές

όπως ο Θεόκριτος και ο Βιργίλιος έπλασαν ουσιαστικά μια φανταστική χώρα, όπου οι

βοσκοί διατηρούσαν τα αγνά ήθη τους και επικρατούσε η ευτυχία της ήρεμης ζωής.

Αργότερα, η περιγραφή της Αρκαδίας από τον Δάντη (θεία κωμωδία) έδωσε νέα

ώθηση σε μια κίνηση που αποτέλεσε τον Αρκαδισμό .Ο Αρκαδισμόςείναι φιλολογικός

όρος που συναντάται συχνά στην ξένη λογοτεχνία και που αναφέρεται στην

ειδυλλιακή ζωή των ποιμένων της Αρκαδίας κατά την αρχαιότητα , προβάλλοντας τη

χώρα της Αρκαδίας ως μία ουτοπία και ως το όραμα ενός φανταστικού χαμένου

τόπου όπου οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι και ελεύθεροι στην φύση . Το όραμα

όμως αυτό διατηρείται ζωντανό στην σκέψη και την μνήμη των ανθρώπων που

αναπολούν και νοσταλγούν την χαμένη ευτυχία της φυσικής τους ζωής .Ο

Αρκαδισμός πήρε την ονομασία του από την αρχαία Αρκαδία περιοχή της

Πελοποννήσου .Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην διαμόρφωση του αρκαδικού

ιδεωδώς ήταν το γεγονός ότι από την αρχαιότητα η Αρκαδία ήταν γνωστή ως μία

ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα , με κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται

από ψηλά βουνά .Οι κάτοικοι της ήταν κυρίως βοσκοί προβάτων και αγνών , ένας

λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε απλά και ξέγνοιαστα μέσα στο φυσικό

περιβάλλον των κοιλάδων και των βουνών .Οι Αρκάδες ποιμένες είχαν την συνήθεια

να παίζουν το μουσικό όργανο αυλό(είδος φλογέρας) κατά την διάρκεια της βοσκής

και να συνθέτουν τραγούδια που μιλούσαν για τους έρωτες των βοσκών στη φύση

.Έτσι , στην περιοχή δημιουργήθηκε μία παράδοση δημοτικής ποιμενικής-βουκολικής

ποίησης .Την παράδοση αυτή εξέφραζε και ο ντόπιος θεός Πάνας , ο οποίος σύμφωνα

με την μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό .

ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΣΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ :

ΠΟΙΗΣΗ :

Με αναφορά τους κλασσικούς χρόνους η Αρκαδία είναι συνυφασμένη με την είδυλλιακή φύση, αλλά συγχρόνως και με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων - και ειδικότερα κατά τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση - ο Αρκαδικός Μύθος έμελε να επηρεάσει βαθιά την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.

Από την αρχαιότητα η Αρκαδία ήταν γνωστή σαν μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα, γεμάτη κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως βοσκοί προβάτων και αιγών, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε απλοϊκά και ξέγνοιαστα μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των βουνών. Σύντομα όμως ο τοπικός πολιτισμός ήλθε να συνδεθεί με τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως και με το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι Αρκάδες απέκτησαν κατά τη διάρκεια της βοσκής. Την τάση αυτή ενσάρκωνε εξ' άλλου ο ντόπιος

θεός Πάνας. Ήταν αυτός που σύμφωνα με τη μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό, που τον αποτελούσαν επτά μη ισομήκη καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο.

Η απλή, συγκοινησιακή και προσιτή μουσική που επινόησαν ο Πάνας και οι Αρκάδες ποιμένες, κέρδισε γρήγορα πλατιά απήχηση σε όλον τον Ελληνικό κόσμο. Έτσι η βουκολική (ποιμενική) αυτή ποίηση και μουσική άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της εποχής, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν και αντάλασσαν τραγούδια μέσα σε ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό παρέπεμπε σε μια επίγεια "Αρκαδία" συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσου όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει γαλήνη, απλότητα, ευδαιμονία και ευτυχία. Έτσι, και με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης (bucolicpoetry - pastoral) που μιμείται την αγροτική ζωή και συχνά τη ζωή μιας φανταστικής εποχής, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι έρωτες μεταξύ ποιμένων. Η μεγάλη δημοτικότητα και διάρκεια που γνώρισε το είδος αυτό - διήρκεσε περίπου 2.000 χρόνια - εξηγείται από το αυτονόητο γεγονός ότι οι βοσκοί, απλοί άνθρωποι με τους οποίους ο καθένας μας μπορεί να ταυτισθεί - ασχολούνται με ένα καθολικό αντικείμενο. Έτσι το πολύπλοκο ανάγεται στο απλό, ενώ το οικουμενικό εκφράζεται στο συγκεκριμένο.

Πατέρας της βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250 π.Χ.) από τις Συρακούσες. Ο Θεόκριτος είχε καταγωγή από τη νήσο Κω και έζησε στην Αίγυπτο στην εποχή του Πτολεμαίου ΙΙ. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος ποιητής που έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Στα ποιήματά του με τίτλο "Ειδύλλια" (Idylls), που έγραψε ενώ ήταν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, χρησιμοποίησε ανταλλαγή στίχων μεταξύ μυθιστορηματικών ποιμένων. Αν και άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, στο έργο του αναπολεί τη φύση και αναφέρεται με νοσταλγία στους βοσκούς της παιδικής του ηλικίας και στην όμορφη εξοχή της πατρίδας του. Τρεις αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Eclogues" ή "Βουκολικά" ("Bucolics"). Αντίθετα από τον Θεόκριτο, ο οποίος είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην Αρκαδία, μια Αρκαδία όμως που έμοιαζε εντυπωσιακά με την Βόρεια Ιταλία, όπου ο ίδιος γεννήθηκε. Kατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, καθ' όλη την πορεία ανάπτυξης του κινήματος του ευρωπαϊκού ουμανισμού η (ιδεατή) Αρκαδία έμελε να εξυμνηθεί σε μια πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά ειδύλλια (pastoralromance), ορισμένα από τα οποία έφεραν ομώνυμο τίτλο. Ταποιμενικά ειδύλλια συνήθως έχουν μορφή ενός μακρού πεζού αφηγηματικού λόγου, με σύνθετη πλοκή, διανθισμένου με εμβόλιμους στίχους τραγουδιών (lyrics) και χαρακτήρες που φέρουν ποιμενικά ονόματα. Για ευνοήτους λόγους επικράτησε το ρεύμα αυτό να ονομασθεί "αρκαδισμός" (arcadianism).

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ :

Παράλληλα με την λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο με φόντο δάση και λόφους. Ειδικότερα μάλιστα, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νικόλας Πουσέν (NicolasPoussin, 1594-1665) στηριζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε ένα από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" η "ET IN ARCADIA EGO" (1647), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Ο πίνακας αυτός αναπαριστά με χαρακτηριστική στοχαστική και μελαγχολική διάθεση τρεις Αρκάδες ποιμένες, ντυμένους με αρχαιοπρέπεια, που στέκονται συμμετρικά γύρω από ένα τάφο με φόντο ένα όμορφο τοπίο. Ένας από αυτούς είναι γονατισμένος στο έδαφος και διαβάζει την λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο : "Et in ArcadiaEgo", που κατά λέξη μεταφράζεται σαν "και εγώ στην Αρκαδία" και προσιδιάζει την κεντρική αλληγορία του έργου. Ο δεύτερος βοσκός φαίνεται να συζητά για την επιγραφή με μια πανέμορφη νέα που στέκεται κοντά του. Ο τρίτος στέκεται δίπλα σκεπτικός. Ο καλλιτέχνης είχε ήδη φιλοτεχνήσει πιο πριν (1629-1630) και έναν άλλον, λιγότερο γνωστό, πίνακα με το ίδιο θέμα. Υπάρχουν δύο κύριες και διαφορετικές ερμηνείες της επιγραφής αυτής. Είτε "Ακόμα και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος, υπάρχω" ή "και εγώ (ο άνθρωπος στον τάφο) στην Αρκαδία έζησα". Με βάση αυτήν την παραπάνω ερμηνευτική αντίθεση ο πίνακας του Πουσσέν αντανακλά μια μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η επίγεια ευτυχία είναι πολύ πρόσκαιρη και μεταβατική. Ακόμα και όταν αισθανθούμε ότι ανακαλύψαμε ένα μέρος όπου βασιλεύει η ειρήνη και η ευδαιμονία, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι κάποτε αυτό θα έχει ένα τέλος και ότι όλα τότε θα χαθούν. Η ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των πρόσκαιρων απολαύσεων και αγαθών φαίνεται έτσι να απηχεί το κεντρικό μήνυμα και νόημα της ρήσης-επιγραφής αυτής όπως και του πίνακα. Σύμφωνα μάλιστα με την ερμηνεία του πρώτου βιογράφου του PoussinGiovannisPietroBellori: "O τάφος μπορεί να βρεθεί ακόμα και στην Αρκαδία και αυτός ο θάνατος συμβαίνει μέσα στην ανθρώπινη απόλαυση". Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αλληγορική αυτή φράση ήταν γνωστή στην τέχνη από πιο πριν. Συγκεκριμένα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα πίνακα του GiovanniFrancescoGuercino (Guerchain), που έγινε μεταξύ του 1621 και 1623. Και ο πίνακας αυτός, που παρουσιάζει δύο ανθρώπους να ενατενίζουν με εκστασιασμό ένα ανθρώπινο κρανίο στο δάσος, χαρακτηρίζεται από ανάλογη διάθεση και αλληγορία.

Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες έμελαν αργότερα να απεικονίσουν το Αρκαδικό ιδεώδες, όπως και θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον Αρκαδικό Μύθο: πίνακες και γκραβούρες που απεικονίζουν ειδυλλιακά βουκολικά τοπία με σκηνές που απηχούν τις ιδέες και τη διάθεση που που χαρακτηρίζει το "αρκαδικό ειδύλλιο", όπως σκηνές όπου πρωταγωνιστούν θεοί και νύμφες - ο Πάνας εδώ έχει ξεχωριστή θέση. Οι σημαντικότεροι δημιουργοί είναι οι Laurent de laHyre (1606-1656), PeterScheemakers (1691-1781), FrancescoZuccarelli (1702-1788), RichardWilson (1714-1782),

SirJoshuaReynolds (1723-1792), HonoreFragonard (1732-1806) LeonVaudoyer (1803-1872), AubreyBeardsley (1872-1898), GeorgeWilhelmKolbe (1877-1947) και AugustusJohn (1878-1961).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ :

Fr.Boucher .Μία φθινοπωρινή ποιμενική σκηνή. 1749 Συλλογή Wallace .Λονδίνο .

N.Poussin.EtinArcadiaEgo(Kαι στην Αρκαδία εγώ είμαι) ή Ποιμένες της Αρκαδίας , 1637-1638 .Λούβρο .

Τh.Cole , Το αρκαδικό όνειρο. 1838. Μουσείο τέχνης του Denver .

Th.Cole , Η πορεία της Αυτοκρατορίας. Απομόνωση . 1836 . Ιστορική

κοινότητα της Ν . Υόρκ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το κίνημα του αρκαδισμού θεωρείται από τα πιο σημαντικά, καθώς είχε επηρεάσει και

ενέπνευσε σημαντικούς ποιητές οι οποίοι έγραφαν στίχους για το αρκαδικό ιδεώδες,

ζωγράφους , που γοητευμένοι από το αρκαδικό τοπίο, δημιούργησαν εξαιρετικά έργα,

καθώς και λογοτέχνες οι οποίοι έγραψαν αριστουργηματικά κείμενα . Ο αρκαδισμός

αναφέρεται στην ειδυλλιακή ζωή των ποιμένων της Αρκαδίας. Η νοσταλγία της

επιστροφής στο φυσικό τρόπο ζωής, σ’ ένα φανταστικό κόσμο ιδανικής απλότητας

και σεβασμού στη φύση .Μέσα από την έρευνά μας ,συνειδητοποιήσαμε ότι η

Αρκαδία πέρα από μια ιστορική περιοχή είναι ένα συνειρμικό όνομα που επικράτησε

στον παγκόσμιο πολιτισμό ως η αναπόληση της ΕΙΡΗΝΗΣ ,ΤΗΣ ΑΡΜΟΝΙΑΣ, ΤΗΣ

ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ,ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ,ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ

ΚΑΙ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ . Με λίγα λόγια , η Αρκαδία αποτέλεσε το όραμα μιας

εφικτής ευδαιμονίας.Ακόμη είναι σίγουρο πως η συνεργασία μας απέδωσε καρπούς

καθώς εκτός του αποτελέσματος που φέραμε εις πέρας μάθαμε πώς να δουλεύουμε

όλοι μαζί . Τέλος είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η εμπειρία μας αυτή θα μας

βοηθήσει και σε άλλες εργασίες καθώς θα ξέρουμε πλέον πολύ καλά τι να κάνουμε.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΕΧΝΗΜΑΤΩΝ