Αγγλοελληνικό Λεξικό...

32
ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών & Επικοινωνιών

Transcript of Αγγλοελληνικό Λεξικό...

Page 1: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ

 Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύων 

 Ηλεκτρονικών Υπολογιστών & Επικοινωνιών 

Page 2: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ

Page 3: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

ac millivoltmeter υψίσυχνο βολτόμετροacceptable use policy αποδεκτή πολιτική χρήσηςacceptance report έκθεση αποδοχήςaccess πρόσβαση, προσπέλασηaccess control list ‐ ACL κατάλογος ελέγχου πρόσβασηςaccess layer στρώμα πρόσβασηςaccess method μέθοδος πρόσβασηςaccess point ‐ AP σημείο πρόσβασηςaccess time χρόνος προσπέλασης (πρόσβασης)accessibility προσβασιμότηταaccessible προσβάσιμοςaccomplish (v) συντελώ, επιτυγχάνωaccomplishment επίτευγμα, επιτυχίαaccount λογαριασμός, αναφορά, περιγραφήaccounting διαχείρισηaccreditation  διαπίστευσηaccumulate (v) συσσωρεύωaccumulated συσσωρευμένοςacknowledge γνωστοποιώ, βεβαιώνω λήψηacknowledgement γνωστοποίησηacquire (v) λαμβάνω, αποκτώactivate  (v) ενεργοποιώactivation ενεργοποίησηactive ενεργόςactive filter ενεργό φίλτροactivity δραστηριότηταactivity log ημερολόγιο δραστηριοτήτωνactuate εκκινώ, ενεργοποιώactuator εκκινητήρας, ενεργοποιητής διεγέρτηςad hoc network επί τούτω δίκτυοadapt (v) προσαρμόζωadaptability προσαρμοσιμότηταadaptable προσαρμόσιμοςadaptation προσαρμογήadapter (adaptor) προσαρμογέαςaddress διεύθυνσηaddress bus αρτηρία διευθύνσεωνaddress resolution protocol ‐ ARP πρωτόκολλο ανάλυσης διεύθυνσηςaddress space χώρος διευθύνσεωνaddressing διευθυνσιοδότησηadequate επαρκήςadjacency γειτονίαadjacent παρακείμενος, διπλανόςadjustment ρύθμισηadministration διαχείριση, διοίκησηadministrative διοικητικόςadministrative distance διαχειριστική απόστασηadmittance αγωγιμότηταadopt (v) υιοθετώ, εγκρίνωadoption υιοθέτησηadvantage πλεονέκτημαadvertise (v) διαφημίζω, δημοσιοποιώ, ανακοινώνωadvertisement διαφήμιση, δημοσιοποίηση, ανακοίνωσηadvice of charge ‐ AOC πληροφορίες χρέωσηςadware κατασκοπευτικό λογισμικό (για διαφημίσεις)aerial κεραίαaggregate σύνολο, σύνθετος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα1 / 27

Page 4: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

aggregate (v) συναθροίζωaggregation συνάθροισηair interface ραδιοδιεπαφήalarm συναγερμόςalgorithm αλγόριθμοςalign (v) ευθυγραμμίζωalignment ευθυγράμμιση, στοίχισηallege (v) ισχυρίζομαιalleged αποκαλούμενος, ισχυριζόμενος, υποτιθέμενοςallocate (v) εκχωρώallocation εκχώρηση, καταχώρηση, καταμερισμόςallow (v) επιτρέπωalphanumeric αλφαριθμικόςalternating current ‐ AC εναλλασσόμενο ρεύμαambiguous διφορούμενοςambiguous term διφορούμενος όροςammeter αμπερόμετροamount ποσό, ποσότηταamplification ενίσχυσηamplifier ενισχυτήςamplify (v) ενισχύωamplitude πλάτοςamplitude modulation ‐ AM διαμόρφωση πλάτους, διαμόρφωση AMamplitude shift keying ‐ ASK διαμόρφωση μετατόπισης πλάτους, διαμόρφωση ASKanalogue αναλογικόςanaloque telephone adaptor ‐ ATA αναλογικός τηλεφωνικός προσαρμογέαςanalyze (v)  αναλύωanalyzer αναλύτηςanimation κινησιομοίωσηantenna κεραίαanticipate (v) προλαμβάνωanticipated προβλεπόμενοςanticipation πρόληψηanti‐spam λογισμικό κατά της ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας antivirus αντιιόςanycast μονοεκομπή προς τον 'εγγύτερο' ή 'καλύτερο' προορισμό applet εφαρμογίδιοappliance συσκευήapplication εφαρμογήapproximate (v) προσεγγίζω, προσεγγιστικόςapproximately κατά προσέγγισηarchitecture αρχιτεκτονικήassessment αξιολόγησηassign (v) εκχωρώ, προσδίδωassignment ανάθεση, εκχώρησηassociate (v) συνδέω, συσχετίζω, σχετίζωassociated συσχετισμένοςassociation συσχέτισηasymmetric ασυμμετρικόςasymmetrical digital subscriber line ‐ ADSL ασυμμετρική ψηφιακή συνδρομητική γραμμήasynchronous ασύγχρονοςasynchronous transfer mode ‐ ATM ασύγχρονoς τρόπος μεταφοράςattach (v) προσαρτώ, επισυνάπτωattachment προσάρτημα, επισύναψηattack επίθεσηattack (v) επιτίθεμαιattenuation εξασθένησηaudio generator γεννήτρια ακουστικών συχνοτήτωνaudit επιθεώρησηauditor επιθεωρητήςauthenticate (v) επαληθεύω

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα2 / 27

Page 5: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

authentication επαλήθευσηauthentication center ‐ AUC κέντρο επαλήθευσης (ταυτότητας)authority αρχήauthorization εξουσιοδότησηauthorize (v) εξουσιοδοτώ, εγκρίνωauto negotiation αυτόματη διαπραγμάτευσηautomatic gain control ‐ AGC αυτόματη ρύθμιση απολαβήςautonomous αυτόνομοςauxiliary memory βοηθητική μνήμηavailability διαθεσιμότηταavailable διαθέσιμοςawareness ενημερότηταback door κερκόπορταbackbone δικτυακός κορμόςbackup εφεδρείαbackward compatibility οπισθόφορη συμβατότηταbandpass filter φίλτρο διέλευσης ζώνης συχνοτήτων (ζωνοπερατό φίλτρο)band‐stop filter φίλτρο αποκοπής ζώνης συχνοτήτων (ζωνοφρακτικό φίλτρο)bandwidth εύρος ζώνηςbase station ‐ BS σταθμός βάσηςbaseband ζώνη βάσηςbaseband signalling σηματοδοσία ζώνης βάσηςbaseline γραμμή βάσης, βάσηbasic βασικός, στοιχειώδηςbasic rate access ‐ BRA πρόσβαση βασικού ρυθμούbasic rate interface ‐ BRI διεπαφή βασικού ρυθμούbenefit όφελος, επίδομαbenefit (v) επωφελούμαιbest effort βέλτιστη προσπάθειαbest effort delivery άριστη προσπάθεια παράδοσης best practice η καλύτερη πρακτικήbi‐directional δικατευθυντικόςbinary δυαδικόςbinary coded decimal ‐ BCD δυαδικά κωδικοποιημένος δεκαδικός αριθμόςbinding διάδεσηbit ‐ binary digit δυφίο, δυαδικό ψηφίοbit rate δυφιορρυθμός, δυφιακός ρυθμόςblock πλοκάδαblock (v) φράσσωblock access φράσσω πρόσβασηblocker αναστολέαςblog ιστολόγιοbond (v) συνδέω, δεσμεύωbonding δέσμισηbonding (adj) δεσμικόςboostrap εκκίνησηboot (v) εκκινώborder σύνορο, περίγραμμαborder gateway protocol ‐BGP περιφεριακό πυλαίο πρωτόκολλοbot ρομπότbotnet δίκτυο προγραμμάτων ρομπότbreach ρήξηbreach (v) παραβιάζωbridge γέφυρα, γεφύρωσηbridge (v) γεφυρώνωbroadband ευρυζωνικόςbroadband over powerlines ‐ BPL ευρυζωνικότητα (μέσω) γραμμών ισχύοςbroadcast ευρυεκπομπήbroadcast domain τομέας ευρυεκπομπήςbrowse (v) διαφυλλίζω, φυλλομετρώbrowser (web) φυλλομετρητής ιστού

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα3 / 27

Page 6: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

brute force attack ωμή προσβολήbuffer απομονωτήςbuffer amplifier ενισχυτής απομόνωσηςbuffer memory ενδιάμεση μνήμηburst ριπήbusy tone τόνος κατειλημμένουbyte δυφιοσυλλαβήcable certifier πιστοποιητής καλωδίωνcable modem καλωδιακός διαποδιαμορφωτήςcable modem termination system ‐ CMTS σύστημα τερματισμού καλωδιακού διαποδιαμορφωτήcable tester συσκευή ελέγχου καλωδίωνcable TV ‐ CATV καλωδιακή τηλεόρασηcabling καλωδίωσηcache memory κρυφή μνήμηcaching  αποθήκευση σε κρυφή μνήμηcall forwarding  μεταβίβαση κλήσεωνcall hold συγκράτηση κλήσηςcall waiting αναμονή κλήσηςcaller identification (ID) αναγνώριση ταυτότητας καλούντος, αναγνώριση κλήσηςcalling line identification presentation ‐ CLIP παρουσίαση αναγνώρισης καλούσας γραμμήςcalling line identification restriction ‐ CLIR περιορισμός αναγνώρισης καλούσας γραμμήςcancel (v) ακυρώνωcancellation ακύρωσηcanonical format indicator ενδείκτης κανονικού μορφότυπουcapacitance χωρητικότηταcapacitive reactance χωρητική αντίδρασηcapacitive reactor χωρητικός αντιδράστηςcapacitor πυκνωτήςcapacity χωρητικότηταcapture (v) συλλαμβάνω, σύλληψηcarrier φερέσυχνοcarrier sense multiple access with collision avoidance ‐ CSMA/CA πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας και αποφυγή σύγκρουσηςcarrier sense multiple access with collision detection ‐ CSMA/CD πολλαπλή πρόσβαση με επαίσθηση φέρουσας και ανίχνευση σύγκρουσηςcase sensitive διάκριση πεζών‐κεφαλαίωνcast εκπομπήcause αιτίαcell κυψέληcellular κυψελοειδής, κυψελωτόςcellular telephony κυψελοειδής τηλεφωνία, κυψελωτή τηλεφωνίαcentral office ‐ CO κέντρο (τηλεφωνικό)central processing unit ‐ CPU κεντρική μονάδα επεξεργασίαςcertification πιστοποίησηchannel δίαυλος, κανάλιcharacter χαρακτήραςcharacteristic χαρακτηριστικόςcharacteristic impedance χαρακτηριστική εμπέδησηchecklist κατάλογος εξελέγχουcircuit κύκλωμαcircuit switched connection σύνδεση κυκλωματομεταγωγήςcircuit switching κυκλωματομεταγωγήcircular polarization κυκλική πόλωσηcladding μανδύαςclass κατηγορίαclassful subnetting ταξική υποδικτύωσηclassified ταξινομημένοςclassify (v) ταξινομώ, διαβαθμίζωclassless αταξικόςclassless interdomain routing ‐ CIDR αταξική διατομειακή δρομολόγησηclassless subnetting                                αταξική υποδικτύωσηclean install νέα εγκατάστασηclear to send ‐ CTS έτοιμο (ελεύθερο) για αποστολή

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα4 / 27

Page 7: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

click επικρότησηclick (v) (επι)κροτώclient πελάτηςclock ωρολόγιο, χρονιστήςclock signal σήμα χρονισμούclosed circuit κλειστό κύκλωμαcloud νέφοςcloud computing νεφοϋπολογιστικήcluster συστάδα, δέσμηCO line τηλεφωνική γραμμή κέντρουcoaxial cable ομοαξονικό καλώδιοco‐channel interference ομοδιαυλική παρεμβολήcode κώδικαςcoded orthogonal frequency division multiplex ‐ COFDM κωδικοποιημένη πολυπλεξία ορθογωνικής διαίρεσης συχνότηταςcoding κωδίκευσηcoexist (v) συνυπάρχωcoexistence συνύπαρξηcollaboration συνεργασίαcollision domain τομέας συγκρούσεωνcollision  σύγκρουση combine (v) συνδυάζωcombined συνδυασμένοςcommand εντολήcommand (v) διατάσσωcommand line interface ‐ CLI διεπαφή γραμμής εντολώνcommerce εμπόριοcommercial εμπορικόςcommitment δέσμευσηcompatibility συμβατότηταcompatible συμβατόςcomponent εξάρτημα, στοιχείο, συστατικόcompress (v) συμπιέζω, συμπίεσηcompressed συμπιεσμένοςcompression συμπίεσηcomprise  (v) αποτελούμαι από, περιλαμβάνωcomprised αποτελούμενοςcompromise (v) συμβιβάζωcompromised συμβιβαζόμενοςconcept έννοιαconductor αγωγόςconduit σωληναγωγόςconfiguration διάρθρωσηconflict σύγκρουση, αντίθεσηcongestion συμφόρησηcongestion tone τόνος συμφόρησηςconnect (v) συνδέωconnection σύνδεσηconnection oriented συνδεσιστρεφήςconnectionless ασυνδεσιστρεφής, ασυνδεσιμικόςconnectivity συνδετικότηταconnector σύνδεσμοςcononical κανονικόςconsecutive συναπτός, διαδοχικόςconsecutive zeros διαδοχικά μηδενικάconsist (v) συνίσταμαιconsistency συνέπειαconsistent συνεπής, σταθερόςconsole κονσόλα, αναλόγιοconsole cable καλώδιο κονσόλαςcontention διαμάχηcontiguous συναπτός, συνεχόμενος, διαδοχικός

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα5 / 27

Page 8: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

contingency έκτακτη ανάγκη, απρόοπτοcontingency plan σχέδιο αντιμετώπισης απροόπτων, μηχανισμός για απρόοπταcontinuity συνέχειαcontinuity check έλεγχος συνέχειαςcontrol έλεγχοςcontrol  (v) ελέγχωcontrol bus αρτηρία ελέγχουcontroller ελεγκτήςconvention σύμβαση, συνθήκηconventional συμβατικόςconverge (v) συγκλίνωconverged networks συγκεκλιμένα δίκτυαconvergence σύγκλισηconversation συνομιλία, συνδιάλεξηconversion μετατροπήconvert (v) μετατρέπωconverter μετατροπέαςcookie tracking αρχείο ιχνηλάτησης cookiecordless χωρίς κορδόνι, ασύρματοςcordless telephone ακόρδονο (ασύρματο) τηλέφωνοcore πυρήναςcore layer στρώμα πυρήναcorrect ορθόςcorrect (v) διορθώνωcorrection διόρθωσηcost κόστος, δαπάνηcount απαρίθμησηcount (v) απαριθμώ, απαρίθμησηcounter απαριθμητήςcoverage κάλυψηcrash κατάρρευσηcrash (v) καταρρέωcredentials διαπιστευτήριαcross‐over cable διαστραυρούμενο καλώδιοcross‐over frequency συχνότητα μετάβασηςcrosstalk διαφωνίαCSU/DSU (Channel Service Unit/Data Service Unit) μονάδα εξυπηρέτησης καναλιού / μονάδα εξυπηρέτησης δεδομένωνcumulative αθροιστικός, συσσωρευτικόςcumulative cost αθροιστικό ή συσσωρευτικό κόστοςcumulative delay συσσωρευτική καθυστέρησηcurrent ρεύμα, ένταση ρεύματοςcurrent τρέχων custom εξατομικευμένοcustom‐build κατασκευασμένο κατά παραγγελίαCustomer Premises Equipment ‐ CPE εξοπλισμός στον χώρο του πελάτηcycle κύκλοςcyclic redundancy check ‐ CRC κυκλικός έλεγχος πλεονασμούdamage ζημιά, βλάβηdata δεδομένα, πληροφορίεςdata backup δημιουργία εφεδρικών αρχείωνdata bus αρτηρία δεδομένωνdata capture λήψη δεδομένωνdata communications equipment ‐ DCE εξοπλισμός επικοινωνίας δεδομένων  data integrity ακεραιότητα δεδομένωνdata loss απώλεια δεδομένωνdata manipulation παραποίηση δεδομένωνdata terminal equipment ‐ DTE τερματικός εξοπλισμός δεδομένωνdatabase βάση δεδομένωνdatagram δεδομενόγραμμαdeadlock αδιέξοδοdebug αποσφαλμάτωση, αποσφαλματώνω

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα6 / 27

Page 9: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

decade δεκάδαdecapsulation εκθυλάκωσηdecimal δεκαδικόςdecision απόφασηdecoder αποκωδικοποιητής, αποκωδικευτήςdecompress (v) αποσυμπιέζωdecompression αποσυμπίεσηdecrypt (v) απεγκρύπτω, αποκρυπτογραφώdecryption απέγκρυψη, αποκρυπτοθέτηση, αποκρυπτογράφησηdedicated αποκλειστικόςde‐emphasis αποέμφασηdefault προκαθορισμένος, προτερόθετοςdefine (v) ορίζω, καθορίζωdefinition ορισμός, ευκρίνειαdegradation υποβάθμισηdegrade (v) υποβαθμίζωdegraded υποβαθμισμένοςdelay καθυστέρησηdelay skew ασύμμετρη καθυστέρηση σήματος delivey παράδοσηdemand αίτηση, απαίτηση, ζήτησηdemand (v) απαιτώdemarcation point σημείο οριοθέτησηςdemodulate (v) αποδιαμορφώνωdemodulation αποδιαμόρφωσηdenial of service (DoS) άρνηση (παροχής) υπηρεσίαςdense wavelength division multiplex DWDV πυκνή πολυπλεξία διαίρεσης μήκους κύματοςdeny (v) απαγορεύωdepartment τμήμαdeploy (v) εξαπλώνω, αναπτύσσω, παρατάσσωdeployment ανάπτυξη, εξάπλωσηdescramble (v) αποπεριπλέκωdescribe (v) περιγράφωdescription περιγραφήdesign σχεδιασμός, σχέδιοdesign (v) σχεδιάζωdesignate (v) ορίζω, καθορίζω, κατασημαίνωdesignated ορισμένος, καθορισμένοςdesire (v) επιθυμώdesired επιθυμητόdesktop επιτραπέζιοςdesktop personal computer επιτραπέζιος προσωπικός υπολογιστήςdesktop workstation επιτραπέζιος σταθμός εργασίαςdespatch αποστολήdespatch (v) αποστέλλωdestination προορισμόςdestination host unreachable ξενιστής προορισμού μη προσβάσιμοςdetect (v) ανιχνεύωdetection ανίχνευσηdetector ανιχνευτήςdeteriorate (v) χειροτερεύωdetermine (v) καθορίζω, προσδιορίζωdeviate (v) αποκλίνωdeviation απόκλισηdevice συσκευή, διάταξηdevice driver οδηγός (λογισμικό) συσκευήςdial tone τόνος επιλογήςdial‐up connection σύνδεση μέσω επιλογήςdial‐up modem διαποδιαμορφωτής επιλογήςdiffer (v) διαφέρωdifference διαφορά

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα7 / 27

Page 10: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

differental backup διαφορικό αντίγραφο ασφαλείας (εφεδρικό αντίγραφο)differential διαφορικόςdifferentiate (v) διαφοροποιώdigital ψηφιακόςdigital signal processing ‐ DSP ψηφιακή επεξεργασία σήματοςdigital subscriber line ‐ DSL ψηφιακή συνδρομητική γραμμήdiplexer διπλέκτηςdipole δίπολοdirect (v) κατευθύνωdirect access  άμεση πρόσβασηdirect current ‐ DC συνεχές ρεύμαdirect inward dialling ( direct dialling‐in) ‐ DID διεπιλογή εισόδουdirection κατεύθυνση, οδηγίαdirectional κατευθυντικόςdirectly άμεσαdirectly connected άμεσα συνδεδεμένοςdirectly connected route άμεσα συνδεδεμένο δρομολόγιοdisable (v) αδρανοποιώdisadvantage μειονέκτημαdisaster recovery plan σχέδιο ανάκαμψης από καταστροφέςdischarge εκκένωση, εκφόρτισηdischarge (v) εκφορτίζωdiscriminate (v) διακρίνω, διευκρινίζωdiscriminator διευκρινιστήςdispersion διασποράdisplay προβολή, οθόνηdisplay (v) προβάλλωdisrupt (v) διακόπτωdisruption διακοπή, διάσπασηdisruption of service ρήξη υπηρεσίαςdissimilar ανόμοιοςdissociate (v) αποσυσχετίζωdissociation αποσυσχέτισηdistance απόστασηdistance vector protocol πρωτόκολλο διανύσματος αποστάσεωνdistort (v) παραμορφώνωdistortion παραμόρφωσηdistribute (v) διανέμωdistributed denial of service ‐ DDoS κατανεμημένη άρνηση (παροχής) υπηρεσίαςdistribution διανομήdistribution layer στρώμα διανομήςdivide (v) διαιρώdivide‐and‐conquer διαίρει και βασίλευεdivider διαιρέτηςdivision διαίρεσηDMZ ‐ demilitarized zone αποστρατικοποιημένη ζώνηdo not disturb ‐ DND μην ενοχλείτεdocument έγγραφοdocument (v) τεκμηριώνωdocumentation τεκμηρίωση, έγγραφαdomain τομέας, πεδίοdomain name service ‐ DNS υπηρεσία ονοματοθεσίας τομέωνdomain name system ‐ DNS σύστημα ονομάτων τομέωνdouble click διπλή επικρότησηdouble sideband modulation διαμόρφωση διπλής πλευρικής ζώνηςdouble‐sideband suppressed‐carrier modulation διπλοπλευροζωνική διαμόρφωση με καταστολή φέροντοςdownlink κατερχόμενη ζεύξηdownload καταφόρτωσηdownstream συρρευματικόςdriver οδηγόςDTMF dialling επιλογή DTMF

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα8 / 27

Page 11: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

dual  διπλόςdual band διπλή ζώνηdual boot διπλή εκκίνησηdual stack διπλής στοίβαςdual tone multifrequency ‐ DTMF πολυσυχνότητα διπλού τόνουdual‐in‐line ‐ DIL διπλή σειρά συνδέσεωνduplex αμφίδρομοςduplexer αμφιδρομητήςdynamic δυναμικόςdynamic host configuration protocol ‐ DHCP πρωτόκολλο δυναμικής διάρθρωσης ξενιστήdynamically δυναμικάease ευκολίαecho ηχώecho (v) αντηχώeducation εκπαίδευσηeducational εκπαιδευτικόςeffective αποτελεσματικός,efficiency απόδοσηefficient αποδοτικός, αποτελεσματικόςegress έξοδοςegress port θύρα εξόδουelectrically erasable programmable read‐only memory ‐ EEPROM ηλεκτρικά απαλειφόμενη προγραμματιζόμενη μνήμη ανάγνωσης μόνο electromagnetic interference ‐ EMI ηλεκτρομαγνητική παρεμβολήelement στοιχείοemail, e‐mail ηλ. ταχυδρομείο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείοembed (v) ενσωματώνωembeded ενσωμάτωσηemulate (v) εξομοιώνωemulation εξομοίωσηemulator εξομοιωτήςenable (v) καθιστώ ικανό, καθιστώ δυνατό, δραστικοποιώencapsulation  ενθυλάκωσηencode (v) κωδικοποιώencoder κωδικοποιητήςencoding κωδικοποίησηencounter αντιμετωπίζω, συναντώencrypt (v) εγκρύπτωencryption έγκρυψη, κρυπτοθέτησηend device ακραία συσκευήend point ακροσημείοend user τελικός χρήστηςend user license άδεια τελικού χρήστηend‐to‐end διατερματικόςengineer μηχανικόςenhanced βελτιωμένοenquiry ενδιερώτησηenquiry call κλήση ενδιερώτησηςenterprise εμπορική επιχείρησηenterprise network εταιρικό δίκτυοentity οντότηταerasable programmable read only memory ‐ EPROM απαλειφόμενη προγραμματιζόμενη μνήμη μόνο ανάγνωσηςerror σφάλμα, λάθοςerror coding κωδίκευση σφαλμάτωνerror correcting code ‐ ECC κωδικός διόρθωσης σφαλμάτωνerror message μήνυμα σφάλματοςerror recovery ανάκαμψη σφάλματοςescalate (v) κλιμακώνωescalation κλιμάκωσηexcessive υπερβολικόςexchange ανταλλαγήexchange (v) ανταλλάσσω

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα9 / 27

Page 12: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

exclude αποκλείωexcluded αποκλειόμενοςexclusion αποκλεισμός, διαγραφήexhibit σχήμα, πίνακας, έκθεμαexhibit (v) εκθέτωexhibition έκθεσηexpandability επεκτασιμότηταexplicit σαφής, εμφανής exploration εξερεύνησηexplore (v) εξερευνώexplorer εξερευνητήςexponent εκθέτηςexponential εκθετικόςextend (v) επεκτείνωextendable επεκτάσιμοςextended διευρυμένοςextender card κάρτα επέκτασηςextension επέκτασηexterior εξωτερικόςexterior gateway protocol εξωτερικό πυλαίο πρωτόκολλοexternal εξωτερικόςexternal threat εξωτερική απειλήextraneous άσχετος, ξένος, εξωτερικόςextranet εξωδίκτυοfacility ευκολία, διευκόλυνση, μέσοfactor παράγονταςfailure αποτυχία, βλάβηfailure domain τομέας  βλαβώνfailure tolerance ανοχή αποτυχίας (βλάβης)far‐end crosstalk ‐ FEXT τηλεδιαφωνίαfault βλάβηfault detection ανίχνευση βλάβηςfault finding εύρεση βλάβηςfault tolerance ανοχή βλαβώνfault tolerant ανεκτικό στις βλάβεςfaulty ελαττωματικός, λανθασμένοςfeature χαρακτηριστικό, γνώρισμαfeedback ανάδραση, επανατροφοδότησηfiber ίναfidelity πιστότηταfile transfer μεταφορά αρχείωνfilter φίλτροfirewall τείχος προστασίαςfirewall router ανασχετικός δρομολογητήςfirmware σταθερό λογισμικόfix (v) καθορίζω, σταθεροποιώfixed σταθερός, πάγιοςfixed length subnet mask ‐ FLSM σταθερού μήκους μάσκα υποδικτύου fixed length subnet masking ‐ FLSM υποδικτύωση με μάσκα σταθερού μήκουςflash memory αστραπιαία μνήμηflash memory extension επέκταση αστραπιαίας μνήμηςflaw ελάττωμαflexibility ευελιξίαflexible ευέλικτοςfloating static route κινητό στατικό δρομολόγιοflood (v) πλημμυρίζωflooding πλημμύρα flow ροήflow control έλεγχος ροήςfollow‐up επακολούθησηforeign exchange office interface ‐ FXO διεπαφή γραμμής ξένου τηλεφωνικού κέντρου

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα10 / 27

Page 13: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

foreign exchange subscriber intereface ‐ FXS συνδρομητική διεπαφή ξένου τηλεφωνικού κέντρουform έντυπο, μορφή, φόρμαformat μορφότυπο format (v) μορφοποιώformatting  μορφοτύπηση frame check sequence ‐ FCS ακολουθία ελέγχου πλαισίουframe relay πλαισιομετάδοσηframe start delimiter  οριοθέτης αρχής πλαισίου frame  πλαίσιο framework πλαίσιοfreeware δωρεάν λογισμικόfrequency συχνότηταfrequency counter συχνόμετροfrequency deviation απόκλιση συχνότηταςfrequency division multiplexing ‐ FDM πολυπλεξία διαίρεσης συχνότηταςfrequency domain πεδίο συχνότηταςfrequency modulation ‐ FM διαμόρφωση συχνότητας, διαμόρφωση FMfrequency response απόκριση συχνότηταςfrequency shift keying ‐ FSK διαμόρφωση μετατόπισης συχνότητας, διαμόρφωση FSKFTP ‐ file transfer protocol πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείωνfull backup πλήρες αντίγραφο ασφαλείας (εφεδρικό αντίγραφο)full duplex αμφίδρομοςfunction λειτουργίαfunction generator γεννήτρια συναρτήσεωνfunctionality λειτουργικότηταfundamental θεμελιώδηςfundamental frequency θεμελιώδης συχνότηταgain απολαβή, κέρδοςgain access to (v) αποκτώ πρόσβαση σεgateway πύληgather (v) συλλέγωgathering συλλογήgeneral public license ‐ GLP γενική άδεια δημόσιας χρήσης generator γεννήτριαgeneric γένιοςglobal καθολικός, παγκόσμιοςgrade βαθμόςgraphical user interface ‐ GUI γραφική διεπαφή χρήστηgrayware γκρίζο λογισμικόground γηground (v) γειώνωgrounded γειωμένοςground‐reflected wave εδαφοανακλώμενο κύμαhacker (πληροφοριακός) πειρατήςhalf‐duplex ημιαμφίδρομοςhandle χειρολαβήhandle (v) χειρίζομαιhandover διαπομπή, μεταπομπήhandshake χειραψίαhandshake mechanism μηχανισμός χειραψίαςhardware υλισμικόharmless αβλαβήςharmonic αρμονικήharmonic distortion αρμονική παραμόρφωσηharmonic frequency αρμονική συχνότηταheader κεφαλίδαhelp desk γραφείο βοήθειαςhexadecimal δεκαεξαδικόςhextet δεκαεξάδαhierarchical ιεραρχικόςhigh bit rate digital subscriber line ‐ HDSL υψίρρυθμη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα11 / 27

Page 14: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

high fidelity ‐ HiFi υψηλή πιστότηταhigh pass filter φίλτρο διέλευσης ψηλών συχνοτήτων (υψηπερατό φίλτρο)home location register ‐ HLR πάτριος καταχωρητής θέσηςhomodyne ομόδυνοςhook άγκιστροhook flash ανοιγοκλείσιμο αγκίστρουhookswitch διακόπτης αγκίστρουhop άλμαhop count απαρίθμημα αλμάτωνhopping αναπήδησηhorizontal polarization οριζόντια πόλωσηhorn antenna χοανοειδής κεραία, χοανοκεραίαhost ξενιστήςhot line θερμή γραμμήhot plugging θερμή βυσμάτωσηhot spot θερμή κηλίδαhot swappable θερμή εναλλαγήhub πλήμνη, κόμβοςhub and spoke κόμβος και ακτίναidentification ‐ ID αναγνώρισηidentifier ‐ ID αναγνωριστικόidentify (v) αναγνωρίζω, προσδιορίζωidentity ταυτότηταidentity theft κλοπή ταυτότηταςillustrate (v) εικονογραφώ, επεξηγώimmune άνοσος, άτρωτοςimmunity ατρωσία, ανοσία, ασυλίαimpedance εμπέδηση, σύνθετη αντίστασηimplement (v) υλοποιώimplementation υλοποίηση, πραγμάτωσηimproper αντικανονικήin house ενδοεταιρικά, εσωτερικάinability ανικανότηταinadequate ανεπαρκήςin‐band ενδοζωνικόςincident περιστατικόinclude (v) περιλαμβάνωincluded συμπεριλαμβανόμενοςinclusion συμπερίληψηinconsistency ασυνέπειαinconsistent ασυνεπήςincrement βήμα αύξησης, βηματική αύξησηincrement (v) αυξάνω βηματικά incremental αυξητικός, σταδιακός, πρόσθετοςincremental backup αυξητικό  εφεδρικό αρχείοindependent ανεξάρτητοςindeterminate απροσδιόριστοςindicate (v) δείχνωindication ένδειξηindicator ενδείκτηςindirectly connected έμμεσα συνδεδεμένοςinductance επαγωγήinductive reactance επαγωγική αντίδρασηinductive reactor επαγωγικός αντιδράστηςinductor πηνίοindustrial βιομηχανικόςinformation πληροφορίαinformation flow ροή πληροφοριώνinformation technology ‐ IT τεχνολογία πληροφοριώνinformation theft κλοπή πληροφοριώνinfrared υπέρυθρος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα12 / 27

Page 15: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

infrastructure υποδομήingress είσοδος, εισχώρησηingress port θύρα εισόδουInhibit (v) εμποδίζω, απαγορεύωinitial αρχικόςinitialise (v) αρχικοθετώ, αρχικοδοτώinitialism αρκτικόλεξοinitialization αρχικοδότηση, αρχικοθέτηση, εκκίνησηinject (v) εκχύωinjector εκχυτήρας, ακροφύσιοinsertion loss απώλεια παρεμβολήςinspect (v) ελέγχω, επιθεωρώinspection επιθεώρηση, εξέταση, έλεγχοςinspector επιθεωρητήςinstall (v) εγκαθιστώinstallation εγκατάστασηinstant messaging στιγμιαία μηνυματοδοσίαinsulation displacement connector ‐ IDC σύνδεσμος μετατόπισης μόνωσηςinsulator μονωτήςinteference cancellation ακύρωση παρεμβολήςintegrate (v) ολοκληρώνω, ενοποιώ, ενσωματώνωintegrated  ενοποιημένος, ενσωματωμένοςintegrated circuit ‐ IC ολοκληρωμένο κύκλωμαintegrated services digital network ‐ ISDN ψηφιακό δίκτυο ενοποιημένων υπηρεσιώνintegrated services router ‐ ISR δρομολογητής ολοκληρωμένων υπηρεσιώνintegrity ακεραιότητα inter site communication διατοπική επικοινωνίαinteraction αλληλεπιδρώ, αλληλεπίδραση, διάδρασηinteractive διαδραστικόςinteractive voice response ‐ IVR διαδραστική φωνητική απόκρισηinterconnect (v) διασυνδέωinterconnection διασύνδεσηinterface διεπαφήinterface card κάρτα διεπαφήςinterfere (v) παρεμβάλλωinterference παρεμβολήinterior  εσωτερικόςinterior gateway protocol εσωτερικό πυλαίο πρωτόκολλοintermediary ενδιάμεσοςintermediary device ενδιάμεση συσκευήintermediate ενδιάμεσοςintermediate distribution frame ‐ IDF ενδιάμεσος κατανεμητήςintermediate frequency ‐ IF ενδιάμεση συχνότηταinternal εσωτερικόςinternal threat εσωτερική απειλήinternational roaming διεθνής περιαγωγήInternet Control Message Protocol ‐ ICMP Διαδικτυακό πρωτόκολλο ελέγχου μηνυμάτωνInternet of Things (IoT) Διαδίκτυο των Αντικειμένωνinternet service provider ‐ ISP παροχέας υπηρεσιών διαδικτύουinternetwork ‐ internet διαδίκτυοinternetwork protocol ‐ IP διαδικτυακό πρωτόκολλοinteroperability διαλειτουργικότηταinterprete (v) διερμηνεύωinterpreter διερμηνευτής, διερμηνέαςinterrupt διακόπτω, διακοπήinterrupt request αίτηση διακοπήςintervention παρέμβασηIntranet Ενδοδίκτυοin‐transit υπό διαβίβασηintrude (v) επισυνδέομαιintruder εισβολέας

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα13 / 27

Page 16: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

intrusion επισύνδεση, εισβολή, παρείσφρησηintrusion detection system ‐ IDS σύστημα ανίχνευσης επισύνδεσηςintrusion prevention system ‐IPS σύστημα αποτροπής επισύνδεσηςinvalid ανέγκυρος ‐ μη έγκυροςinventory κατάλογος, απόθεμαinverse ανάστροφος, αντίστροφοςinverse mask ανάστροφη μάσκαinvolve (v) εμπλέκωinvolved εμπλεκόμενοςinvolvement εμπλοκήisolate (v) απομονώνωissue θέμα, έκδοσηjacket χιτώναςjumper βραχυκυκλωτήραςkernel πυρήναςknowledge base βάση γνώσηςlaptop φορητός προσωπικός υπολογιστήςlatency λανθάνουσα καθυστέρησηlatent λανθάνωνlayer στρώμαlayout κατάστρωσηleading digits ηγούμενα ψηφίαleading field ηγούμενο πεδίοleading zeroes ηγούμενα μηδενικάleakage διαρροήlearned society επιστημονική εταιρεία, κοινωνίαlease μίσθωσηleased line μισθωμένη γραμμήleast cost routing ‐LCR δρομολόγιο ελαχίστου κόστουςleast significant bit ‐ LSB το λιγότερο σημαντικό δυαδικό ψηφίοlegacy παλιός, κληροδοτημένοςlegacy application κληροδοτημένη εφαρμογήlegacy network κληροδοτημένο δίκτυοlegitimate νόμιμοςlevel στάθμηlicence άδειαlicenced αδειούχοςlike όμοιοςlimit όριοlimit (v) περιορίζωlimitation περιορισμόςlimiter περιοριστήςlinearity γραμμικότηταlink ζεύξη, σύνδεση, σύνδεσμοςlink state  κατάσταση ζεύξηςlink state algorithm αλγόριθμος κατάστασης ζεύξηςlink state protocol πρωτόκολλο κατάστασης ζεύξηςlink v) συνδέωlink‐local address διεύθυνση τοπικής ζεύξηςload φόρτοςload (v) φορτώνωlocal τοπικόςlocal area network ‐ LAN τοπικό δίκτυοlocal loop τοπικός βρόχοςlocation θέση, τοποθεσίαlog καταγραφή, αρχείοlog (v) καταγράφωlog file αρχείο καταγραφήςlogarithm λογάριθμοςlogical topology λογική τοπολογίαlogin έναρξη συνόδου

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα14 / 27

Page 17: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

logout αποσύνδεση, τέλος συνόδουloop βρόχοςloopback ανακύκλωση, βρόχοςloopback address   διεύθυνση ανακύκλωσης  loose χαλαρόςloosen (v) λύω, χαλαρώνωloss απώλεια, ζημιάloudspeaker μεγάφωνοlow pass filter φίλτρο διέλευσης χαμηλών συχνοτήτων (χαμηλοπερατό φίλτρο)lower sideband ‐ LSB κάτω πλευρική ζώνηmain distribution frame ‐ MDF κεντρικός κατανεμητήςmain memory κύρια μνήμηmains ηλεκτρικό δίκτυοmains communication επικοινωνία (μέσω) ηλεκτρικού δικτύουmaintain (v) διατηρώ, συντηρώmaintenance συντήρησηmalfunction δυσλειτουργίαmalicious κακόβουλοςmalware κακόβουλο λογισμικόmanage (v) διαχειρίζομαιmanageability διαχειρισιμότηταmanaged services υπηρεσίες διαχείρισηςmanagement διαχείρισηmanipulate (v) διαχειρίζομαι προς ίδιον όφελοςmanipulation παραποίηση, χειρισμόςmanual χειροκίνητηmanual (technical) τεχνικό εγχειρίδιοmanual (user's) εγχειρίδιο χρήστηmanufacture (v) κατασκευάζωmanufucturer κατασκευαστήςmap χάρτηςmap (v) απεικονίζω, αντιστοιχώmapping απεικόνιση, χαρτογράφησηmask (v) επικαλύπτωmatch ταύτιση, προσαρμογήmatch (v) ταυτίζω, προσαρμόζωmatter ύληmean time between failures ‐ MTBF μέσος χρόνος μεταξύ βλαβώνmean time to repair ‐ MTTR μέσος χρόνος για επισκευήmeans μέσοmeasure μέτροmeasure (v) μετρώmeasurement μέτρησηmedia μέσαmedia access control ‐ MAC έλεγχος πρόσβασης μέσουmedical ιατρικόςmedium μέσοmemory μνήμηmemory capacity χωρητικότητα μνήμηςmemory cycle κύκλος μνήμηςmemory overflow υπερχείλιση μνήμηςmenu επιλολόγιο, κατάλογος επιλογήςmessage μήνυμαmeter μετρητήςmeter pulse παλμός χρέωσηςmetering καταμέτρηση, μέτρηση χρέωσηςmethodology μεθοδολογίαmetric μετρικόςmetropolitan area network ‐ MAN δίκτυο MAN, δίκτυο μητροπολιτικής περιοχήςmicrowave μικροκύμα, μικροκυματικόςmid‐range μεσαίας στάθμης, μεσοπεριοχική 

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα15 / 27

Page 18: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

migrate (v) μεταβαίνωmigration μετακίνησηmisalignment κακή ευθυγράμμισηmismatch κακή προσαρμογήmitigate (v) μετριάζωmitigation εξομάλυνση, μετριασμόςmobile κινητόςmobile station κινητός σταθμόςmobile switching centre ‐ MSC κέντρο μεταγωγής κινητών επικοινωνιώνmobility κινητικότηταmode τρόπος (λειτουργίας)model μοντέλο, τύποςmodem διαποδιαμορφωτήςmodular αρθρωτός, δομοστοιχειωτόςmodularity δομοστοιχείωσηmodulate (v) διαμορφώνωmodulated διαμορφωμένοςmodulated signal διαμορφωμένο σήμαmodulation διαμόρφωσηmodulation index δείκτης διαμόρφωσηςmodulation scheme σχήμα ή διάταξη διαμόρφωσηςmodule δομοστοιχείοmonitor οθόνη, μηνύτορας monitor (v) παρακολουθώmonitoring  παρακολούθησηmost significant bit ‐ MSB το περισσότερο σημαντικό δυαδικό ψηφίοmouse‐click επικρότημα με το ποντίκιmulti access πολλαπλή πρόσβασηmultiboot πολυεκκίνησηmulticast πολυεκπομπήmultifunction device πολυλειτουργική συσκευή  multimedia πολυμέσαmultimedia messaging service ‐ MMS υπηρεσία πολυμεσικών μηνυμάτωνmultimeter πολύμετροmulti‐mode optical fiber πολύτροπη ίναmultiple πολλαπλόςmultiple access πολλαπλή πρόσβασηmultiple subscriber number ‐ MSN πολλαπλός συνδρομητικός αριθμόςmultiplexer πολυπλέκτηςmultipoint‐to‐point πολυσημειοσημειακόςmultipurpose πολλαπλών χρήσεων, πολύσκοποςmultitasking πολυέργειαmutual αμοιβαίοςmutual authentication αμοιβαία επαλήθευση (ταυτότητας), αλληλεπαλήθευσηmutually αμοιβαίαname resolution διευκρίνιση ονομάτωνnarrowband στενοζωνικόςnarrowband frequnecy modulation ‐ NBFM διαμόρφωση συχνότητας (FM) στενής ζώνης  narrowcast  στενοεκπομπήnational roaming εθνική περιαγωγήnear‐end crosstalk ‐ NEXT παραδιαφωνίαnegative αρνητικόςnegotiate (v) διαπραγματεύομαιnegotiation διαπραγμάτευσηnetwork δίκτυοnetwork access layer στρώμα πρόσβασης δικτύουnetwork address translation ‐ NAT μετάφραση διευθύνσεων δικτύουnetwork interface card ‐ NIC κάρτα διεπαφής δικτύουnetwork media μέσα δικτύωσηςnetwork operating centre δικτυακό κέντρο ελέγχουnetwork support technician τεχνικός υποστήριξης δικτύου

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα16 / 27

Page 19: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

network traffic δικτυακή κίνησηnetworking  δικτύωσηnibble τετράδυφο, τετραδυφίοnode κόμβοςnoise θόρυβοςnominal ονομαστικόςnon volatile memory μη πτητική μνήμηnon‐linearity αγραμμικότηταnormal κανονικός (συνήθης)notation συμβολισμόςnucleus πυρήναςnumbering αριθμοδότησηoctal οκταδικόςoctet οκτάδαoff hook απαγκιστρωμένη (τηλ. συσκευή)off‐hook state κατάσταση απαγκίστρωσηςoffset μετατόπισηoffsite εκτός τοποθεσίαςohmmeter ωμόμετροomit (v) παραλείπωomitted παραλειπόμενοςomnidirectional παγκατευθυντικόςon hook αγκιστρωμένη (τηλ. συσκευή)on site εντός τοποθεσίας, επιτόπουone‐way μονόδρομος, μονομερήςon‐hook state κατάσταση αγκίστρωσηςonline επιγραμμικόςon‐site technician επιτόπιος τεχνικόςopen circuit ανοικτό κύκλωμαopen source software λογισμικό ανοικτού κώδικαopen system interconnection model ‐ OSI model μοντέλο διασύνδεσης ανοικτών συστημάτων (μοντέλο OSI)operate (v) λειτουργώoperating system λειτουργικό σύστημαopposite αντίθετοςopposite charge αντίθετο φορτίοoptical fiber οπτική ίναoptical time domain reflectometer ‐ OTDR οπτικό ανακλασίμετρο πεδίου χρόνουorganization οργανισμόςorthogonal frequency division multiplexing ‐ OFDM πολυπλεξία ορθογωνικής διαίρεσης συχνότηταςoscilloscope παλμογράφοςOUI ‐ Organization Unique Identifier Μοναδικός κώδικας αναγνώρισης οργανισμού κάρτας διεπαφής δικτύουoutage διακοπή (λειτουργίας)out‐of‐band εξωζωνικόςovercurrent protection προστασία από υπερέντασηoverflow υπερροή, υπερχείλισηoverhead επίφορτος, επίβαροoverlap (v) επικαλύπτω, επικάλυψη, αλληλοεπικάλυψηoverload υπερφόρτωσηoverload (v) υπερφορτώνωovervoltage protection προστασία από υπέρτασηoverwhelm (v) καταβάλλωpacket πακέτοpacket switched connection σύνδεση μέσω μεταγωγής πακέτων panel επιφάνεια, πίνακαςparameter παράμετροςpassive παθητικόςpassive filter παθητικό φίλτροpassword λέξη πρόσβασης, σύνθημα, διελευτήριοpatch πρόχειρη διόρθωσηpatch (v) διορθώνω  πρόχειραpatch cord κορδόνι διασύνδεσης

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα17 / 27

Page 20: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

patch panel κατανεμητήςpath διάδρομος, διαδρομήpattern  σχηματομορφή, διάγραμμαpeer ομότιμοςpeer‐to‐peer διομότιμοςpenalty ποινήpenetrate (v) διεισδύω, εισχωρώpenetration διείσδυσηperformance επίδοσηperimeter περίμετροςperiod περίοδοςperiodic περιοδικόςperipheral περιφερειακόςperipheral device περιφερειακή συσκευήpermission άδειαpermit (v) επιτρέπωpersist (v) εμμένω, συνεχίζομαιpersistent εμμένονpersonal digital assistant ‐ PDA προσωπικός ψηφιακός βοηθόςphantom powering φαντασμική τροφοδοσίαphase shift keying ‐ PSK διαμόρφωση μετατόπισης φάσηςphishing ηλεκτρονικό ψάρεμαphone phishing ηλεκτρονικό ψάρεμα μέσω τηλεφώνουphysical φυσικόςphysical topology φυσική τοπολογίαping ‐ packet Internet groping ηχοβολισμός πακέτων στο Διαδίκτυοping of death ηχοβολισμός πακετων θανάτου (αίτηση αντήχησης θανάτου)pixel εικονοστοιχείο, εικονοψηφίδαplain old telephone service ‐ POTS απλή παλαιά τηλεφωνική υπηρεσίαplain text μη κρυπογραφημένο κείμενοplan σχέδιοplan (v) σχεδιάζωplane of polarization επίπεδο πόλωσηςplug and play ‐ PnP βυσμάτωση και λειτουργίαpodcast (ηχο)εκπομπή κατ’ αίτησηpoint of presence ‐ POP σημείο παρουσίαςpoint to point δισημειακόςpoint‐and‐click δείχνω και επιλέγωpolar πολικόςpolar pattern πολικό διάγραμμαpolarity πολικότηταpolarization πόλωση, πολικότηταpoll (v) σταθμοσκοπώ, σταθμοσκόπισηpool ομάδα, δεξαμενήpop under καταφυόμενη ιστοσελίδαpop up αναδυόμενη ιστοσελίδαport θύραport address translation ‐ PAT μετάφραση διευθύνσεων θύραςport forwarding προώθηση θύραςport triggering ενερποποίηση θύραςpositive θετικόςpotential δυναμικόpowe line networking ‐ PLN δικτύωση (μέσω) γραμμών ισχύοςpower ισχύςpower line γραμμή ισχύος power line carrier ‐ PLC φέρον (φέρουσα) γραμμών ισχύοςPower line commnunications ‐ PLC επικοινωνίες (μέσω) γραμμών ισχύοςpower over Ethernet ‐ PoE ισχύς (μέσω) δικτύου Ethernetpower supply τροφοδοσία, τροφοδοτικό ισχύοςpowerline carrier φερέσυχνο γραμμής ρεύματοςpowerline telecoms ‐ PLT τηλεπικοινωνίες (μέσω) γραμμών ισχύος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα18 / 27

Page 21: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

practice πρακτικήpre shared key ‐ PSK προμεριζόμενο κλειδίpre‐assembled προκατασκευασμένος   precaution προφύλαξηpredefine (v) προκαθορίζωpredefined προκαθορισμένοςpre‐emphasis προέμφασηpreferred προτιμώμενοςprefix  πρόθεμαprefix length προθεματικό μήκοςprefix notation προθεματικός συμβολισμός (γραφή)prerequisite προαπαιτούμενοpreserve (v) διατηρώpretext πρόφαση, πρόσχημαpretexting προσχηματικό 'ψαρεμα'prevent (v) εμποδίζω, προλαμβάνωprevention πρόληψη, παρεμπόδισηpreventive action προληπτική δράσηpreventive maintenance προληπτική συντήρησηpreventive measure προληπτικό μέτροprimary πρωτεύωνprimary rate access ‐ PRA πρόσβαση πρωτεύοντος ρυθμούprimary rate interface ‐ PRI διεπαφή πρωτεύοντος ρυθμούprinciple of lest privilege αρχή της παραχώρησης ελαχίστων δικαιωμάτωνprinciples αρχέςpriority προτεραιότηταprivacy απόρρητοprivate ιδιωτικόςprivate automatic branch exchange ‐ PABX αυτόματο ιδιωτικό τηλεφωνικό κέντροprivilege προνόμιοproactive προδραστικός, προληπτικόςprocedure διαδικασίαprocess διεργασίαprocess (v) επεξεργάζομαιproductivity παραγωγικότηταprogrammable read only‐memory ‐ PROM προγραμματιζόμενη μνήμη ανάγνωσης μόνο project έργοprompt for permission προτροπή για άδειαpropagate (v) διαδίδομαιpropagated διαδιδόμενοproper ενδεδειγμένος, κατάλληλοςproperty ιδιότηταproprietary ιδιόκτητος, ιδιοταγήςprotocol πρωτόκολλοprotocol data unit ‐ PDU μονάδα δεδομένων πρωτοκόλλου, μονάδα στοιχείων πρωτοκόλλουprotocol stack στοίβα πρωτοκόλλουprotocol suite  πρωτόκολλο ακολουθίαςproton πρωτόνιοprototype πρωτότυποprovision παροχήprovisioned παρεχόμενοςproximity γειτνίασηproxy πληρεξούσιοςproxy server πληρεξούσιος εξυπηρετητήςpublic δημόσιοςpublic switched telephone network ‐ PSTN δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγήςpulse code modulation ‐ PCM παλμοκωδική διαμόρφωση ‐ PCMpulse dialling παλμοεπιλογήpulse generator γεννήτρια παλμώνpurpose σκοπόςQR (Quick Response) code γραμμοκωδικός QR  (ταχείας απόκρισης)

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα19 / 27

Page 22: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

quadrature ‐ Q ορθογωνισμόςquadrature amplitude modulation ‐ QAM διαμόρφωση πλάτους με ορθογωνισμό φάσηςquality audit  επιθεώρηση ποιότηταςquality control  έλεγχος ποιότηταςquality of service (QoS) ποιότητα υπηρεσίαςquantization κβάντισηquantization distortion παραμόρφωση κβαντισμούquery (v) ερώτημαqueue ουρά αναμονήςradiate (v) ακτινοβολώradiation ακτινοβολίαradiation pattern διάγραμμα ακτινοβολίαςradio frequency ραδιοσυχνότηταradio frequency interference ‐ RFI παρεμβολή ραδιοσυχνότηταςrandom τυχαίοςrandom access τυχαία πρόσβασηrandom access memory ‐ RAM μνήμη τυχαίας προσπέλασης (πρόσβασης)random number τυχαίος αριθμόςrange περιοχή, φάσμα, εμβέλεια, κλίμακα, πεδίοrange extender επεκτατήρας εμβελείαςransomware λυτρισμικόraster ψηφιδόπλεγμαreach (v) επιτυγχάνωreachability προσιτότηταreachable προσιτόςreact (v) αντιδρώreactance αντίδρασηreactive αντιδραστικόςreactor αντιδράστηςread‐only memory ‐ ROM μνήμη ανάγνωσης  μόνο receipt απόδειξηreceiver δέκτηςreconstruct (v) ανακατασκευάζω, ανασυγκροτώrecord εγγραφή, καταγραφήrecord (v) καταγράφωrecover (v) ανακάμπτωrecovery ανάκαμψη, επανόρθωση, ανάκτησηrecursive αναδρομικόςrecursive static route αναδρομικό στατικό δρομολόγιοredundancy πλεονασμόςredundant   πλεονάζων, πλεοναστικός refer (v) αναφέρωreference αναφοράreflect (v) ανακλώreflected wave ανακλώμενο κύμαreflection ανάκλασηreflector ανακλαστήραςrefraction διάθλασηrefresh ανανέωσηrefresh (v) ανανεώνωregister καταχωρητήςregister (v) καταχωρώregistered καταχωρημένοςregistry μητρώοreliability αξιοπιστίαreliable αξιόπιστοςrely (v) βασίζομαιremark σχόλιο, παρατήρησηremote απομακρυσμένοςremote access τηλεπρόσβασηremote access VPN VPN τηλεπρόσβασης

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα20 / 27

Page 23: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

remote control τηλεέλεγχοςrepeater επαναλήπτης, αναμεταδότηςrepel (v) απωθώreplicate (v) αναπαράγω, επαναλαμβάνωreport έκθεση, αναφοράreport (v) αναφέρωrequest αίτημα, αίτησηrequest (v) αιτούμαιrequest for comment ‐RFC αίτημα για σχολιασμόrequest to send ‐ RTS αίτηση για αποστολήrequirements απαιτήσειςreroute (v) επαναδρομολογώresearch (v) ερευνώresearch and development ‐ R & D έρευνα και ανάπτυξηreserve (v) δεσμεύωreserved δεσμευμένος, εφεδρικόςreset επαναφορά αρχικών συνθηκών, επανέναρξηreset (v) επαναφέρω (στις αρχικές συνθήκες), επαναρχίζωresilient ανθεκτικόςresistance αντιστάτηςresistor αντίστασηresolution ανάλυση, επίλυση, ευκρίνεια, ικανότητα, ανάλυσηresolve (v) επιλύωresource πόροςrespond (v) αποκρίνομαιresponse απόκρισηresponse time χρόνος απόκρισηςresponsible υπεύθυνος, αρμόδιος restart επανεκκίνησηrestart (v) επανεκκινώrestoration επαναφοράrestore (v) επαναφέρωretransmission επαναμετάδοσηretransmit επανεκπέμπωretransmit (v) αναμεταδίδωretrieve ανάκτησηretrieve (v) ανακτώreturn loss απώλεια επιστροφήςreversed pair ανεστραμμένο ζεύγοςRF signal generator γεννήτρια σημάτων RFring tone τόνος κωδωνισμού, τόνος κουδουνίσματοςringing current ρεύμα κωδωνισμούrisk διακινδύνευση, κίνδυνοςrisk (v) διακινδυνεύωroaming περιαγωγήrobust στιβαρόςrobustness στιβαρότηταrollover cable καλώδιο κονσόλας Ciscoroutable μπορεί να δρομολογηθείroute δρόμος, δρομολόγιοroute (v) δρομολογώroute summarization συνόψιση δρομολογίωνrouted δρομολογημένοςrouter  δρομολογητήςroutine πρόγραμμαroutine συνήθηςroutine maintenance συνήθης συντήρησηrouting δρομολόγησηrouting metric μετρική δρομολόγησηςrouting table  πίνακας δρομολόγησηςrule κανόνας

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα21 / 27

Page 24: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

safety precautions προφυλάξεις ασφάλειαςsample (v) δειγματοληπτώ, δείγμαsample rate ρυθμός δειγμάτωνsampling δειγματοληψίαsampling rate ρυθμός δειγματοληψίας, συχνότητα δειγματοληψίαςsaw‐tooth generator γεννήτρια πριονωτού σήματοςscalability επεκτασιμότιταscalable επεκτάσιμοςscale κλίμακαscale down (v) μειώνω, υποβαθμίζωscan (v) σαρώνωscanner σαρωτήςscanning σάρωσηscatter σκέδαση, διάχυσηscatter (v) διαχέω, σκορπίζωscattering σκέδασηschedule χρονοπρόγραμμαscheduler χρονοπρογραμματιστήςscheme διάταξη, σχήμαscience επιστήμηscientific επιστημονικόςscramble (v) περιπλέκωscreen οθονήscreen (v) διαχωρίζωscreened θωρακισμένοςscreened twisted pair cable καλώδιο θωρακισμένων συνεστραμμένων ζευγώνscreening διαλογήsecondary δευτερεύωνsector τομέαςsecure ασφαλήςsecure (v) ασφαλίζωsecurity ασφάλειαsecurity breach ρωγμή ασφάλειαςsecurity policy πολιτική ασφάλειαςsegment τμήμαsegmentation τεμαχισμόςsensitive ευαίσθητοςsensitivity ευαισθησίαsensor αισθητήραςseparate (v) χωρίζω, διαχωρίζω, χωριστός, ξεχωριστόςseparated διαχωριζόμενοςseparation διαχωρισμόςseparator διαχωριστήςsequence ακολουθίαsequential ακολουθιακόςserial σειριακόςserver εξυπηρετητήςservice level agreement ‐ LSA συμφωνία στάθμης (παρεχόμενης) υπηρεσίαςservice outage διακοπή υπηρεσίαςservices υπηρεσίεςsession σύνοδος, συνεδρίαsetting θέση, ρύθμιση, τοποθέτησηshare (v) μοιράζομαιshared μεριζόμενοςshared resource διαμεριζόμενος πόροςsharing μερισμόςshell κέλυφοςshield ασπίδαshielded θωρακισμένοςshielded twisted pair cable καλώδιο θωρακισμένων συνεστραμμένων ζευγώνshielding θωράκιση

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα22 / 27

Page 25: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

short circuit βραχυκύκλωμαshort messaging service ‐ SMS υπηρεσία βραχέων (σύντομων) μηνυμάτωνsignal σήμαsignal distortion παραμόρφωση σήματοςsignal strength ένταση σήματοςsignalling σηματοδοσίαsignal‐to‐noise ratio ‐ SNR λόγος σήματος προς θόρυβοsignature υπογραφήsignificant σημαντικόςsimilar όμοιοςsimilarity ομοιότηταsimplex μονόδρομος, μονόδρομη (επικοινωνία)simulate (v) προσομοιώνωsimulation προσομοίωσηsimulator προσομοιωτήςsimultaneously ταυτόχροναsingle μονόςsingle frequency network ‐ SFN μονοσυχνικό δίκτυοsingle point of failure μονοσημειακό σημείο βλάβηςsingle side band ‐ SSB μονή πλευρική ζώνηsingle side band modulation ‐ SSB modulation διαμόρφωση μονής πλευρικής ζώνηςsingle‐mode optical fibre μονότροπη οπτική ίναsite θέση, τοποθεσία, εγκατάστασηsite survey επισκόπηση εγκατάστασηςsite‐to‐site διατοπικόςsite‐to‐site VPN διατοπικό VPNskill δεξιότηταslash notation κάθετος συμβολισμός (γραφή)smart card έξυπνη κάρταsocial κοινωνικόςsocial engineering κοινωνική μηχανίκευσηsocket υποδοχή, πρίζαsoftware λογισμικόsolicit (v) ζητώ, επικαλούμαιsolicited επικλητόςsolid state device διάταξη στερεάς κατάστασηςsound track ηχητικό ίχνοςsource πηγή, προέλευσηsource code πηγαίος κώδικαςspam ανεπιθύμητο ηλεκτρονικό μήνυμαspamming αποστολή ανεπιθύμητων μηνυμάτων ηλεκτρονικου ταχυδρομείουspan εκπέτασμαspan (v) εκτείνομαιspeaker ηχείοspecification προδιαγραφήspecified προδιαγεγραμμένος, καθορισμένοςspecify (v) προδιαγράφω, καθορίζωspectrum φάσμαsplit pair διαχωρισμένο ζεύγοςspoof (v) παραπλανώspoofing παραπλάνησηspyware κατασκοπευτικό λογισμικόsquare wave generator γεννήτρια τετραγωνικών παλμώνstability σταθερότητα, ευστάθειαstack στοίβαstackable στοιβαζόμενοςstandard πρότυπο, τυπική τιμήstandardisation τυποποίησηstandardise (v) τυποποιώstanding wave στάσιμο κύμαstanding wave ratio ‐ SWR λόγος στάσιμου κύματος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα23 / 27

Page 26: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

startup εκκίνησηstarvation λιμοκτονίαstate κατάστασηstatement δήλωση, κατάστασηstation σταθμόςstatus κατάστασηstorage αποθήκευσηstorage area network ‐ SAN δίκτυο περιοχής αποθήκευσηςstore αποθήκηstore (v) αποθηκεύωstraight through cable ευθύγραμμο καλώδιοstrategy στρατηγικήstream ρεύμαstreaming ρευμάτωσηstrengthen (v) ενισχύωstring στοιχειοσειράstructure δομήstructured δομημένοςstructured cabling δομημένη καλωδίωσηstub στέλεχοςstub network στελεχικό δίκτυοsubcarrier υποφέρουσαsubinterface υποδιεπαφήsubnet mask μάσκα υποδικτύουsubnetwork υποδίκτυοsubscriber συνδρομητήςsubscriber loop συνδρομητικός βρόχοςsubscriber signalling συνδρομητική σηματοδοσίαsubstitute (v) υποκαθιστώsubstitution υποκατάσταση, αντικατάστασηsubwoofer υποβαθύφωνο, υποβαθυφωνικό μεγάφωνοsuite ακολουθίαsummarize (v) συνοψίζωsummary περίληψη, ανακεφαλαίωση, σύνοψηsummary address περιληπτική (συνοπτική) διεύθυνσηsummary route περιληπτικό (συνοπτικό) δρομολόγιοsuperheterodyne υπερετερόδυνοςsuperimpose (v) υπερθέτωsuperimposed υπερτιθέμενοςsupernet ‐ superinternetwork υπερδίκτυοsupport (v) υποστηρίζω, υποστήριξηsuppress (v) καταστέλλωsuppression καταστολήsuppressor καταστολέαςsurvey έρευνα, επισκόπησηsusceptibility επιδεκτικότηταsusceptible επιδεκτικόsustain (v) διατηρώswap ανταλλαγή (εναλλαγή)swap (v) ανταλλάσσω (εναλλάσσω)swapping ανταλλαγή, εναλλαγήswitch μεταγωγέαςswitch virtual interface ‐ SVI εικονική διαπαφή μεταγωγέαswitching μεταγωγήsymmetric συμμετρικόςsympton σύμπτωμαsyn (synchronous) flooding κατακυσμός (πλημμύρα) μηνυμάτωνsynchronisation συγχρονισμόςsynchronise (v) συγχρονίζωsynchronized συγχρονισμένοςsynchronous σύγχρονος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα24 / 27

Page 27: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

system crash κατάρρευση συστήματοςtag ετικέττα προσάρτημαtask έργο, ειδικό έργο, επιμέρους έργοtelecast  τηλεεκπομπήtelecommunications service provider ‐ TSP παροχέας τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιώνtelephone exchange τηλεφωνικό κέντροterminal portability φορητότητα τερματικούterminate (v) τερματίζωtermination τερματισμόςtermination impedance εμπέδηση τερματισμούtermination of a service τερματισμός υπηρεσίαςtest δοκιμήtest (v) δοκιμάζω, υποβάλλω σε δοκιμήtesting δοκιμέςtest‐NET address διεύθυνση ελέγχου δικτύουTFTP ‐ trivial file transfer protocol τετριμμένο πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείωνthreat απειλήthree party conference τριμερής διάσκεψηthree‐way handshake τριμερής χειραψίαthroughput διεκπεραιωτικότητα (δεδομένων)time  χρόνοςtime (v.) χρονίζωtime division multiplex ‐ TDM πολυπλεξία διαίρεσης χρόνουtime domain πεδίο χρόνουtime domain reflectometer ‐ TDR ανακλασίμετρο πεδίου χρόνουtimeout εξωχρονισμόςtimer χρονομετρητήςtiming χρονισμόςtiming signal σήμα χρονισμούtoken αδειοδοτικό, κέρμαtoken ring δακτύλιος αδειοδοτικούtolerance ανοχήtolerate (v) ανέχομαιtoll network υπεραστικό δίκτυοtool εργαλείοtop box επισύσκευη μονάδαtopology τοπολογίαtotal cost of ownwership ολικό κόστος ιδιοκτησίας (απόκτησης)trace ίχνοςtrace (v) ιχνηλατώtrack τροχιά, ίχνοςtrack (v) ιχνηλατώtracking ιχνηλάτησηtracking cookie μπισκότο (δεδομένων) ιχνηλάτησηςtraffic κίνησηtrailer ουρά, ουραίοtrailing ουραίοςtrailing zeroes ακολουθούντα μηδενικάtransceiver πομποδέκτηςtransform (v) μετασχηματίζωtransformer μετασχηματιστήςtransient μεταβατικόςtransit μεταβατικόςtransit traffic μεταβατική κίνησηtransition μετάβασηtranslation μετάφρασηtransmission μετάδοσηtransmit (v) εκπέμπω, μεταδίδωtransmitter πομπόςtransport control protocol ‐ TCP πρωτόκολλο ελέγχου μεταφοράςtrial and error method μέθοδος δοκιμής και σφάλματος

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα25 / 27

Page 28: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

tri‐band τριπλής ζώνηςtrigger πυροδοτώ, σκανδάληtriggered update ενεργοποιούμενη ενημέρωσηtrojan horse δούρειος ίπποςtroubleshoot (v) αντιμετωπίζω βλάβηtroubleshooting αντιμετώπιση βλαβώνtrunk ζευκτικό κύκλωμα, ζεύξηtrunk circuit ζευκτικό κύκλωμαtrunk Code υπεραστικός κωδικόςtrunk line τηλεφωνική γραμμή κέντρουtrunking συγκανάλωσηtunnel σύραγγαtunnelling σηράγγωσηtweeter υψίφωνο, υψιφωνικό μεγάφωνοtwisted pair συνεστραμμένο ζεύγοςtwo‐way αμφίδρομοςultimate τελικός, έσχατοςultimate route τελικό δρομολόγιοultraviolet υπεριώδεςunable μη ικανόςunambiguous αναμφίσημοςunauthorised intruder ανεξουσιοδότητος εισβολέαςunicast μονοεκπομπήunidirectional μονοκατευθυντικόςuniform resource locator ‐ URL ομοιόμορφος εντοπιστής πόρωνuninterruptible power supply ‐ UPS αδιάλειπτο τροφοδοτικό ισχύοςunique μοναδικόςuniversal asynchronous receiver/transmitter ‐ UART καθολικός ασύγχρονος δεκτης/πομπόςuniversal serial bus ‐ USB καθολική σειριακή αρτηρίαunlicenced χωρίς άδειαunreachable μη προσεγγίσιμος, απρόσιτοςunreliability αναξιοπιστίαunreliable αναξιόπιστοςunshielded twisted pair ‐ UTP αθωράκιστο συνεστραμμένο ζεύγοςunsolicited ανεπίκλητοςunspecified ακαθόριστος, απροδιάγραπτοςupdate ενημέρωσηupdate (v) ενημερώνωupgrade αναβάθμισηupgrade (v) αναβαθμίζωuplink ανερχόμενη ζεύξηupload αναφόρτωσηupload (v) αναφορτώνω, ανεβάζωupper sideband ‐ USB άνω πλευρική ζώνηupstream αντιρρευματικόςusage χρήσηuser χρήστηςusername χρηστώνυμοutility βοήθημαutility οργανισμός ή επιχείρηση (υπηρεσία) κοινής ωφελείαςvalid έγκυροςvariable length subnet mask ‐ VLSM μεταβλητού μήκους μάσκα υποδικτύου variable length subnet masking ‐ VLSM υποδικτύωση με μάσκα μεταβλητού μήκουςvector διάνυσμαvendor πωλητήςverification επαλήθευσηverify (v) επαληθεύωversion έκδοση, μοντέλο συσκευής, εκδοχή, παραλλαγήvertical polarization κατακόρυφη πόλωσηvery high bit rate digital subscriber line ‐ VDSL πολύ ψηλού ρυθμού δυφιακή ψηφιακή συνδρομητική γραμμήvestigial sideband ‐ VSB υπολειπόμενη πλευρική ζώνη, (ημινονόπλευρη ζώνη)

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα26 / 27

Page 29: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

Αγγλικός Όρος Ελληνικός  Όρος

via μέσωviability βιωσιμότηταviable βιώσιμοςvideo conference εικονοδιάσκεψηvideo stream βιντεόρρευμαvideo telephony εικονοτηλεφωνίαviolation παραβίασηvirtual εικονικός, ιδεατόςvirtual circuit ιδεατό κύκλωμαvirtual LAN ‐ VLAN ιδεατό LANvirtual memory εικονική (ιδεατή) μνήμηvirtual private network ‐ VPN ιδεατό ιδιωτικό δίκτυοvirtual terminal ‐ VTY ιδεατό τερματικόvirtualization ιδεατοποίηση, εικονοποίησηvirtualize (v) ιδεατοποιώvirus ιόςvishing ηλεκτρονικό ψάρεμα (μέσω τηλεφώνου)visible light ορατό φωςvisited location register ‐ VLR καταχωρητής θέσης επισκεπτώνvisual ορατικός, οπτικόςvisual display unit ‐ VDU μονάδα οπτικής παρουσίασηςvoice mail φωνοταχυδρομείοvoice over IP ‐ VoIP φωνή μέσω IP (πρωτοκόλλου διαδικτύου)void άκυρος, κενόςvolatile memory πτητική μνήμηvoltage τάσηvoltage standing wave ratio ‐ VSWR λόγος στάσιμου κύματος τάσηςvoltmeter βολτόμετροvulnerability τρωτότητα, προσβλητότηταvulnerable προσβλητός, τρωτόςwake‐up call κλήση αφύπνισηςwarning προειδοποίησηwarning tone τόνος προειδοποίησηςwarranty εγγύηση, εξασφάλισηwave κύμαwave polarization πόλωση κύματοςwaveguide κυματοδηγόςwavelenght μήκος κύματοςweak ασθενής, αδύνατοςweakness αδυναμίαwebcast  ιστοεκπομπήwide area network ‐ WAN δίκτυο ευρείας ζώνηςwideband frequency modulation ‐ WDFM διαμόρφωση συχνότητας (FM) ευρείας ζώνης  wildcard netmask ανάστροφη μάσκα υποδικτύουwired ενσύρματοςwireless ασύρματοςwireless fidelity ‐ Wi‐Fi ασύρματη πιστότηταwireless fidelity network (Wi‐Fi network) δίκτυο ασυρματικής πιστότητας,  δίκτυο WiFiwireless personal area network ‐ WPAN ασύρματο δίκτυο προσωπικού χώρουwiremap χάρτης διασυρμάτωσηςwoofer βαθύφωνο, βαθυφωνικό μεγάφωνοwork group ομάδα εργασίαςwork order  εντολή έργου, διατακτικόworm σκουλήκι, λογισμικό σκουλήκιzombie ζόμπι (ζωντανός‐νεκρός)zone ζώνη

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝPC 2018                             

Σελίδα27 / 27

Page 30: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ

Κατάλογος Επιγραμματικών Αγγλοελληνικών Τεχνικών Λεξικών

http://www.moto-teleterm.gr/en/search_en.asp

http://www.eleto.gr/en/LexicaAndGlossaries.htm

http://inforterm.cs.aueb.gr/greek/search.php

http://iate.europa.eu/SearchByQueryLoad.do?method=load

Page 31: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ

Page 32: Αγγλοελληνικό Λεξικό Δικτύωνtech-scholi2-lef.schools.ac.cy/data/uploads/anakoinoseis/vivlia/... · accounting διαχείριση accreditation διαπίστευση

ΔΙΚΤΥΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΕΚΔΟΣΗ 2019 Π ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ