06_gavriilidou_z_icgl8_OK

10
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΑΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ –Α/ΑΝ- 1 Ζωή Γαβριηλίδου Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected] Abstract In this paper we claim that the modern Greek privative morpheme α- and its phonological allomorph αν-, when found in deverbal adjectives functioning in phrases as nominal modifiers (e.g. απερίγραπτος, αμέτρητος, ανείπωτος, απίστευτος) present an intensive meaning (αμέτρητα αστέρια, απερίγραπτη ταλαιπωρία, ανείπωτη χαρά). In cases like these there is a limit between μετρώ μετρήσιμος and ‘δεν μπορώ να μετρήσω’ – αμέτρητος, which depends on the degree of stereotypic characteristics (such as size, duration, quantity) found in the modified noun which could explain the passage from the privative meaning of α- and αν- to the intensive one. This study is based on the theoretical frameworks of Corbin (1991) for the morphological analysis of words, the model of classes of objects (Gross 1994) for the semantic classification of nouns functioning as bases for the derivation of words with –α/αν- and the Text-meaning theory of I. Mel’ cuk (1997) for the combinatorial properties of adjectives with –α/αν. 1. Εισαγωγή Το α 2 - (και το φωνολογικά καθορισμένο αλλόμορφο του αν-) περιγράφονται στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη ως λαϊκά αχώριστα μόρια που σημαίνουν «άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β’ συνθετικό» (Τριανταφυλλίδης 1941: 143). Στο Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (ΛΣΕΔΓ) του Εμμανουήλ Κριαρά εμφανίζεται απλά ως στερητικό χωρίς να υπάρχει προσδιορισμός της γραμματικής κατηγορίας στην οποία ανήκει. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη χαρακτηρίζεται ως στερητικό πρόθημα που δηλώνει 1. α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ αβέβαιος, σε ρηματικά επίθετα σε –τος ενεργητικής σημασίας π.χ. ανάρμοστος, παθητικής σημασίας π.χ. αβασάνιστος, ανεξέλεγτος και ενεργητικής και παθητικής σημασίας π.χ. απλήρωτος, αφάγωτος, χωρίς διάκριση της απλής άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δεν δικαιολογήθηκε/λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί/λογαριαστεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη, γ. (σε 1 Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτρια του Α.Π.Θ Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη που διάβασε το κείμενο και προέβη σε ενδιαφέροντα σχόλια. 2 Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας το α- ετυμολογικά προέρχεται από το Ι.Ε *nI -, συνεσταλμένης βαθμίδας του Ι.Ε στερητικού *ne. 674

Transcript of 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

Page 1: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΑΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ –Α/ΑΝ-1

Ζωή Γαβριηλίδου

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

[email protected]

Abstract

In this paper we claim that the modern Greek privative morpheme α- and its phonological

allomorph αν-, when found in deverbal adjectives functioning in phrases as nominal modifiers

(e.g. απερίγραπτος, αμέτρητος, ανείπωτος, απίστευτος) present an intensive meaning

(αμέτρητα αστέρια, απερίγραπτη ταλαιπωρία, ανείπωτη χαρά). In cases like these there is a

limit between μετρώ – μετρήσιμος and ‘δεν μπορώ να μετρήσω’ – αμέτρητος, which depends

on the degree of stereotypic characteristics (such as size, duration, quantity) found in the

modified noun which could explain the passage from the privative meaning of α- and αν- to

the intensive one.

This study is based on the theoretical frameworks of Corbin (1991) for the morphological

analysis of words, the model of classes of objects (Gross 1994) for the semantic classification

of nouns functioning as bases for the derivation of words with –α/αν- and the Text-meaning

theory of I. Mel’ cuk (1997) for the combinatorial properties of adjectives with –α/αν.

1. Εισαγωγή

Το α2- (και το φωνολογικά καθορισμένο αλλόμορφο του αν-) περιγράφονται στη Γραμματική

του Τριανταφυλλίδη ως λαϊκά αχώριστα μόρια που σημαίνουν «άρνηση ή στέρηση εκείνου

που δηλώνεται από το β’ συνθετικό» (Τριανταφυλλίδης 1941: 143). Στο Λεξικό της

Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας (ΛΣΕΔΓ) του Εμμανουήλ Κριαρά εμφανίζεται

απλά ως στερητικό χωρίς να υπάρχει προσδιορισμός της γραμματικής κατηγορίας στην οποία

ανήκει. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη

χαρακτηρίζεται ως στερητικό πρόθημα που δηλώνει 1. α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό

που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, π.χ αβέβαιος, σε ρηματικά επίθετα σε –τος ενεργητικής

σημασίας π.χ. ανάρμοστος, παθητικής σημασίας π.χ. αβασάνιστος, ανεξέλεγτος και

ενεργητικής και παθητικής σημασίας π.χ. απλήρωτος, αφάγωτος, χωρίς διάκριση της απλής

άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δεν

δικαιολογήθηκε/λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί/λογαριαστεί. β. (σε

ουσιαστικά) την έλλειψη της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη, γ. (σε

1 Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτρια του Α.Π.Θ Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη που διάβασε το κείμενο και προέβη σε ενδιαφέροντα σχόλια.2 Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας το α- ετυμολογικά προέρχεται από το Ι.Ε *nI -, συνεσταλμένης βαθμίδας του Ι.Ε στερητικού *ne.

674

Page 2: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

ρήματα) αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη π.χ. αδυνατώ». Στο Λεξικό της

Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΚΝ) του Γ. Μπαμπινιώτη το α- περιγράφεται ως στερητικό

προθεματικό στοιχείο της αρχαίας και της Νέας Ελληνικής που δηλώνει γενικά άρνηση

(στέρηση ή έλλειψη), προκειμένου η λέξη να εκφράζει το αντίθετο από το β’ συνθετικό της.

Η Ράλλη (2005: 42) κατατάσσει το α- στα κληρονομημένα από την Αρχαία Ελληνική

προθήματα της Νέας Ελληνικής, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη μνεία στη σημασία του. Η

Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής (Οικονόμου 1984 : 259) αναφέρει την ύπαρξη του

επιτατικού α- «που επιτείνει την έννοια του β’ συνθετικού: (α+τείνω) ατενής (=πολύ

τεντωμένος), (α + θ. χαν- του έχανον, αορ. β’ του χάσκω) αχανής (= που χάσκει πολύ, πολύ

ανοιχτός)».

Στην ανακοίνωση αυτή θα εστιάσουμε στην περίπτωση που τα α- και αν- εμφανίζονται σε

μεταρηματικά επίθετα σε –τος (π.χ. απερίγραπτος, αμέτρητος) (για τα ρηματικά επίθετα σε –

τος και -τός πβ. Νάκας 1983, Σετάτος 1985, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1995, Μαρκαντωνάτου

et al. 1996), συνδυάζονται με συγκεκριμένες σημασιολογικές βάσεις και στα οποία

παρατηρείται μια μετάβαση από τη στέρηση στην επίταση όπως στα αμέτρητος (αμέτρητα

αστέρια), απερίγραπτος (απερίγραπτη ταλαιπωρία), ανείπωτος (ανείπωτη χαρά), απίστευτος

(απίστευτη αντοχή). Η σημασία αυτή δεν έχει καταγραφεί από όσο γνωρίζουμε σε σύγχρονα

λεξικά της Νέας Ελληνικής ή σε γραμματικές, σε αντίθεση με την καταγεγραμμένη επιτατική

σημασία ενός άλλου αχώριστου λαϊκού μορίου, του ξε- (πβ. Νεοελληνική Γραμματική Μ.

Τριανταφυλλίδη3, Ralli 2001, Ευθυμίου 2001).

Πιο συγκεκριμένα θα μελετηθούν μεταξύ άλλων οι ιδιότητες σχηματισμού λέξεων με το

επιτατικό α-/αν- (κατηγορία βάσης και μορφολογικά χαρακτηριστικά της), τα σημασιολογικά

χαρακτηριστικά της βάσης στην οποία προστίθεται το α-/αν, η δυνατότητα ύπαρξης ζευγών

όπως πιστευτός/απίστευτος, *αριθμητός/αναρίθμητος καθώς και τα σημασιολογικά

χαρακτηριστικά των λέξεων οι οποίες προσδιορίζονται από επίθετα όπου μετέχει το α-/αν με

επιτατική σημασία.

Θα προσπαθήσω να δείξω ότι το α-/αν:

• σε συγκεκριμένη μορφολογική δομή,

• όταν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες σημασιολογικές κατηγορίες ρημάτων,

• όταν η παραγόμενη λέξη λειτουργεί ως τροποποιητής σε συγκεκριμένες

σημασιολογικές τάξεις ουσιαστικών

μπορεί να εμφανίσει πέρα της στερητικής και μια επιτατική σημασία.

3 Θεωρούμε ότι ο Τριανταφυλλίδης (1983: 55) αναφέρεται στην επιτατική σημασία του ξε- όταν αναφέρει ότι το ξε- «σημαίνει ….πολύ: ξέμακρα, ξεμακραίνω, ξεκουφαίνω, εντελώς: ξεγυμνώνω, ξεπαγιάζω, ξεπουλώ, ξετίναγμα.»

675

Page 3: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

Για το σκοπό αυτό θα αξιοποιηθεί το θεωρητικό πλαίσιο της Corbin (1991) για τη

μορφολογική ανάλυση των λέξεων που θα μελετηθούν, το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων

(Gross 1994) για τη σημασιολογική ταξινόμηση των ουσιαστικών που λειτουργούν ως βάσεις

κατά την παραγωγή λέξεων με –α/αν- που εμφανίζουν επιτατική σημασία καθώς και η

θεωρία Sens-Texte του I. Mel’ cuk (1997) για τις συνδυαστικές ιδιότητες των παράγωγων

λέξεων με το α-/αν που μελετάμε.

2. Περιγραφή των δεδομένων

Η παρούσα εργασία βασίζεται σε σώμα δεδομένων που προέρχεται από αποδελτίωση του

Αντίστροφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής της Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (ΑΛΝΕ), του

Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη (ΛΚΝ), του Λεξικού της

Νεοελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη και του Λεξικού της Σύγχρονης Ελληνικής

Δημοτικής Γλώσσας του Εμμ. Κριαρά (ΛΣΔΕΓ).

Δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων όπου καταγράφηκε το λήμμα (που ήταν λέξη που

άρχιζε από το στερητικό α- ή αν- και είχε επιτατική σημασία), η σημασία του, τα ουσιαστικά

με τα οποία συνδυάζεται, η δυνατότητα σχηματισμού θετικού τύπου σε –τός ή σε –σίμος.

Ελέγχθηκε η χρήση των λημμάτων και τα ουσιαστικά με τα οποία συνδυάζεται με τη χρήση

μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο, όπως το google και το lycos.

Από τη μελέτη του σώματος δεδομένων που συγκεντρώθηκε διαπιστώθηκε ότι στην

πλειονότητα των περιπτώσεων τα α- και αν- που μας ενδιαφέρουν εμφανίζονται σε

μεταρηματικά επίθετα σε –τος, τα οποία σχηματίζονται από το αοριστικό θέμα ή το θέμα της

μετοχής του παθητικού παρακειμένου του ρήματος που αποτελεί τη βάση της

κατασκευασμένης λέξης π.χ. α- σίγασ- τος4. Όπως σωστά παρατηρεί η Αναστασιάδη (1994:

480), συχνά το -τος στα παραδείγματα που μας ενδιαφέρουν εμφανίζεται «σε ρηματικούς

τύπους που εμφάνιζαν φωνήεν πριν από τα μορφήματα φωνής, ρηματικού τρόπου, χρόνου ή

έγκλισης», π.χ. «α-κτυπη-ος>ακτύπη-τος, αν-είπω-τος» κτλ. Σε σπάνιες περιπτώσεις5

διαπιστώθηκαν λέξεις με επιτατικό α- ή αν- που δεν ανήκε σε μεταρηματικά επίθετα.

Σύμφωνα με τη Ράλλη (2005: 88), δομές όπου το α- παρατηρείται σε μεταρηματικά

επίθετα σε –τος αποτελούν δομικά παράδοξα (bracketing paradox), εφόσον η σημασιολογική

δομή αυτών των μεταρηματικών επιθέτων *[[α-ΡΗΜΑ]-τ(ος)] δεν φαίνεται να συμφωνεί με

τη μορφολογική τους ανάλυση [α-ΡΗΜΑ-τ(ος)]]. Η Ράλλη (2005:89) για να εξηγήσει το

γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη υπαρκτή λέξη χωρίς το α- στη βάση των οποίων

παράγονται οι λέξεις με α- ΡΗΜΑ -τος δέχεται την ύπαρξη πιθανών λέξεων.

4 Για το στερητικό α- στην ελληνική βλ και Ευθυμίου (2002 : 187-190).5 Ένας περιορισμένος αριθμός κληρονομημένων λέξεων με α- που δηλώνει επίταση δεν εμφανίζεται σε μεταρηματικά επίθετα σε -τος, π.χ. απαράμιλλος (μεσ. απαράμιλλος < αρχ. παράμιλλος ‘ασυναγώνιστος’ με προσθήκη του α- ), ασύστολος (λογ. α- συστολ (ή) –ος) , ανυπόφορος, αχανής, ατενής, κτλ.(για την επιτατική σημασία του α- στην αρχαία ελληνική βλ. Οικονόμου 1984). Οι λέξεις αυτές δεν θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο.

676

Page 4: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

Μια διαφορετική άποψη με την οποία τείνουμε να συμφωνήσουμε εκφράζει η

Αναστασιάδη (1994: 477) η οποία υποστηρίζει ότι στα μεταρηματικά επίθετα με το

στερητικό πρόθημα α- το –τος παίζει το ρόλο ταξικού σηματοδότη (ΤΣ) (βλ και Corbin

1991), που ενσωματώνει στην κατηγορία των μεταρηματικών επιθέτων προθηματοποιημένα

επίθετα, δεν φέρει σημασιολογικό φορτίο, έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του επιθήματος

-τ(ός) και «η εμφάνισή του προκαλείται από τη σύγχρονη παρουσία της ρηματικής βάσης και

του προθήματος, το οποίο πρέπει να φέρει το χαρακτηριστικό αυτό κατά την περιγραφή του:»

[(α) <ΤΣ+> [μετρη(μένος)]Ε α-μέτρητος

[(α) <ΤΣ+> [περιορισ(μένος)]Ε α-περιόριστος

Η θεωρητική αυτή επιλογή μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε γιατί τα περισσότερα λήμματα

του σώματος δεδομένων μας δεν διαθέτουν θετικό τύπο σε –τός (αμείωτος/*μειωτός,

απερίγραπτος/*περιγραπτός, αβάσταχτος/*βασταχτός, αλλά απίστευτος/πιστευτός): σύμφωνα

με το σχηματισμό που προτείνεται από την Αναστασιάδη δεν προηγείται επιθηματοποίηση σε

-τος και έπειτα προθηματοποίηση ή σύνθεση με το α- μεταξύ άλλων για σημασιολογικούς

λόγους, αλλά σύγχρονη παρουσία προθήματος και ρηματικής βάσης. Όταν υπάρχει

σημασιολογικά αντίθετος θετικός τύπος, αυτός είναι σε –σιμος6 π.χ. αμέτρητος ‘που δεν

μπορεί να μετρηθεί’/μετρήσιμος ‘που μπορεί να μετρηθεί’, αναρίθμητος ‘που δεν μπορεί να

αριθμηθεί’/αριθμήσιμος ‘που μπορεί να αριθμηθεί’, ασύγκριτος ‘που δεν μπορεί να

συγκριθεί’/συγκρίσιμος ‘που μπορεί να συγκριθεί’. Όταν σπάνια υπάρχει τύπος σε –τός

συνήθως εμφανίζει διαφορετική σημασία σχηματίζοντας μεταφορές ή φρασεολογισμούς

αμέτρητος/μετρητός (μετρητά χρήματα), αχτύπητος/χτυπητός (χτυπητό χρώμα, χτυπητό αυγό)

(για το χαρακτηριστικό των μεταρηματικών επιθέτων σε –τός να δημιουργούν

φρασεολογισμούς και μεταφορές βλ Σετάτο 1985: 76, Μαρκαντωνάτου et al. 1996: 196).

Η επιλογή του να θεωρήσουμε το –τος ως ταξικό σηματοδότη εξηγεί επίσης και την

ύπαρξη παράλληλων συνώνυμων τύπων που βρέθηκαν στο σώμα δεδομένων μας π.χ.

αβάσταγος/αβάσταχτος, εφόσον υποθέσουμε ότι στη μία περίπτωση έχουμε την πραγμάτωση

ταξικού σηματοδότη (αβάσταχτος) ενώ στην άλλη όχι (αβάσταγος) (βλ. Αναστασιάδη-

Συμεωνίδη 1994: 481).

3. Ορίζοντας την επίταση

Δεν υπάρχει από όσο γνωρίζω ένας ορισμός της επίτασης (βλ. Gavriilidou 2008) που να

βρίσκει σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Άλλοι τονίζουν τη σχέση της επίτασης με την

ποσότητα όπως η Romero (2001:11), που υποστηρίζει ότι «η ποσότητα σχετίζεται με την ύλη

6 Το επίθημα –σιμος παράγει επίθετα από ρήματα και δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται.

677

Page 5: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

ή την ποιότητα (οπότε τότε μιλάμε για διαβάθμιση ή επίταση). Άλλοι αναφέρονται στην

έννοια της αξιολόγησης (évaluation) (Szende 1999:63), υποστηρίζοντας ότι η επίταση

αξιολογεί και εκφράζει τη συναισθηματική στάση του ομιλητή απέναντι σε κάτι, ενώ άλλοι

τονίζουν ότι για να υπάρχει επίταση πρέπει να υπάρχει διαβάθμιση (Cruse 1986, Romero

2001) και κατά συνέπεια εφόσον κάθε διαβαθμίσιμη κλίμακα εμφανίζει δύο πόλους, ένα

θετικό και ένα αρνητικό και η επίταση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Τέλος ο Mel’čuk

(1997) αντιλαμβάνεται την επίταση από λεξικογραφική σκοπιά ως μία συνταγματική λεξική

συνάρτηση (Fonction lexicale Magn) του τύπου f(x) = y, όπου fMagn είναι η συνάρτηση της

επίτασης, x είναι το προσδιοριζόμενο στοιχείο et y η τιμή που παίρνει όπως π.χ.

Magn(ενδιαφέρον)=αμείωτο, ζωηρό, έντονο, Magn(κρύο)=της αρκούδας, τσουχτερό.

Σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, παραδείγματα όπως αβάσταχτος, αβυθομέτρητος,

αδιαμέτρητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος μοιάζουν να δηλώνουν επίταση εφόσον:

• Λειτουργούν ως ποιοτικά επίθετα όπως τα υπόλοιπα επίθετα που δηλώνουν επίταση

(Martin Garcia 1998).

• Δηλώνουν το μέγιστο βαθμό μιας ποσότητας ή την ένταση μιας ιδιότητας (πβ.

Romero 2001) και εφόσον μιλάμε για ποσότητα υπάρχει διαβάθμιση.

• Με τη χρήση των παραπάνω παραδειγμάτων ο ομιλητής αξιολογεί, παίρνει θέση

απέναντι σε κάτι (Szende 1999).

Στην ελληνική η επίταση αφορά τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα και τα επιρρήματα

και είναι δυνατόν να εκφραστεί μέσω:

α) της μορφολογίας (με παραγωγή, π.χ. σπανιότατος, σπιταρόνα, παραπαχαίνω ή σύνθεση π.χ.

γιγαντοαφίσα, λεωφορείο-μαμούθ),

β) της σύνταξης (με τη διαδικασία της προσδιόρισης π.χ. τεράστιο σπίτι, υπερβολικά μεγάλος,

της επανάληψης πάνω-πάνω ),

γ) της φωνολογίας (με τη χρήση συγκεκριμένης επιτονικής καμπύλης),

δ) με τη βοήθεια συμφράσεων (π.χ. χύνω μαύρο δάκρυ).

3.1 Επιτατικά προθήματα

Μια σειρά προθημάτων ή α’ συνθετικών της ελληνικής όπως τα αρχι-, υπερ-, μακρο-, μεγα-,

κατα-, ολο-, θεο-, παν-, παρα-, πολύ- είναι δυνατόν να δηλώνουν επίταση (βλ. Συμεωνίδης

1984, Δελβερούδη & Βασιλάκη 1999, Ράλλη 2001, Ευθυμίου 2002, Γαβριηλίδου &

Ευθυμίου 2003, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (υπό δημοσίευση) και για την ισπανική Martin

Garcia 1998, Montero Curiel 1998, για τη γαλλική Guilbert & Dubois 1961).

Αν θέλαμε να τοποθετήσουμε τα παραπάνω προθήματα στο συνεχές της επίτασης θα

λέγαμε πως καταλαμβάνουν το θετικό πόλο, εφόσον σχηματίζουν λέξεις στις οποίες

δηλώνεται ο μέγιστος βαθμός μιας ιδιότητας ή μιας ενέργειας (π.χ. πανέτοιμος,

678

Page 6: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

παραφουσκώνω) (θετική επίταση), ενώ στον αρνητικό πόλο θα βρίσκονταν τα αρνητικά ή

στερητικά προθήματα που δηλώνουν τη μη ύπαρξη μιας ιδιότητας ή ενέργειας (π.χ.

ανέτοιμος, ξεφουσκώνω) (αρνητική επίταση). Oι Guilbert & Dubois (1961) στη γαλλική

υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρεις βαθμίδες για τη θετική επίταση (relatif, excessif, mélioratif)

και τρεις για την αρνητική (minoratif, approximatif, zéro7).

Ωστόσο, η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω δεν φαίνεται να ισχύει πάντα. Έτσι,

για παράδειγμα το ξε-, που περιγράφεται σε γραμματικές και λεξικά ως στερητικό μόρφημα,

δηλώνει σε ορισμένες περιπτώσεις και επίταση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει υπό προϋποθέσεις

και με ένα άλλο μόρφημα που παραδοσιακά χαρακτηρίζεται ως στερητικό, όπως θα

προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε παρακάτω.

4. Το πέρασμα από τη στέρηση στην επίταση

Ας εξετάσουμε ορισμένα παραδείγματα:

Θεωρητικά, αλογάριαστος μπορεί να σημαίνει ‘που δεν λογαριάστηκε’ ή ‘που δεν μπορεί να

λογαριαστεί, ανείπωτος μπορεί να σημαίνει ‘που γι’ αυτόν δεν μιλήσαμε’ ή ‘που γι’ αυτόν

δεν μπορούμε να μιλήσουμε’, αμέτρητος ‘που δεν μετρήθηκε’ ή ‘που δεν μπορεί να

μετρηθεί’. Θα λέγαμε ότι η σημασιολογική εντολή του α-, όπως έχει τονιστεί στη

βιβλιογραφία δηλώνει έλλειψη μιας ιδιότητας, κατάστασης ή πράγματος (Ευθυμίου 2002).

Αν εξετάσουμε τώρα τα παραπάνω παραδείγματα σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά τα

οποία προσδιορίζουν στον προφορικό ή γραπτό λόγο, θα λέγαμε ότι ο αβάσταχτος καημός

είναι ‘τόσο μεγάλος καημός, που δεν μπορούμε να τον βαστάξουμε’, ο αλογάριαστος πλούτος

είναι ‘τόσο μεγάλος πλούτος που δεν μπορούμε να λογαριάσουμε’ η ανεκτίμητη αξία είναι

‘τόσο μεγάλη αξία που δεν μπορούμε να την εκτιμήσουμε’, τα αμέτρητα άστρα ‘τόσο πολλά

άστρα που δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε, η απερίγραπτη ταλαιπωρία είναι ‘τόσο μεγάλη

ταλαιπωρία που δεν μπορούμε να την περιγράψουμε’, η αφάνταστη καταστροφή είναι ‘τόσο

μεγάλη καταστροφή που δεν μπορούμε να τη φανταστούμε, το άφθαστο επίπεδο είναι ‘τόσο

υψηλό επίπεδο που δεν μπορούμε να φτάσουμε’, η ανείπωτη χαρά είναι ‘τόσο μεγάλη χαρά

για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε’.

Σύμφωνα με τους όρους της θεωρίας των τάξεων αντικειμένων (Gross 1994), τα ρηματικά

επίθετα όπως απεριόριστος, απίστευτος, άσβεστος που μελετάμε είναι τροποποιητές

(modifieurs) που επιλέγονται από συγκεκριμένες κάθε φορά τάξεις αντικειμένων. Για

παράδειγμα τροποποιητές όπως ασίγαστος, αβάσταχτος, ανείπωτος, ανεκτίμητος επιλέγονται

από την τάξη αντικειμένων των <συναισθημάτων>, αμύθητος από την τάξη <χρήμα», κτλ.

Σύμφωνα με τους Gross & Kiefer (1995) η επιλογή των τροποποιητών γίνεται με βάση τα

στερεοτυπικά χαρακτηριστικά με τα οποία συνδέεται κάθε τάξη αντικειμένων: π.χ. τα

γεγονοτικά ουσιαστικά συμβαίνουν κάπου, έχουν μια διάρκεια, κτλ, τα συναισθήματα έχουν

7 Non-, a-, an-, in-.

679

Page 7: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

μια ένταση, οι τάξεις των συγκεκριμένων ουσιαστικών έχουν ένα μέγεθος, ποσότητα, κτλ. Οι

τροποποιητές προσδιορίζουν τις συγκεκριμένες κάθε φορά παραμέτρους.

Στα παραδείγματα που μας απασχολούν τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά μοιάζουν να

έχουν ένα στερεοτυπικό χαρακτηριστικό (μέγεθος, ένταση, ποσότητα) σε τόσο μεγάλο

βαθμό, στο έπακρο θα λέγαμε σημείο, ώστε να γίνεται υπέρβαση ενός ορίου πέρα από το

οποίο δεν είναι δυνατόν να ισχύει αυτό που δηλώνεται από το ρήμα-βάση του μεταρηματικού

επιθέτου που αρχίζει από το στερητικό α- (ή αν-) και το προσδιορίζει. Υπάρχει με άλλα λόγια

ένα όριο ανάμεσα στο μετρώ – μετρήσιμος και ‘δεν μπορώ να μετρήσω’ - αμέτρητος,

περιγράφω – περιγράψιμος και ‘δεν μπορώ να περιγράψω’ -απερίγραπτος, λογαριάζω και ‘δεν

μπορώ να λογαριάσω’- αλογάριαστος, κ.ο.κ το οποίο εξαρτάται από το βαθμό ύπαρξης των

στερεοτυπικών χαρακτηριστικών του προσδιοριζόμενου κάθε φορά ουσιαστικού. Έτσι,

παρατηρείται μια ολίσθηση της σημασίας των ρηματικών επιθέτων με το α- από τη στέρηση

στην επίταση, η οποία βεβαίως επιτείνεται και από την ύπαρξη της μεταφοράς σε ορισμένες

περιπτώσεις.

Αυτή η έννοια υπέρβασης του ορίου που περιγράψαμε παραπάνω παρατηρείται και σε

άλλα επιτατικά προθήματα όπως τα υπέρ- και παρά (υπερπλήρης, υπεραυτόματος,

παραπαχαίνω) (βλ. Βασιλάκη & Δελβερούδη 1999, Ευθυμίου 2003). Όπως επισημαίνει η

Ευθυμίου (2003), «μέσα στη σημασία των επιθέτων πλήρης και αυτόματος υπάρχει μια νόρμα

που είναι αναμενόμενη. Η πραγμάτωση της ιδιότητας στα υπερπλήρης και υπεραυτόματος

ξεπερνά τη νόρμα που θεωρείται αποδεκτή». Η ίδια έννοια της υπέρβασης του ορίου που

γεννά επιτατικές σημασίες θα μπορούσε να ερμηνεύσει και την ύπαρξη του ζεύγους

φανταστικός ‘που εμφανίζεται να υπερβαίνει τα όρια της φύσης, της

πραγματικότητας’/αφάνταστος ‘που είναι τόσο μεγάλος, πολύς, ώστε δεν μπορεί να τον

φανταστεί κάποιος, που ξεπερνά τα όρια και της πιο ζωηρής φαντασίας’ στο παράδειγμα

φανταστικές/αφάνταστες τιμές όπου το επίθετο με και χωρίς το στερητικό α- εκφράζουν

ακριβώς την ίδια σημασία.

Εξετάζοντας, τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των ρημάτων που αποτέλεσαν βάσεις

των μεταρηματικών ουσιαστικών που αρχίζουν με α- και εμφανίζουν επιτατική σημασία

διαπιστώσαμε πέντε κατηγορίες. Το α- συνδυάζεται με ρήματα όπως τα:

1) αντέχω, βαστώ, υποφέρω, και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το

προσδιοριζόμενο ουσιαστικό δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτό. Συνήθως το προσδιοριζόμενο

ουσιαστικό δηλώνει κυριολεκτικά ή μεταφορικά α) την έννοια του φορτίου (αβάσταχτο

βάρος, φορτίο), β) ένα αρνητικό συναίσθημα (αβάσταχτος καημός, λύπη, πόνος) και στα

παραδείγματα αυτά, σύμφωνα με το μοντέλο της γνωστικής μεταφοράς η λύπη ή ο πόνος

γίνονται αντιληπτά ως βαριά φορτία, ή τέλος γ) την έννοια της οικονομικής επιβάρυνσης

(αβάσταχτο πρόστιμο, φόρος, κόστος).

680

Page 8: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

2) μετρώ, αριθμώ, υπολογίζω και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το

προσδιοριζόμενο ουσιαστικό είναι τόσο μεγάλο αριθμητικά που δεν μπορεί πλέον να

καταμετρηθεί. Σχεδόν για όλα τα μεταρηματικά επίθετα της κατηγορίας αυτής υπάρχουν

θετικά επίθετα σε –σιμος (βλ παραπάνω).

3) συγκρίνω, εκτιμώ, συναγωνίζομαι, φθάνω, ξεπερνώ, και τα μεταρηματικά επίθετα που

προκύπτουν δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό είναι σε τέτοια επίπεδα που δεν

μπορεί να εκτιμηθεί, να συγκριθεί ή να ξεπεραστεί.

4) μειώνω, περιορίζω, σιγώ και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν ότι το

προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, που συνήθως δηλώνει <συναίσθημα> έχει τέτοια ένταση που

δεν μπορούμε πλέον να το περιορίσουμε.

5) φατικά (λέω, περιγράφω, φημί) και τα μεταρηματικά επίθετα που προκύπτουν δηλώνουν

ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό έχει τέτοια ένταση που δεν μπορούμε να μιλήσουμε για

αυτό ή να το περιγράψουμε.

Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο σημείο αυτό ότι το στερητικό α- όταν εμφανίζεται

σε μεταρηματικά επίθετα σε –τος, εφαρμόζεται στις ρηματικές βάσεις που ανήκουν στις

κατηγορίες που περιγράψαμε παραπάνω και προσδιορίζει συγκεκριμένες σημασιολογικές

κατηγορίες ουσιαστικών (π.χ. συναισθήματα,) προσδίδοντας στο μεταρηματικό επίθετο μια

επιτατική σημασία.

5. Αντί επιλόγου

Ας κλείσουμε την παρούσα ανακοίνωση με κάποιες παρατηρήσεις που χρήζουν περαιτέρω

μελέτης και ερμηνείας:

1. Τα μεταρηματικά επίθετα που αρχίζουν από α- με επιτατική σημασία επιλέγονται

κυρίως από αφηρημένα ουσιαστικά που λειτουργούν στην πρόταση ως

κατηγορήματα. Πιο σπάνια προσδιορίζουν συγκεκριμένα ουσιαστικά, κυρίως όταν

παράγονται από ρήματα της δεύτερης ομάδας που παρουσιάσαμε παραπάνω (μετρώ,

αριθμώ, υπολογίζω). Στην περίπτωση αυτή συχνά μπορούν να δεχτούν δύο

αναγνώσεις: αμέτρητα χρήματα είναι τα χρήματα που δεν μετρήσαμε ή που είναι τόσα

πολλά που δεν μπορούμε να μετρήσουμε.

2. Συχνά σχηματίζουν συμφράσεις με διαφορετικούς βαθμούς παγίωσης, π.χ. ασίγαστο

(πάθος+πόθος), αμύθητα πλούτη, ακαταμάχητη γοητεία, ακατάσχετη αιμορραγία, κτλ.

Σύμφωνα με το Mel’cuk αποτελούν πραγματώσεις της λεξικής συνάρτησης Magn για

τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν.

3. Σε ορισμένες περιπτώσεις το α- συνδυάζεται και με άλλα προθήματα που δηλώνουν

επίταση π.χ. ασίγαστος/ακατασίγαστος.

681

Page 9: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

4. Τέλος, άλλα από τα παραδείγματα του σώματος δεδομένων μας προσδιορίζουν μόνο

ουσιαστικά με αρνητικά σημαδεμένη σημασία (π.χ. αβάσταχτος καημός, θλίψη,

δυστυχία, μαρτύριο), άλλα μόνο ουσιαστικά με θετικά σημαδεμένη σημασία

(αμύθητος πλούτη, αξία, θησαυρός), ενώ κάποια προσδιορίζουν αδιακρίτως

ουσιαστικά με θετικά ή αρνητικά σημαδεμένη σημασία (απερίγραπτος

ενθουσιασμός, πόνος).

Bιβλιογραφία

Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (1994). «Το τεμάχιο –τος στα ρηματικά επίθετα της Νεοελληνικής». ΜΕΓ 15, 473-484.

Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (υπό δημοσίευση). «Το μόρφημα θεο- στην ελληνική», Τιμητικός τόμος για τον καθ. Γ. Μπαμπινιώτη. Αθήνα.

Corbin, D. (1991). « Introduction: la formation des mots-structures et interprétations ». Lexique 10, 7-30.

Gavriilidou, Z. (2008). «Figement et intensité en grec moderne». Meta 53 (2).Γαβριηλίδου, Z. & Α. Ευθυμίου (2003). «To πρόθημα πολύ- στη Νέα Ελληνική». In E. Mela-

Athanasopoulou (ed.) Selected papers on theoretical and applied linguistics, Thessaloniki, 152-166.Gross, G. (1994). « Classes d’objets et description des verbes». Langue française 115, 15-30.Gross, G. & F. Kiefer (1995). « La structure événementielle des substantifs». Folia Linguistica XXIX

(1/2),: 43-65. Guilbert, L. & J. Dubois (1961). « Formation du système préfixal intensif en français moderne et

contemporain». Le français moderne 29, 87-111.Delveroudi, R. & S. Vassilaki (1999). «Préfixes d’intensité en Grec Moderne : para- ; kata- ; poly- et

olo-» in Les opérations de détermination : Quantification / qualification, 149-167.Ευθυμίου, Α. (2001). «Το νεοελληνικό πρόθημα ξε-: οι έννοιες της απομάκρυνσης και της αλλαγής

κατάστασης». ΜΕΓ 21, 202-213. Ευθυμίου, Α. (2002) «Σημασιολογικές παρατηρήσεις για τα νεοελληνικά προθήματα ξε-, εκ-, από-».

ΜΕΓ 22, 199-209.Ευθυμίου, Α. (2003). «Προθήματα ή πρώτα συνθετικά που δηλώνουν επίταση στη ΝΕ». ΜΕΓ 23, 519-

528. Μαρκαντωνάτου, Σ., Α. Καλιακώστας, Β. Μουμπουρέκα, Ε. Κορδώνη & Β. Σταυρακάκη (1996).

«Μια (λεξική) σημασιολογική περιγραφή των ρηματικών επιθέτων σε –τός». ΜΕΓ 17, 187-201.Martin Garcia, J. (1998). « Los prefijos intensivos de espanol : caracterizacion morfosemantica »

E.L.U.A (12), 103-116. Montero Curiel, M.-L. (1998). « Los prefijos ex- y extra- en espanol ». Annuario de Estudios

Filologicos XXI, 243-255. Mel’ cuk, I. (1997). « Vers une linguistique Sens-Texte ». Leçon inaugurale. Collège de France.Νάκας, Θ. (1983). «Για τη μετοχή και το ρηματικό επίθετο σε -τος όπως εμφανίζονται στην Κοινή Νέα

Ελληνική και στις διαλέκτους», Πρακτικά του 2ου Συμποσίου γλωσσολογίας του βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη) 13-15 Απριλίου 1978. Θεσσαλονίκη. ΙΜΧΑ 159, 241-262.

Οικονόμου, Μ. (1984). Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής. Θεσσαλονίκη.Ralli, Α. (2001). «Preverbs in Greek : the case of ksana-, kse-, para-». Paper presented at the workshop

on Preverbs. Nijmegen 19-20 January 2001. Ράλλη, A. (2005). Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.Romero, C. (2001). L’intensité en français contemporain. Analyse sémantique et pragmatique. Thèse

de doctorat. Université Paris 8.Σετάτος, Μ. (1985). «Παρατηρήσεις στα ρηματικά επίθετα σε -μένος και -τος της Κοινής

Νεοελληνικής». ΜΕΓ 5, 73-87.Συμεωνίδης, X. (1984). «Συμβολή στην ερμηνεία των νεοελληνικών συνθέτων με πρώτο συνθετικό το

θεο-». ΜΕΓ 5, 111-119. Szende, T. (1999). « A propos des séquences intensives stéréotypés : Plaidoyer pour une description

lexicographique ». Cahiers de lexicologie 74, 61-77.Τριανταφυλλίδης, Μ. (1983). Νεοελληνική Γραμματική. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

682

Page 10: 06_gavriilidou_z_icgl8_OK

Λεξικά

Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (2003). Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη. (1998). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.Κριαράς, Εμμ. (1995). Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας. Θεσσαλονίκη.Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

683